Οι ιστορίες της βάβως | Νοέμβρη, στο παλιό ελαιοτριβείο…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Τούτον τον καιρό αρχές Νοέμβρη, οι αναμνήσεις μου με πάνε σε μια μυρουδιά περίεργη που μόνο τούτον τον καιρό ήταν στην πόλη μας την Παραμυθιά.  Ήταν πάνω από τη μπουρίμα, όπως κατεβαίναμε για το σχολείο.

Εκεί πάνω, ήταν ένα εργοστάσιο -έτσι φάνταζε στα μάτια μας- που έπαιρνε τις ελιές και τις έκανε λάδι, ευλογημένο λάδι, γιατί όποιος είχε λάδι, αλεύρι, κρεμμύδια και ελιές έλεγε “δόξα Σοι ο Θεός φέτος είμαστε καλά”.

Εκεί στο ελαιοτριβείο του δίπλα, ζούσε ο κύριος Φάτσιος, ένας απλός πολύ καλός άνθρωπος, αφού ποτέ δεν μας βαριούνταν και μας άφηνε να χαζεύουμε την επεξεργασία της ελιάς μέχρι το λάδι. Μας εξηγούσε κιόλας πως βγαίνει το λάδι ακόμα και για τα υπόλοιπα που δυστυχώς πήγαιναν χαμένα.

Εκεί ανάμεσα στις μυλόπετρες έπεφταν οι ελιές, και έβγαινε το λάδι. Δίπλα σε ένα στάβλο σαν σπίτι πραγματικό, είχε τα άλογα. Ένα κόκκινο θυμάμαι… Δεμένο το άλογο, από ένα ξύλο, έφερνε γύρω από ένα πέτρινο πηγάδι το πηγάδι του λαδιού. Έτρεχε όπως στο αλώνι μα πιο γρήγορα πολύ πιο γρήγορα. Ίδρωνε όπως και το αφεντικό του.

Από κάποιο λάδι στην αρχή, η μάνα μου έπαιρνε ένα μπουκάλι, το ήθελε για γιατρικό. Μη ξεχνάμε πως με λάδι και κερί έκαναν τις υπέροχες κεραλοιφές. Για τις κεραλοιφές έπρεπε το λάδι να είναι το καλύτερο και τα βότανα τα πιο καλά τα πιο ζωντανά, φροξυλάνθια, μπάλσαμο, χαμόμηλο, κλπ.

Μέσα εκεί στο πηγάδι που ήταν το λάδι, μας έδειχνε πως θα το πάρουν λίγο λίγο.

Είχαμε πάει το 1950 με τον πατέρα μου στην Πάργα και όλη η Πάργα και η ακτή βρώμαγε από τις ζούρες. Ρώτησα τον πατέρα μου γιατί; Αυτές είναι ξένες βρωμιές, οι δικές μας δεν μας βρωμάνε. Μετά σοβαρά μου εξήγησε πως η Παραμυθιά έχει ένα μόνο ελαιοτριβείο και αποχέτευση. Έτσι δεν πέφτουν στο δρόμο ζουμιά από το πάτημα των ελιών.

Η Παραμυθιά τότε είχε τρεις κοινωνικές τάξεις.

Είχε τον κόσμο τον εμπορικό τον πνευματικό τον αγροτικό – εργατικό… Από παλιά πολύ παλιά είχε σχολεία και μάλιστα παρθεναγωγείο και αρρεναγωγείο, είχε Ελληνικό, και σχολαρχείο. Στην εποχή μας είχε Γυμνάσιο και εκτός αυτού, το οικοτροφείο της εκκλησίας που σπούδαζε παιδιά, ορφανά, πολύτεκνα, και πολύ φτωχά.  Άντε ανάμεσα στους φτωχούς να βρεις τους φτωχότερους. Έτσι λοιπόν η Παραμυθιά είχε τους επιστήμονες, τους εμπόρους, τους βιοτέχνες, και τους αγρότες και κτηνοτρόφους.

Αυτοί οι γεωργοί είχαν άλλο τρόπο ζωής βλέπεις τότε δεν είχαν θερμοκήπια, ούτε κότες σε ορνιθοτροφεία. Τότε η χρονιά ήταν όπως πήγαινε ο καιρός
Τότε όλα ήταν όπως τα έδωσε ο Θεός, δεν είχαμε το πλήθος η την παραγωγή προ’ι’όντων εκτός εποχής, όχι είχαμε όμως προ’ι’όντα που η γεύση τους ακόμα αναζητείται από πολλούς στα διάφορα χωριά, μα πως, αφού το λίπασμα μπήκε στη ζωή τους, στα προ’ι’όντα τους ,και στη διατροφή μας.
Το λάδι λοιπόν έμπαινε στο καντήλι μας για να δοξάσει την Αγία Τριάδα για την ευλογία και τους καρπούς της γης.

Πήγαινε στα εκκλησάκια για να δώσει προστασία ο Άγιος στον προσφέροντα τα δώρα του Θεού. Οι οικογένειες μαζεύονταν το Χειμώνα στα χειμωνιάτικα δωμάτια με τζάκι και κει πάνω στα στρώματα από άχυρο ή τζάφκες καλαμποκιού, πάνω στη ριγέ φλοκάτη έπαιζαν τραγούδαγαν και χαίρονταν τη ζωή, γιατί η ζωή από μόνη της ήταν χαρά.

Τότε οι οικογένειες ήταν με πολλά άτομα μια και κει ήταν γιαγιάδες και παππούδες με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Εκεί στο ίδιο δωμάτιο η μαμή ξεγένναγε τη μάνα και την τσιούπρα, έτσι έκαναν το μανόγαλο.

Μη με ρωτήσετε τι το έκαναν δεν ξέρω να σας πω. Μα εκεί σε τούτα τα σπίτια είχε θέση η χαρά το παιχνίδι το τραγούδι. Τα παιδιά δεν είχαν δωμάτια με άχρηστα πράγματα, δεν είχαν βιβλία δυστυχώς κι αν είχαν τα είχαν σαν θησαυρό πολύτιμο και ακριβό. Τώρα έχουν βιβλία που πολλές φορές δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τα διαβάσουν. Εκεί τα παιδιά δεν ήταν φυλακισμένα, ήταν έξω στον κόσμο όπως μας τον έδωσε ο Θεός. Τότε έπιασε μια μανία όλους, να σπουδάσουν να μην τυραγνιούνται. Και μετά ήρθαν άλλα, που πολύ βόλευαν τους κτήτορες του κόσμου. Έτσι νομίζουν. Μα ο άνθρωπος έναν αφέντη έχει το Θεό και Κείνος δεν ανακατεύετε στις πράξεις του.

Εκεί στο χωριό μας ήταν και η κυρα Λάμπρω. Αυτή έβγαζε το λάδι της μόνη της. Είχε μόνο μια ελιά. Της είπε η μάνα μου να πάει τις ελιές της στο Φάτσιο μα δεν δέχτηκε αν και για τους φτωχούς, τους πολύ φτωχούς, δεν θα έπαιρνε τίποτε.
– Άκου Βέργω μου, το βγάζω και βγάζω και άλλα πράγματα.
– Σαν τι, τη ρώτησε η μάνα μου και πως μπορείς να βγάζεις λάδι μόνη σου.
– Τις πατάω τις ελιές στο χειρόμπολο σε ,μια σκάφη.
– Αυτό που βγαίνει από πάνω το χοντρό το μαζεύω το αλατίζω δεν ξέρεις τι καλό προσφάι που είναι.

Ήταν αυτό που λέμε σήμερα πολτό ελιάς. Κατόπιν του ρίχνω ζεστό νερό και αφού το ανακατώσω βγάζω το λάδι με προσοχή κουταλάκι κουταλάκι και το βάζω στο λαδικό. Αυτό που μένει το ρίχνω στις κότες με λίγο κόκκινο πιπέρι και με λιανόρυζο. Να δεις πως γεννάν.

Ο πατέρας της είπε πως τα κουκούτσια που μένουν να τα ρίχνει στις κότες και αν δεν θέλει να τα στεγνώνει και να τα έχει για προσάναμα στο τζάκι που ακόμα το άναβε με στερνάρι και ίσκα.

Το λάδι μας όταν οι ελιές μας μένανε μέρες άναβαν, και έτσι είχε οξύτητα, μα νομίζω πως το είχαμε συνηθίσει. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα δεν μπορούσαμε να φάμε το φαγητό και για χρόνια τυριά και λάδι φέρναμε από την Παραμυθιά.

Σκεφθήτε τι πάθαμε όταν ο γιατρός μας είπε πως αν αγαπάμε τη μάνα μας έπρεπε να τρώμε τα σπορέλαια και ποιος γιατρός, ο κύριος Βορίδης. Και τρώγαμε τα σπορέλαια μέχρι που ο κύριος Γκιάλας είπε δάσκαλε μην ακούς αυτά που λένε, δεν είναι επιστημονικά, λαδάκι από το χωριό.

Και του έκανε η μάνα μου σπανακόπιτα και κει στο ιατρείο που είχε και το σπίτι του, και τους φώναζε όλους, να φάνε πίτα ηπειρώτικη.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation