Οι ιστορίες της Βάβως | Μια συνοικία, πολλές δυνατές αναμνήσεις…

Γράφει για την paramythia-online.gr  η  Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Μια πολύτεκνη οικογένεια με δέκα τρία παιδιά, εμενε στα τούρκικα στην Παραμυθιά, σε ένα σπίτι που είχε κομμάτια ορθά, κομμάτια που ήταν μισοχαλασμένα και γκρεμισμένα.  Κάθε βράδυ άκουγες τραγούδια και χαρές. Σε αυτό το σπίτι έμενε η Ελευθερία που όλοι τη φώναζαν Λευτερία. Πολλές φορές τα βράδια έβαζε στην κατσαρόλα της πέτρες να βράζουν μέχρι αποκαμωμένα τα παιδιά της να κοιμηθούν νηστικά και κείνη να τα σκεπάσει και να τα φιλάει τρυφερά.

Δίπλα όρθιο στέκονταν ένα άλλο σπίτι ίσως μικρότερο μα καλύτερο σε κατάσταση. Το ένα σπίτι το πρώτο ήταν διπλό. Στο μισό έμενε μια άλλη οικογένεια. Στο από πάνω η οικογένεια της Λευτερίας με τα δέκα τρία παιδιά. Το δωδέκατο το είχε βαφτίσει δι΄αντιπροσώπου ο Βασιλέας.

Πόσο περήφανη ήταν για τούτη την κουμπαριά. Πολλές φορές έλεγε εγώ είμαι κουμπάρα του βασιλέα. Ο άνδρας της ήταν ασθενικός και στο επάγγελμα σιδεράς, μα πως να δούλευε; Η φυματίωση του έτρωγε τα πνευμόνια. Έμεναν τα βράδια πολλές φορές χωρίς ούτε μια μπουκιά ψωμί, πως να χορτάσουν δέκα πέντε στόματα;

Στο πλαϊνό σπίτι η κατάσταση ήταν καλή, ήθελαν να βοηθήσουν, μα πως να βοηθήσεις και με τι; Στο ίδιο οικόπεδο έστεκε σαραβαλιασμένο ένα σπίτι δίπατο, έμοιαζε με αρχοντικό. Εκεί έμενε μια χήρα με πέντε παιδιά. Τέσσερεις κοπέλες και ένα αγόρι. Η μάνα έκανε την καθαρίστρια στην χωροφυλακή και τη μαμή. Τα παιδιά ήταν μικρά.

Είχε έρθει στην Παραμυθιά από τη Λάκκα Σούλι. Εκείνη έκανε ότι μπορούσε να τα ζήσει, ήταν μια αδύνατη γυναικούλα, πότε καθαρίστρια, πότε μαμή. Κάτω από το σπίτι ήταν μια τεράστια ελιά λες και αιώνες πολλούς ζούσε και έκρυβε στη σιωπή της την ιστορία της πόλης μας. Ψηλή, με κορμό θεόρατο, λες και ήταν από τους χρόνους του άρχοντα Ανδρόνικου.

Λίγο πιο κάτω, πάνω από το ελαιοτριβείο ήταν δυο τζαναριές, μια κόκκινη με τραγανό καρπό, και μια κίτρινη. Όταν ήταν άγουρα τα τρώγαμε και ξυνίζαμε το μούτρο μας. Τα δεκατρία παιδιά της Λευτερίας αγωνίζονταν και κείνα με τη μάνα τους. Μα η Λευτερία ζούσε σε έναν ψεύτικο κόσμο. Τα παιδιά όμως, από τα επτά τους χρόνια στη δουλειά, σε θελήματα σε ότι τα φώναζαν.

Άλλο στο σιδεράδικο, άλλο έδω, άλλο εκεί, για μια φρατζόλα ψωμί και ελιές για να το πάνε στο σπίτι. Αυτά έτρωγαν εκεί που δούλευαν. Η Κατίνα η μεγάλη κόρη ξενόπλενε να βοηθήσει το σπίτι, τον πατέρα της και τα αδέλφια της. θα έτρωγε εκεί,εκεί, που έτρωγε τα χεράκια της μέσα στη στάχτη τη φωτιά και τη μπουγάδα.Νόμιζες πως δεν είχε ζωή, πως δεν έκανε όνειρα. Μα πολλές φορές χαμογελούσε και το μελαχρινό πρόσωπό της έλαμπε.

Πάνω από τα σπίτια αυτά στην ανηφόρα ήταν το σπίτι του παππού μας με το περβολάκι του, «η πέμπτη ιδιοκτησία της Παραμυθιάς» έτσι γράφουν τα συμβόλαια. Ένα μικρό κομμάτι αυτής της ιδιοκτησίας έχω εγώ με τον αδελφό μου το Φάνη.Κάτω από το περβολάκι του παππού μας ήταν το σπίτι του στρατιωτικού Νικο Κωστάκη. Είχε τέσσερα παιδιά αν δεν κάνω λάθος τα δυο αγόρια και δυο πολύ όμορφες κοπέλες. Εκεί στο μικρό κομμάτι που εγώ είχα τον παράδεισό μου, τη μεγάλη και τη μικρή πέτρα, υπήρχε ένα μυστικό. Ένα μυστικό που ποτέ δεν το έμαθα. Όλο ψου και ψου ήταν. Εκεί ήταν βούζα και κανένας δεν το ξεχέρσωσε να το κάνει κήπο. Εκεί όταν περνάγαμε ήταν μια πολύ μεγάλη ανηφόρα με μια συκιά και στις πέτρες, εκεί στα τέλη του Φλεβάρη αρχές Μάρτη γέμιζε σαφράν που το μαζεύαμε με προσοχή. Κιτρίνιζε το πλάι από τα κίτρινα κρινάκια και το λεπτό άρωμα τους.

Στον μικρό χώρο σε ένα μικρό κομμάτι της γης έξω από το περβολάκι μας, που ήταν δικό μας, ο παππούς μου σαν γεννήθηκα, φύτεψε δέκα πέντε κυπαρίσσια. Και αυτά μεγάλωναν και θέριευαν πράσινα και δυνατά. Το νερό της βρυσοπούλας κυλούσε μέσα από το μικρό κομμάτι της γης μας και πότιζε την κρασάτη ροδιά, τη συκιά μας τη δίφορη, που τα πρώτα άσπρα μεγάλα σύκα της τα ωρίμαζε τον Ιούνιο και δεύτερα τον Αύγουστο, καινούρια πιο μικρά. Εκεί και δυο όμορφες αμυγδαλιές μαζί με μια συκιά βεργωτή. Και μέσα φυτεύαμε αντίδια, ραδίκια, λάπατα, μπαζιά. Στον μέσα κήπο βάζαμε από όλα. Εδώ όμως με το νερό της βρυσοπούλας ποτίζονταν συνέχεια και έτσι είχε πάντα τρυφερά χόρτα για σαλάτες ή φρικασέ.

Από πάνω ήταν η βρυσοπούλα πέτρινη όμορφη, και ο πλάτανος με την τεράστια κουφάλα του, που μέσα παίζαμε σαν τα αγριμάκια. Η βρύση το νερό οι πέτρες ήταν το ιδανικό μου, για τόπος κατοικίας. Σκαρφαλώναμε στις πέτρες, τίποτε δεν μας φόβιζε. Στην άκρη στο χάλασμα δίπλα από τη μεγάλη πέτρα, έχτιζαν τη φωλιά τους μια οικογένεια πελαργών. Αυτή ήταν η έξω γειτονιά μας, η γειτονιά που έμενε ο παππούς μας.
Εμείς μείναμε λίγο καιρό στου Σαλή Αφούζ. Το σπίτι κράταγε γερά αν και πολλά κομμάτια του ήταν γκρεμισμένα. Έμοιαζε με κάστρο, ένα κάστρο θλιβερό, είχαν πέσει πολλές γωνιές του. Γύρω γύρω είχε χαλάσματα. Το ομόρφαιναν όμως τα λουλούδια και τα ασβεστωμένα πρεβάζια και οι σκάλες.

Σε τούτη τη γειτονιά ήταν περισσότεροι οι κάτοικοι και πολλοί ήταν μεταξύ τους συγγενείς. Εδώ έμενε και η Ασιγέ Σαντίκ Αράπ που εργάζονταν στο σχολείο κλητήρας. Φορούσε τα πολύχρωμα ντουμάνια της και φίλαγε μέσα στο σεντούκι της ένα χρυσοκεντημένο ρούχο, καζάκα μακρυά να το πω, παλτό να το πω, χωρίς μανίκια, που μου το έδινε να το φορέσω και μου έλεγε πως μου πάει. Τα κράταγε για την κόρη της όταν θα γύριζε. Πάντα είχε την ελπίδα πως θα γύριζε, πως θα την έβλεπε ξανά.

Τα κυπαρίσσια μου, αυτά, που τα φύτεψε ο παππούς μου, θα τα χρησιμοποιούσαν για τις γρεντές του σπιτιού μου όταν μεγάλωνα. Μεγάλωσαν πολύ τα κυπαρίσσια μου, χόνδρυνε ο κορμός τους, ψήλωσαν.. Έγιναν θεριά, που στα πυκνά κλαριά τους, φώλιαζαν χιλιάδες σπουργήτες και σουσουράδες.. Εγώ έμεινα μια στάλα, μα τι σημασία είχε; Ο παππούς έλεγε πως θα μου κάνουν ένα μικρό σπίτι να μην έχω πολλές δουλειές

Κάποτε φύγαμε από την πόλη μας. Έφυγε και ο παππούς, η γιαγιά και γω πήγαινα μονάχα να δω τις αναμνήσεις μου. Βλέπονται οι αναμνήσεις; Σας ορκίζομαι πως βλέπονται. Γυρίζοντας ύστερα από πολλά χρόνια, κάποιο Καλοκαίρι, δεν βρήκα τα κυπαρίσσια μου. Αν μου ξερίζωναν την καρδιά θα πονούσα λιγότερο. Έκλαψα, ο Χρήστος τάχασε, καλά θα φυτέψουμε άλλα αν θες. Τα είχαν κόψει, χωρίς να με ρωτήσουν. Ούτε ένα συγνώμη, μα άκουσα φωνές, λες και κείνα έφταιγαν που άντεξαν που μεγάλωσαν και έστεκαν περήφανα. Ήταν μια όαση αυτά τα υπέροχα κυπαρίσσια, η πέτρα, ο πλάτανος, η βρύση, μαγικό παραμυθένιο μέρος.

Δεν έχει σημασία τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, ίσως και να μην το ανέφερα ποτέ. Ο πόνος για τη βλασφημια στο έργο του Θεού, με πείραξε τότε. Έκοψαν ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Κάπου στα ντεφτέρια της αστυνομίας υπάρχει μια καταγγελία χωρίς σημασία πια. Εκείνη τη χρονιά βρήκα στο πεζούλι να κάθεται μόνη της η Λευτερία.

– Τι κάνετε τη ρώτησα.
– Καλά, η μάνα σου πως είναι;
– Καλά είναι, τι βλέπω της είπα, πλέκεις;;
Στα χέρια της κρατούσε ένα πλεκτό πολύ ωραίο.
– Γιατί σου κάνει εντύπωση;
– Να δεν σας είχα δει ποτέ παλιά να πλέχετε.
– Πως να με έβλεπες; Είχα τότε χρήματα για κλωστές; Κι αν έπλεκα ξένα ποιος θα τα αγόραζε από μένα; Τώρα έχω δυο συντάξεις, γεροντικά και πολύτεκνα.
– Συγνώμη απλώς δεν σας είχα δει να πλέκετε, δικαιολογήθηκα.
– βέβαια, εσύ δεν ξέρεις, μήτε τη ζωή, μήτε τους καημούς της, δεν έμοιασες της μάνας σου.
Την χαιρέτησα και έφυγα προς τα κάτω, ο δρόμος είχε αλλάξει είχαν γίνει οι χωματόδρομοι τσιμέντα, μα τσιμέντα έγιναν και τα ωραία μας γκαλντερίμια.

Πήγα στη γειτονιά μας, στου Σαλή Αφούζ. Ούτε αυτή η γειτονιά ήταν ίδια. Ανέβηκα στο σπίτι που μέναμε, στο δωμάτιό μου είχαν ένα καθιστικό. Στο μέρος που βάζαμε τη στάμνα με το νερό ήταν μια γλάστρα με βασιλικό. Και οι άνθρωποι άγνωστοι. Έφυγα σιωπηλά. Καθήστε μου είπαν. Δεν είχε νόημα. Τα παράθυρα είχαν ακόμα τις σιδεριές και μου φάνηκαν θλιβερά μικρά και πένθιμα. Εκεί που ήταν το ραδιόφωνο μας ήταν ένα σερβάν…

Δεν μπήκα καν στο κάτω σπίτι ούτε στα πάνω δωμάτια, οι μνήμες μου δεν είχαν να κάνουν με τα ντουβάρια μα με τους ανθρώπους και από τους ανθρώπους ελάχιστοι έμαθα πως ήταν,και ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Κατέβηκα σιγά σιγά τα απότομα κατηφορικά γκαλντερίμια μετά τη μπουρίμα, έστριψα κατά το παζάρι. Έκατσα κάτω από το κτίριο της οικοκυρικής σχολής, δεν γνώριζα αν ήταν ανοιχτή. Άνοιγε το Φθινόπωρο; Ποιον να ρωτούσα.

Ήμουν πολύ λυπημένη. Από τα λίγα χρόνια της πόλης που εγώ γνώριζα, από τα χαρακτηριστικά της λίγα έμειναν ίδια, ελάχιστα. Ο πολιτισμός αχ αυτός ο πολιτισμός… ήταν παντού. Εκείνο το σοκάκι που παλιά περνούσα να πάω στο μαγαζί του παππού μου έμεινε ίδιο, ο πλάτανος με το χασάπικο στη γωνία, το μαγαζί του Βασίλη του Δραγουμίτη, κάτω μέχρι το πηγάδι, εκεί στην αγορά, μόνο εκεί ήταν η πόλη μας ωραία, ίδια ευτυχώς, μόνο εκεί στο παζάρι δεν έγιναν αλλαγές, εκεί η πόλη έμεινε ίδια, κρατώντας κάτι από την παλιά της αρχοντιά, από την παλιά της ζωή..

Όταν πήγα στο σπίτι μας στο χωριό κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ο άντρας μου με κοίταξε παράξενα.
-Σου συμβαίνει κάτι;
-Όχι, γιατί;
-Νόμιζα πως δεν σου αρέσει να στέκεις στον καθρέφτη.
-Αλήθεια είναι. Μα κοιτάζω να δω, τι έμεινε κι από μένα;

Γέλασε με κείνο το γέλιο του το πλατύ. Τίποτε δεν άλλαξε, μια χαρά είσαι. Πως να του πω, πως ύστερα από αυτό το ταξίδι δεν θα περνούσα ποτέ ξανά από τα μέρη των αναμνήσεών μου. Τα συντρίμμια των σπιτιών, τα κομμένα κυπαρίσσια, ο κουτσουρεμένος πλάτανος που μόνο την κουφάλα του είχαν αφήσει και λίγα κλαδιά, ίσα ίσα που πάσχιζαν να θυμίζουν τον παλιό μεγάλο πλάτανο μας. Μα δίπλα ένα νιο βλαστάρι έδωσε θραψερό- θραψερό, και ψήλωσε και σκίασε την πέτρα. Εκεί που ήταν τα κυπαρίσσια και τα δένδρα, σήμερα υπάρχουν βάτα, πολλά βάτα, μα οι πέτρες στέκουν ακόμα, γλύτωσαν από την οργή της μπουλντόζας. Στα σπίτια γύρω, δεν ξέρω ποιος μένει, ούτε δίπλα ούτε παραδίπλα. Έτσι πέρασα σιωπηλά, στον αληθινό χρόνο.
Άρχισα να μαζεύω κομμάτι- κομμάτι τη ζωή μας σε χαρτιά, πότε χειρόγραφα, πότε στη μηχανή και τώρα στον υπολογιστή.

Από τα τετράδια, τη μελάνη την πένα τον κοντυλοφόρο, και το στυπόχαρτο, στο μπίκ και μετά στη γραφομηχανή και τώρα στον υπολογιστή. Αλλαγές χωρίς νόημα. Πολιτισμός…. Στη θέση της ξύλινης σκάφης με το ξύλο το τρίγωνο το γραμμωτό πήρε το πλυντήριο αυτό ήταν καλό και πολλά άλλα ήταν καλά. Όμως υπήρχαν αλλαγές που πλήγωναν την πόλη μας. Όλα άλλαξαν, το μόνο που έμεινε ίδιο, είναι η λαχτάρα, το πάθος για τις μνήμες μου αυτές, που με κρατάν σε εγρήγορση.

Παραμυθιά μου, πόλη μου, γνώρισα μέρη πολλά, πόλεις, νησιά, χωριά που λεν παράδεισους, πόλεις που λεν μαγικές, βουνά, ποτάμια, όμως για μένα, είσαι η πόλη που αγάπησα στη ζωή μου, η πόλη που νοσταλγώ, που αγαπώ, με τα υπέροχα μικρά χωριά σου, το χωριό μας η Κρυσταλλοπηγή, το βουνό μας Χιονίστρα και Γκορύλας, τα χωριά μας, Παγκράτες, Ζερβοχώρι, Ραχούλι, Καρυώτι, Βέλλιανη χάλασμα, που εγώ σε κείνα τα μέρη έμαθα να παίζω σχοινάκι και κουτσό, πεντόβολα και χορό, ρόκα με σφοντύλι, πλέξιμο.

Στο ποτάμι σου ψάρευα με ένα δίχτυ, ή στα σουλπί. Στις λυγαριές σου και στα βάτα σου είδα τα τρυποκάρυδα που είναι τόσο μικρά που χωράν μέσα σε ένα καρύδι.

Σήμερα ο δρόμος της μνήμης με έφερε στα δύσκολα, τα πολύ δύσκολά, αυτά που οι άνθρωποι θέλουν να ξεχνούν. Το θάνατο. Χρόνια δεν περνάω μπροστά από το μαγαζί του παππού μου, γιατί αν περάσω και δω εκεί άλλον, θα πω πως ο παππούς μου, με γέλασε. Ο παππούς μου πέθανε.

Όλα πεθαίνουν και τούτες οι γραμμές που γράφονται στην Παραμυθιά, για την Παραμυθιά είναι σαν ταμπέλες στους χώρους τους αρχαιολογικούς στους χώρους της αιωνιότητας. Παραμυθιά μου, παραμυθένια…

Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως από εδω

H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμάείναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation