Οι ιστορίες της βάβως | Ο Βουλευτής και το Γαϊδούρι

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

Ο Βαγγέλης υπήρξε και βουλευτής Θεσπρωτίας. Πάνε πολλά χρόνια από τότε.

Οι άνθρωποι από τότε άλλαξαν ο τρόπος ζωής άλλαξε, όμως, είναι κάποια πράγματα που όταν τα θυμάσαι, σε γεμίζουν νοσταλγία.

Έρχουνταν ο Βαγγέλης στο σπίτι μας για καφέ ή ουζάκι δικό μας, από το ΜΑΡΑ που ήταν το καλύτερο ούζο που έβγαζε η Ελλάδα. Ήταν καλύτερο και από κάποιο της Πάτρας.

Είχε πρωτιές η Παραμυθιά τότε. Έχει και τώρα. Έχει τις υπέροχες καμπάνες το κουδούνια και τα κυπριά.

Έρχουνταν ο Βαγγέλης, και ήταν βουλευτής τώρα. Παλιά ήταν ο συνταγματάρχης της θρυλικής Ντουσκάρας ο ήρωας Βαγγέλης Ζώτος…αντάρτης της πρώτης μικρής ομάδας αντίστασης,,των βουνών μας,ν με άλλους αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού την ΕΛΛΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Και ποιοι από τους αξιωματικούς μας δεν βγήκαν στα βουνά… όλοι δεν μπορούσαν να είναι πλέον σκλάβοι. Είναι και τούτα τα βουνά που σε προσκαλούν να ζήσεις λεύτερος στα πατήματα των Σουλιωτών.

Έπιναν λοιπόν τα ουζάκια τους και μιλούσαν για τα παλιά. Τώρα που ήταν βουλευτής, παντού πήγαινε με το αυτοκίνητο και τον οδηγό.Πάντα παρέα είχε τον πατέρα μου.

Ο Βαγγέλης δεν οδηγούσε όταν δεν είχε τον οδηγό, οδηγούσε η γυναίκα του η Νίνα. Μια μέρα έλεγε γελώντας μια ιστορία με τη μάνα του.

Δάσκαλε η μάνα μου με αγαπάει λιγότερο από το γα’ι’δούρι και γέλαγε πλατιά…..Την ιστορία την έλεγε η μάνα μου στις γειτόνισσες..

Μετά από μήνες, μεγάλος και τρανός ο Βαγγέλης με κούρσα με οδηγό και με δυο φρουρούς που τους έδιωχνε δεν ήθελε αδερφάκι μου κανέναν να τον ακολουθάει σα μπάστακας. πάει να δει τη μάνα του στο χωριό.

Σταματάει ο οδηγός και του λέει ο Βαγγέλης, φεύγα να έρθεις να με πάρεις αύριο το πρωί στις δέκα. Μπαίνει στο σπίτι αγκαλιάζει τη μάνα του και της λέει, μάνα πεινάω, μάνα έχεις κάτι να φάω.
– Περίμενε Βαγγέλη μου να ταΐσω πρώτα το γάιδαρο και έρχομαι.

Τα’ι’ζει το γάιδαρο πλένει τα χέρια της, μπαίνει μέσα και βάζει τυρί και ελιές σε ένα πιάτο και ψωμί που το ακούμπησε στη πυροστιά σε ένα τηγάνι να ζεσταθεί και να μαλακώσει.

Την κοίταγε ο Βαγγέλης και την καμάρωνε τίποτε δεν την έσκιαξε ούτε ο πόλεμος ούτε που όλοι οι άντρες της οικογένειας ήταν στο αντάρτικο, αυτή εκεί με τα ζωντανά της με τα χωράφια της με όλα αυτά που τότε είχαν ο κόσμος.

Την είδε να βάζει βούτυρο στη φωτιά και να τηγανίζει πέντε αυγά.
Κάτσε μωρ΄ μάνα έφαγα΄, ύστερα δεν κάνει να τρώω αυγά.
Τι έχεις παιδάκι μου;
Γεράματα μάνα, πόσο χρονών είμαι το ξέρεις;
Πως δεν το ξέρω, εγώ σε γέννησα Βαγγέλη μου εγώ σε γέννησα είσαι 17 χρόνια μικρότερος από μένα.
Πόσο είμαι ρε μάνα;
Αφού εγώ δε γέρασα και κρατάω και τα ζώα και το το γα’ι’δούρι και είμαι νέα,,, εσύ είσαι παιδί, το παιδί μου.
Τι λες μάνα, θα έρθεις να μείνεις μαζύ μας ολό κληρο χωράφι θα έχεις και κει να βάζεις απ όλα.
Το γα’ι’δούρι θα το έχω Βαγγέλη,,;

Εγώ ως τώρα,τον κοίταξε καλά τα μάτια. Εγώ Βαγγέλη μου με το γα’ι’δούρι, τα πρόβατα και τις αίγες, έκανα παρέα δεν τα αφήνω παιδί μου, και του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. Και Βαγγέλη μου,να μην έρχεσαι εδώ με την κούρσα να έρχεσαι με το λεωφορείο σαν όλος ο κόσμος. Από τότε ο οδηγός τον άφηνε ένα δυο χιλιόμετρα μακρυά από το χωριό.

Και θυμήθηκε μια ιστορία πως ο ξαδελφός του ο Πέτρος στο ίδιο σπίτι έμεναν δεν είχε τότε να πάει στην Παραμυθιά να δώσει εξετάσεις στο γυμνάσιο, έκατσε και έκλαιγε στον πλάτανο στο μεσοχώρι.

Τον πλησιάζει ο μπάρμπα Λάμπρος και του λέει σιουκ΄ετοιμάσου πάρε και τα γαϊδούρι να προκάμεις άει σιούκου.
– Δεν έχω είκοσι φράγκα πως να πάω;
– Και τι είναι αυτό μπροστά στα μάτια σου ζωντόβολο;
– Ένα εικοσάδραχμο ήταν μπροστά του, το πήρε πήρε και το γα’ι’δούρι και βουρ για την Παραμυθιά έφτασε μετά από πέντε ώρες.

Έδωσε εξετάσεις μπήκε έμεινε στο οικοτροφείο της Παραμυθιά έξι χρόνια και μετά για σπουδές στην Αθήνα όπου εργαζόμενος σπούδασε έφυγε για δουλειά στην Αμερική.

Έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και διευθύνων σύμβουλος μεγάλης πετρελαϊκής εταιρείας. Ένας μετανάστης που δεν χρειάσθηκε τη βοήθεια κανενός.

Που όλα αυτά τα έκανε γιατί ο Λάμπρος του έδωσε ένα εικοσάδραχμο να πάει να δώσει εξετάσεις στο γυμνάσιο…

Τώρα ο Βαγγέλης δεν είναι εδώ, το σπίτι κλειστό γέμισε χελιδρωνιές και δεν θυμίζει καθόλου το σπίτι της Αντριέσιας της αντρογυναίκας, ο Πέτρος επισκέπτεται το χωριό, έρχεται για λίγες μέρες ακουμπάει στις αναμνήσεις του,, και φεύγει γέρος πια και ήταν ο πιο μικρός. Πάει και στην Παραμυθιά ο Πέτρος γιατί από κει ξεκίνησε η μεγάλη του πορεία.

Περπατάει στους δρόμους της, ψάχνει κάποιον γνωστό μα που να τον βρει και πως να τον γνωρίσει; Χθες στο τηλέφωνο, μου μιλούσε για όλα αυτά και γελούσε μα το φαρδύ του γέλιο.
– Χα, χα, χα, Αλεξάνδρα, χα, χα, χα ..Τι λες να γράψω ένα βιβλίο με αυτά τα αρχαία.
– Θέλω να γράψω και για τις όμορφες κοπέλες που είχε το γυμνάσιο και μεις τις βλέπαμε και τις καμαρώναμε τόσο όμορφες ήταν.Χα, χα, χα, Αλεξάνδρα….
– Βέβαια ψυχή μου, βέβαια, το περιμένω το βιβλίο σου….
– Μήπως είναι αργά και δεν προλάβω;
– Θα προλάβεις ψυχή μου, μια χαρά παιδί είσαι.
– Χα, χα, χα, Αλεξάνδρα χα, χα, χα, παιδί για γκόμενες ..χα, χα, χα

Ο Βαγγέλης υπάκουσε στην μάνα του γύριζε τα χωριά με φορτηγό ή το λεωφορείο.. Έχετε δει βουλευτή να πηγαίνει στο χωριό του, έτσι χωρίς φρουρούς όπως η μάνα του του είπε;
Έλεγε ο Βαγγέλης ρε δάσκαλε η μάνα μου να με έχει μετά το γομάρι και γέλαγε ανοιχτόκαρδα.
– Με τούτα τα ζώα έζησε Βαγγέλη μου, αυτά ήταν πάντα κοντά της. Τα πρόσεχε και την πρόσεχαν.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation