Βραβεύτηκε απο την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών ο Αλέξανδρος Νίκας

Πραγματοποιήθηκε χθες η εκδήλωση απονομής των Βραβείων και Επαίνων στα διάφορα είδη λόγου στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών. Ανάμεσα στους βραβευθέντες ήταν και ο συμπατριώτης...

 

 

Ο φίλος

Την τελευταία φορά που τον είδε η Μαριτίνα ήταν Κυριακή πρωί, 24 Νοεμβρίου του 2013. Ήταν μέσα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητό τους και περίμενε τον άντρα της, για να φύγουν απ’ τη μικρή τους πόλη, να πάνε στην Αθήνα· στη μόνιμη κατοικία τους. Ο Φιλοκτήτης πέρασε δίπλα απ’ το αυτοκίνητο, σχεδόν το ακούμπησε, για ν’ αφήσει στο πεζοδρόμιο τα κλαδιά από το κόψιμο των δέντρων του. Δε γύρισε να την κοιτάξει καθόλου· αλλά και η Μαριτίνα δυσκολεύτηκε να τον Ήταν Αυτός;

Ο αγαπημένος παιδικός της φίλος; Δεν της μίλησε· ούτε Μεσήλικες και οι δύο τώρα, είχαν την ίδια ηλικία, γνώριζαν καλά το Μικρά παιδιά, του Δημοτικού, δεν ήταν απλώς φίλοι. Μαζί στα παιχνίδια, μαζί στο λούνα-παρκ διασκέδαζαν ο ένας πλάι στον άλλο στα ποδήλατα του καρουζέλ, στις βάρκες που ανεβοκατέβαιναν με χιαστί σκοινιά, στην μπαλαρίνα, στη ρόδα· σ’ όλα.

Οι φωτογραφίες, η μία μετά την άλλη, για να τις βλέπουν μεγάλοι και να γελούν. Μαζί στην εφηβεία τους, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του γενετήσιου ενστίκτου και την έκρηξη του ψυχικού κόσμου. Μαζί σ’ αυτά τα χρόνια άκουγαν μουσική· Λοϊζο, Θεοδωράκη, Βίκυ Λέανδρος και διάβαζαν περιοδικά και εξωσχολικά βιβλία. Μαζί σινεμά, μαζί βόλτες και εκδρομές. Για τη Μαριτίνα, ο Φιλοκτήτης δεν ήταν μόνο ο αγαπημένος φίλος· ήταν ο αδελφός που δεν είχε, ήταν το μοναδικό αγόρι, που οι γονείς της Και αργότερα, όταν τελείωσαν το εξατάξιο Γυμνάσιο, αν και φοιτητές σε διαφορετικές πόλεις, δεν άλλαξαν. Στις διακοπές παρέα, στη νεανική ηλικία πλέον, είχαν κοινά ενδιαφέροντα.

Όλα έμοιαζαν ότι οι δυο τους περνούσαν ευχάριστες ώρες· και ήταν αλήθεια. Είχε ο ένας τον άλλο να μοιράζονται χαρές και λύπες της Τώρα πως έφτασαν στο σημείο να υποκρίνονται ό,τι δε γνωρίζονται; Σε μια καλοκαιρινή βόλτα τους στην πλατεία της μικρής πόλης, η Μαριτίνα πρόσεξε ότι ο Φιλοκτήτης κάπνιζε πολύ. Ανάμεσα στη συνομιλία τους για διάφορα θέματα, εκείνος άναβε και έσβηνε συνεχώς το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Όταν εκείνη του το επισήμανε πήρε την απάντηση: «Θα σου πω, αλλά για ό,τι κι αν γίνει μετά δε θα φταίω εγώ.

Είμαι ερωτευμένος μαζί Ο κόσμος χάθηκε από τα μάτια της Μαριτίνας, η αντίδρασή της ήταν ν’ «Εγώ σου μιλώ σοβαρά κι εσύ γελάς;» τη ρώτησε ο Φιλοκτήτης. Πέρασαν λίγη ώρα σιωπηλοί οι δυο τους, όταν αποφάσισαν να καθίσουν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και να μιλήσουν· όσο αυτό ήταν δυνατό. Για καλή τους τύχη πήγε και κάθισε κοντά τους μια κοινή τους γνωστή. Έτσι για λίγο πήραν αναπνοή. Δεν έφτασε όμως. Γύρισαν στα σπίτια τους χωρίς «Άφησέ με» του είπε «θέλω το χρόνο μου. Ήταν απρόσμενο για μας».

Οι μέρες περνούσαν. Δεν ήταν όμως, όπως πριν. Ο Φιλοκτήτης έδειχνε πως δεν άντεχε την αναμονή. Η Μαριτίνα το καταλάβαινε και δεν ήξερε τι να κάνει. Στο τέλος, μη θέλοντας να τον βλέπει άλλο τόσο βαθιά λυπημένο, του είπε: «Ναι, εντάξει· μίλησες και για τους δυο μας». Η θλίψη έγινε χαρά, αγκαλιά, φιλιά διψασμένα. Μόνο που η νεαρή κοπέλα δεν είχε ξεκάθαρα συναισθήματα μέσα της, δεν ήξερε αν αυτό που ένιωθε ήταν έρωτας ή μοναδική φιλική αγάπη. Του έλεγε τις αμφιβολίες της· αλλά εκείνος δε σταματούσε να ελπίζει. Και η σχέση τους έγινε σκωτσέζικο ντους. Μια ναι, μια όχι απ’ τη μεριά της Μαριτίνας. Η ίδια δε θέλησε να ολοκληρώσει τον έρωτα τους.

Το αναμενόμενο: ένα γράμμα του Φιλοκτήτη απ’ την πόλη που σπούδαζε, που της έγραφε ότι ήταν καλύτερα να χωρίσουν, γιατί όταν σπάσει το γυαλί δεν κολλάει. Και η υπογραφή στο τέλος: «Πάντα δικός σου. Συναντήθηκαν στην πόλη τους τα Χριστούγεννα και αποφάσισαν Η πράξη έδειξε το αντίθετο. Οι «φίλοι» έγιναν άγνωστοι και Μόνο τον Αιμίλιο, τον άντρα της Μαριτίνας, χαιρετά και μιλά ο Φιλοκτήτης.

Τα παιδιά τους δε γνωρίστηκαν ποτέ. «Τους φίλους τους διαλέγουμε, γι’ αυτό δεν τους παιδεύουμε» παίζει στο αυτοκίνητο του Αιμίλιου, εκείνου του Κυριακάτικου πρωινού της Η Μαριτίνα όμως πικράθηκε. Τόσα χρόνια πέρασαν και ο εγωισμός και των δυο τους δεν τους αφήνει να πούνε ούτε καλημέρα. Ίσως σκέφτηκε: «κάποια μέρα να τολμήσω πρώτη».

Δεν μπορεί ν’ αρχίσαμε τόσο λάθος τα Αρχαία Ελληνικά στην Α’ Γυμνασίου το 1969!

«Πιστεύω τω φίλω…» άρχιζε το πρώτο κείμενο του βιβλίου και μέσα σε λίγες γραμμές ανέπτυσσε όλα τα ιδανικά της φιλίας.

Το ίδιο πιστεύει και η Μαριτίνα για το Φιλοκτήτη.

«Τους φίλους δεν τους καίμε…»


Ραντεβού στα τυφλά

Το πρωινό ξύπνημα του Θάνου δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα. Από το πρωί ένιωθε υπερδιέγερση και αιτία δεν ήταν η βροχερή μέρα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι έριξε μια φευγαλέα ματιά στην Αριάδνη. Η γυναίκα του κοιμόταν ήρεμα και αυτό τον έκανε να νιώσει λίγο άβολα. Πήρε το βλέμμα του από πάνω της και μπήκε κατευθείαν στο μπάνιο. Άρχισε να κάνει μηχανικά τις καθημερινές κινήσεις και ήταν τόσο αφηρημένος, που κατάλαβε πως δεν έβλεπε ούτε το είδωλο του στον καθρέπτη μόνο όταν κόπηκε στο ξύρισμα!

Μόλις τελείωσε με τα διαδικαστικά στο μπάνιο προχώρησε προς την κουζίνα. Εκεί είδε την Αριάδνη να έχει ετοιμάσει κιόλας το πρωινό του. Ούτε εκείνην κατάλαβε πότε σηκώθηκε και πέρασε από το διάδρομο. Άρχισε να ανησυχεί. Φοβήθηκε πως οι κινήσεις του θα πρόδιδαν στη γυναίκα του το θέμα που τον απασχολούσε. Αυτό δεν το ήθελε με τίποτα. Έπρεπε λοιπόν να ήταν προσεκτικός, αφού γνώριζε πολύ καλά την αιτία για την οποία βρίσκονταν σε υπερδιέγερση. Ήταν το βραδινό ραντεβού. Ένα ραντεβού στα τυφλά. Πήρε τη βαλίτσα ταξιδίου που είχε σχεδόν μόνιμα έτοιμη, φίλησε την Αριάδνη και σε λιγότερο από δυο ώρες ήταν μέσα στο αεροπλάνο.

Η πτήση του για τη Θεσσαλονίκη έφυγε στην ώρα της και καθώς κοιτούσε από το παράθυρο το μόνο που έβλεπε ήταν τα σύννεφα. Στο ύψος που πετούσε το αεροπλάνο δεν υπήρχε βροχή αφού ήταν πάνω από τα σύννεφα τα οποία ήταν κατάλευκα. Αυτό το τοπίο έκανε το μυαλό του να ταξιδέψει. Ταξίδεψε στην αποψινή συνάντηση και στη γυναίκα που θα συναντούσε. Τα ερωτήματα πολλά. Κάποια είχαν να κάνουν με κείνην.

Πως θα είναι; Πως θα του συμπεριφερθεί; Θα την αναγνωρίσει; Οι αμέσως επόμενες είχαν να κάνουν με τον ίδιο. Για ποιόν λόγο τελικά θέλει να τη συναντήσει; Που αποσκοπεί από αυτήν τη συνάντηση; Πως θα της συμπεριφερθεί; Θα είναι όπως την έχει φανταστεί; Κι αμέσως μετά με γενικές απορίες. Εκείνη γιατί δεν ήθελε ποτέ να ανοίξει το Skype να μιλήσουν; Μήπως τελικά δεν είναι η ίδια στη φωτογραφία που έχει στο προφίλ της στο facebook; Μήπως αυτή η φωτογραφία ανήκει τελικά σε κανένα μοντέλο από κάποια μεσογειακή χώρα; Εάν απογοητευτεί; Τότε πως θα της συμπεριφερθεί;

Σταμάτησε απότομα να σκέφτεται το βραδινό ραντεβού, όταν διαλύθηκαν τα σύννεφα και κάτω χαμηλά είδε τη θάλασσα και στο βάθος ένα νησί. Αμέσως το μυαλό του πήγε στο νησί που είχε παντρευτεί. Μπορεί σήμερα να είναι πενήντα πέντε χρονών, αλλά όταν είχε παντρευτεί την Αριάδνη ήταν μόλις είκοσι πέντε. Είχε παντρευτεί από έρωτα, την αγαπούσε πολύ και μαζί της απόκτησαν δυο παιδιά που είχαν τελειώσει τις σπουδές τους με άριστα μάλιστα και εργάζονταν. Ο ίδιος ήταν μικρομέτοχος σε μια εταιρεία ηλεκτρονικών υπολογιστών και αναλωσίμων ειδών, στην οποία είχε αναλάβει ως υπεύθυνος τον τομέα των πωλήσεων.

Η γυναίκα του ήταν πετυχημένη συμβολαιογράφος, αν και τελευταία με την κρίση που αντιμετώπιζε η χώρα δεν είχε τη δουλειά των προηγούμενων χρόνων. Όσοι τον γνώριζαν καταλάβαιναν πως δεν είχε λόγους να μην είναι ευτυχισμένος. Αναρωτήθηκε λοιπόν, τότε γιατί το βραδινό ραντεβού; Τι επιδιώκει από αυτό; Αφού η ζωή του κυλάει χωρίς απρόοπτα και όλοι πιστεύουν πως είναι ευτυχισμένος, εκείνος γιατί αναζητάει το κάτι άλλο; Μήπως έχει καταντήσει η ζωή του ρουτίνα; Μήπως πλέον δεν νιώθει ερωτευμένος με την Αριάδνη; Μήπως τελικά «παίζει» στο διαδίκτυο επειδή θέλει να ζήσει κάτι διαφορετικό; Τελικά μήπως το επάγγελμα του και η εξέλιξη της τεχνολογίας, όπου το νέο ξεπερνάει το παλιό, είναι εκείνα που τον έχουν επηρεάσει και έχουν γίνει στάση ζωής και στα προσωπικά του; Μήπως λοιπόν εκείνη που θα συναντήσει το βράδυ θα σηματοδοτήσει το «νέο» κι έτσι όπως στη δουλειά του που τα νέα μοντέλα ηλεκτρονικών υπολογιστών βάζουν στο χρονοντούλαπο τα παλιά, τον κάνουν κι εκείνον να βάλει στο χρονοντούλαπο της ζωής του την Αριάδνη; Έδωσε αμέσως μια απάντηση που τον ικανοποιούσε.

Όχι, μπορεί να συναντήσει κάτι άγνωστο, μπορεί να συναντήσει κάτι νέο, αλλά άλλο είναι τα αντικείμενα που έχεις και σε βοηθάνε στην δουλειά και άλλο ο άνθρωπος με τον οποίο έχεις δημιουργήσει Οι σκέψεις όμως δεν τον αφήνουν σε ησυχία. Προσπαθεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα πως και γιατί έφτασε στο σημείο να συναντηθεί με μια άγνωστη γυναίκα; Αναρωτιέται, άραγε γιατί αφού τόσο καιρό προσπαθούσε να συμβεί αυτό, τώρα που έφτασε η στιγμή αναζητάει τους λόγους; Συνεχίζει να δίνει απαντήσεις και κατέληξε πως η συνάντηση είναι μια λογική εξέλιξη της ζωής. Τα τελευταία τρία χρόνια η κρίση έχει επηρεάσει και τη δική του δουλειά. Η εταιρεία ίσα που έβγαζε θετικό ισολογισμό και αυτό οφείλονταν περισσότερο στη στροφή που είχαν κάνει και ανέπτυξαν τον τομέα των αναλωσίμων. Σαν μανιώδης χρήστης των ηλεκτρονικών υπολογιστών που ήταν μια «επαγγελματική διαστροφή» όπως έλεγε χαριτολογώντας, όπου κι αν βρίσκονταν είχε έναν υπολογιστή στα χέρια. Παλιότερα πιο μεγάλο, τελευταία έναν μικρότερο, πάντα όμως τελευταίας τεχνολογίας. Άλλωστε πως θα έπειθε τους πελάτες του εάν ο ίδιος παρέμενε προσκολλημένος στην παλιά τεχνολογία;

Το σερφάρισμα στο διαδίκτυο ήταν το αγαπημένο του χόμπι. Είχε δημιουργήσει διάφορα προφίλ στο facebook και στο ένα από αυτά είχε «φίλη» την Τζένη. Η Τζένη ήταν από τη Θεσσαλονίκη και όπως του είχε πει ήταν πενήντα χρονών. Από τις πολύωρες συζητήσεις πληροφορήθηκε πως κι εκείνη είχε δυο παιδιά τα οποία ζούσαν στα δικά τους σπίτια και πως οι πολλές ώρες εργασίας, καθώς και η φυγή των παιδιών της, κυρίως όμως η συμπεριφορά του συζύγου της την απομάκρυναν αργά αλλά σταθερά από αυτόν. Η ζωή της είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον και κατέφυγε στο διαδίκτυο. Σε αυτό έκανε πολλούς «φίλους» που με τον καιρό οι περισσότεροι χάθηκαν έτσι όπως είχαν έρθει. Διαπίστωσε πως όλοι σχεδόν απέβλεπαν σε κάτι άλλο, το οποίο όμως εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να προσφέρει. Τότε γιατί με τον Θάνο όχι μόνο δεν διέκοψε τη φιλία, αλλά έφτασε στο σημείο να κάνει μαζί του ένα ραντεβού στα τυφλά; Όσο και αν τον απασχόλησε, έδινε πάντα την απάντηση πως εκείνος ήταν για εκείνη κάτι διαφορετικό από όλους τους άλλους. Αυτό τον Σταμάτησε τις σκέψεις τη στιγμή που ξαφνικά ένιωσε να τραντάζεται το αεροπλάνο που τροχοδρομούσε στο αεροδρόμιο «Μακεδονία».

Ένα ρίγος τον διαπέρασε σκεφτόμενος πως όλον αυτό τον καιρό μπορεί να έπαιζε κρυφτό με την Τζένη από μακριά, αλλά τώρα ήρθε η ώρα της αποκάλυψης. Στο ξενοδοχείο που κατέλυσε το μεσημέρι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Η συνάντηση που προηγήθηκε με τον μεγαλύτερο πελάτη του στη Θεσσαλονίκη είχε καταλήξει σε φιάσκο, αφού όχι μόνο δεν κατάφερε να τον μεταπείσει να κρατήσει τα παλιά μοντέλα των laptop που κρατούσε απόθεμα, αλλά είχε τοποθετήσει ήδη στο κατάστημα του και προϊόντα του βασικού του ανταγωνιστή. Άραγε, σκέφτηκε, η Τζένη ήταν προετοιμασμένη να τον αντιμετωπίσει το ίδιο όπως ο πελάτης του και να τον δει σαν ανταγωνιστή του συζύγου της; Γέλασε με τη σκέψη, αφού τότε θα τον έβαζε στην καρδιά της σ’ εκείνη τη θέση που κάποτε ανήκε στον άντρα της. Δεν γέλασε όμως όταν η ίδια σκέψη πέρασε για εκείνον. Ήταν έτοιμος να βάλει την Τζένη στη θέση που κάποτε ανήκε στην Αριάδνη; Αμέσως συνειδητοποίησε αυτό που είχε σκεφτεί και ταράχτηκε.

Μόλις κατάλαβε πως χρησιμοποίησε τη λέξη «κάποτε» για την Αριάδνη, τινάχτηκε από το κρεβάτι. Τι πάει να κάνει; Τι τον έφτασε σ’ αυτό το σημείο; Μπορεί να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς την Αριάδνη; Τελευταία εκείνη ίσως να έχει απομακρυνθεί από τη ζωή του, αλλά μήπως κι ο ίδιος δεν έχει απομακρυνθεί από τη δική της; Μαζί όμως δεν είχαν δώσει όρκους αιώνιας πίστης μπροστά στο Θεό και σε ανθρώπους; Προβληματίστηκε, άραγε μήπως ήταν καλύτερα να μην πήγαινε στο ραντεβού; Ήθελε να το ακυρώσει και προσπάθησε να βρει μια καλή δικαιολογία. Σκέφτηκε να πει πως είναι μακριά η Περαία, αφού εκεί θα τη συναντούσε. Κατάλαβε όμως πως αυτό δεν έστεκε.

Εδώ της μιλούσε συνεχώς πως βιάζονταν να έρθει από την Αθήνα και θα έλεγε πως ήταν μικρή η απόσταση των είκοσι τριών χιλιομέτρων που βρίσκεται η Περαία από τη Θεσσαλονίκη; Πέρασε από το μυαλό του η ιδέα να σκαρφιστεί κάποιο μικροατύχημα στο δρόμο. Όμως δεν του είχε δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου της για να την ενημερώσει αφού η επικοινωνία τους ήταν μόνο μέσω του διαδικτύου, οπότε εκείνη πηγαίνοντας στο σημείο συνάντησης σίγουρα θα ανησυχούσε μη βλέποντας τον.

Φαντάστηκε πως η Τζένη ενδεχομένως θα έμενε με την εντύπωση πως ο ίδιος πήγε στο σημείο, την είδε και απογοητευμένος από την εμφάνιση της δεν έκανε καν το κόπο να της μιλήσει κι ότι εξαφανίστηκε. Αποφάσισε τελικά να μην κάνει πίσω. Ήθελε να είναι στην ώρα του στην Αίγλη. ον είχε ενημερώσει πως η «Αίγλη» είναι μια καφετέρια εκατό μέτρα αριστερά από τη Σκάλα της Περαίας στην παραλία. Δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να τη βρει. Μπήκε στο νοικιαζόμενο αυτοκίνητο και πριν ξεκινήσει για την Περαία κοίταξε στον καθρέπτη. Διαπίστωσε πως μπορεί τα μαλλιά του να είχαν γκριζάρει αρκετά, αλλά τα γαλανά του μάτια ήταν ακόμη λαμπερά κι ήταν εκείνα που πρόσεχαν πρώτα απ’ όλα οι άλλοι πάνω του. Μόλις πέρασε το αεροδρόμιο και πλησίαζε προς την Περαία, ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει. Πλέον ήθελε πολύ να συναντήσει αυτήν τη γυναίκα που τελευταία του είχε στείλει δυο φωτογραφίες της. Στη μια ήταν είκοσι έξι χρονών. Είχε μακριά καστανά μαλλιά, καθαρό πρόσωπο και του είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον τα δυο μελιά μάτια που κοίταζαν μελαγχολικά στο βάθος.

Η άλλη ήταν πρόσφατη και τα μακριά μαλλιά ήταν πλέον μικρά και ξανθά, ενώ στην θέση των δυο υπέροχων μελαγχολικών ματιών υπήρχαν μεγάλα και σκούρα γυαλιά ηλίου. Σήμερα δεν ήξερε πως θα την έβρισκε. Εύκολα έφτασε έξω από την Αίγλη και διαπίστωσε πως η καφετέρια ήταν στο ισόγειο ενός παραθαλάσσιου ξενοδοχείου. Όσο κι αν προς στιγμή ένιωσε ένα κάψιμο στον ουρανίσκο και την καρδιά του να κτυπά γρήγορα, μπήκε μέσα με αυτοπεποίθηση. Μόλις πέρασε την είσοδο, πρόσεξε στο βάθος της αίθουσας μια κυρία να σηκώνεται από την καρέκλα και να του κάνει νεύμα.

Πλησιάζοντας προς το μέρος της, διέκρινε πως δεν ήταν ούτε όπως στη μία, ούτε όπως στην άλλη φωτογραφία. Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής και βλέποντας τα μελαγχολικά της μάτια να χαμογελούν, άνοιξε αυθόρμητα τα χέρια του. Την ώρα που την είχε αγκαλιά, ένιωσε πως η ζωή είναι όπως και η δουλειά του. Μπορεί τα παλιά μηχανήματα να έμαθαν στον άνθρωπο τη χρήση, αλλά η νέα τεχνολογία και τα νέα μοντέλα είναι αυτά που φέρνουν την επανάσταση.

In this article

Join the Conversation