Ιστορίες της Βάβως | Εκλογές 1981 στη Παραμυθιά. Τα χρωματιστά καφενεία και οι στάνες με τις αφίσες

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Τότε ψηφίζαμε από την οικογένεια επτά μέλη στην Παραμυθιά και τρεις στο Πολύδωρο στο νομό Ιωαννίνων. Και μιλώ για τους ομοϊδεάτες. Γιατί στην οικογένεια είχαμε και τους άλλους, που μας έλεγαν πως δεν ξέρουμε τι ψηφίζουμε. Και μεις οι απο δω, τους λέγαμε τα ίδια όπως κάνουν τα παιδιά στο παιχνίδι, σαν καρμπόν. Εσείς. Όχι εσείς.

Ο Καραμανλής νομιμοποίησε το ΚΚΕ τους λέγαμε, έβαλε στη φυλακή τους αξιωματικούς έφερε ομόνοια στο λαό. Που την είδαν που την είδαμαν;

Ο Ανδρέας είναι μορφή είναι οικονομολόγος στην Αμερική, είναι κλπ κλπ. Και έβαλαν στα σπίτια τους σε φωτογραφίες, σε σήματα, σε μπρελόκ, τον Ανδρέα και το Καραμανλή. Αυτοί μπήκαν σε όλα τα σπίτια. Ακόμη και σε αυτά που δεν μπήκε ο Χριστός μας.

Τα πούλμαν που έβαζαν τα κόμματα ήταν πολλά. Εμείς αποφασίσαμε να ανεβούμε όλοι μαζί με δυο ΙΧ ώστε να έχουμε χρόνο να γυρίσουμε την περιοχή. Μέσα στα δέκα άτομα είχαμε μια πρόεδρο γυναικών της ΝΔ. Έναν πρόεδρο Νομαρχιακής επιτροπής στη ΝΔ και έναν πρόεδρο τοπικής οργάνωσης. Τις σημαίες του κόμματος μαζί με τις Ελληνικές τις βάλαμε στο αυτοκίνητο κρυμμένες.

Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι μπαρμπάδες μου, που ήταν με τον Ανδρέα. Είχαμε και άλλες μειοψηφίες. Ο Σωκράτης ΚΚΕ και ο μικρός ο Παύλος ΚΚΕ -ΜΛ

Τότε εκείνον τον καιρό και για πολλά χρόνια ακόμη είχαμε έναν παράξενο εμφύλιο. Όπως στο Βυζάντιο τότε , έτσι και μεις τώρα είχαμε πράσινους και μπλε. Η θεία μου η Αριστέα τα έβαζε με τη μάνα μου που δεν κάθουνταν γριά γυναίκα στα αυγά της, μόνο ήθελε στα γεράματα και προεδριλίκι.

Η μάνα μου της απαντούσε πως τόσα ξέρει, τόσα λέει. Αν είχες κότσια δεν θα κρύβουσαν πίσω αλλά θα έβγαινες μπροστά. Ήταν μια ωραία ατμόσφαιρα. Η θεία μου μια πολύ ωραία γυναίκα που εργάζονταν ταμίας στα πρακτορεία έλεγε πως θα βγει ο Ανδρέας και θα σκάει η μάνα μου που θα ήταν με τους χαμένους.

Εμείς ήρθαμε στην Παραμυθιά γρηγορότερα, να κάνουμε το έργο μας, να κάτσουμε και λίγο στην Παραμυθιά, πήραμε και πέντε μέρες από την κανονική μας άδεια και πριν τις εκλογές φθάσαμε στην Παραμυθιά. Χαρές οι δικοί μας, δικοί μας λέγαμε για τους Νεοδημοκράτες οι νεοδημοκράτες και για τους Πασόκους οι πασόκοι, λες και οι άλλοι ήτανε ξένοι. Μούτρα οι δημοκράτες γιατί εμείς της ΝΔ ήμασταν μαύρα σκυλιά.

Και να δεις και τη βάβω Λένη να μιλάει υπέρ του Καραμανλή, και να λέει του θείου μας του Σωκράτη, πως αυτή με το δεξί χέρι κάνει σταυρό με το δεξί τρώει, δεξιά θα ψηφίσει. Θα έρθω να σε πάρω να πάμε να ψηφίσουμε της έλεγε ο θείος μου ο Σωκράτης, όμως η γιαγιά βράχος. Εγώ θα πάω με την αγγονιά μου, ή με το Βασίλη μη περάσεις. Πέρναγε για πολλά χρόνια, μπας έστω και μια φορά ψηφίσει και τον Ανδρέα, μα η γιαγιά πιστή στον παππού μας. Βέβαια ο παππούς μας ψήφιζε Βενιζέλο, κέντρο και από τους βουλευτές τον Πανούρη.

Έτσι στην Παραμυθιά η μάνα μου έκανε τις γύρες δεν άφησε αδερφοποιτή για αδερφοποιτή, ξαδέλφια, κουμπάροι δεν της γλύτωσε κανένας.
Όμως κάτι την έτρωγε κάτι ήθελε να κάνει ακόμα. Ήθελε να βάλει και κείνη τις σημαίες. Βλέπει η μάνα μου όλους να κυκλοφορούν με τις σημαίες στα παράθυρα των αυτοκινήτων, και τρωγουνταν,’οχι δεν είχαν τις Ελληνικές μα τον πράσινο ήλιο ή τη φλόγα της ΝΔ και το σφυροδρέπανο του ΚΚΕ.
Ήταν και το Κέντρο Εκεί στην πόλη γεμάτο κόσμο και γεμάτο σημαίες. Να δεις κάτι σαν Ολυμπιακός Παναθηναϊκός. Εκεί μας βρήκε ένα φίλος μας και συμπέθερος ο Ζαχαριάς,, που το φορτηγό του ήταν γεμάτο σημαίες της ΝΔ και Ελληνικές, λέει στη μάνα μου.
– Μου είπαν ότι είσαι και προεδρίνα.
– Είμαι του λέει η μάνα μου και απαιτεί να γεμίσουν και τα δικά μας αυτοκίνητα με σημαίες ΝΔ και Ελληνικές, και μπροστά το φορτηγό, πίσω δυο τρία άλλα και πιο πίσω τα δυο τα δικά μας κορνάροντας πήγαιναν όπου πήγαινε ο Ζαχαριάς που τώρα όπως και οι πιο πολλοί είναι αείμνηστοι.

Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας της άλλης πλευράς. Πράσινοι και μπλε. Ένα παζάρι με τα λάβαρα των κομμάτων που έφερναν διχασμό. Χαρτί, πλαστικό, όλα στην υπηρεσία των εκλογών. Το Σάββατο πριν τις εκλογές μπροστά από τη Γαρδένια που ήμασταν σταματημένοι μάλλον για καφέ, βλέπουμε τον παπα Κολιούση από τη Βερενίκη.
– Δάσκαλέ μου δάσκαλε μου σοβαρέ μου και κοντέ μου, αρχίζει να απαγγέλει ποιήματα. Σταματάει για μια στιγμή.
– Τι έπαθες παπά μου [νομίζω πως τον έλεγαν παπα Γιώργη,] γιατί σταμάτησες;

Και ο παπάς με πάθος. Με έχει πιάσει μια μανία για να δω τη Βιργινία. Βιργινία ήταν η μάνα μου. Βγαίνει η μάνα μου και αρχίζουν τις αγκαλιές και να τις κουβέντες και να το τι περάσαμαν… Ξαφνικά αρχίζουν να τραγουδάν όλοι μαζί το Ζέρβα. Βρε καλοί μου πάμε να φύγουμε.
– Παπά μου και συ;
– Ήμουν και γω εκεί, διπλα μας ήρωες πολλοί…….
– Πάνε αυτά παπά μου, πέρασαν.
– Βρε χρυσά μου παιδιά πάμε σπίτι μας και τραγουδάτε όσο θέλετε.
– Αυτοί μου είπε με άγριο βλέμμα η μάνα μου, μας τάραξαν στον ήλιο, όλο θα σας….. τον ήλιο. οι άλλοι στα άρματα στα άρματα εμπρός στον αγώνα, έ και μεις θα τραγουδήσουμε το Ζέρβα όσο θέλουμε..
– Βρε μπαμπάκα μου,,,, εμείς,,,, πάμε σπίτι μας,,,,, και τα τραγουδάμε εκεί.
– Εδώ είχαμε όμως είχαμε να κάνουμε με την επανάσταση της Βιργινίας.

Και βάζουν κασέτες στα κασετόφωνα τότε δεν είχανε σι-ντι και δισκέτες, Μπήκαμε στα αυτοκίνητα μπας και πάμε στο σπίτι μας να χαρούμε και να μην γινόμαστε και ρεζίλι Όποιος το είπε αυτό να πάει μόνος του στο σπίτι, φώναξε ο δικός μου, που ήταν πρόεδρος νομαρχιακής της ΝΔ.. Δεν με μαρτύρησε κανένας.

Ρεζίλι; Γιατί; Και ούτε έχουμε πιει κανένας και ούτε έχουμε κανέναν ξεβράκωτο. Πήγαμε ως το Καρυώτι, γυρίσαμε κάναμε τον κύκλο του παζαριού και αφού πήραμε τρεις κούτες σουβλάκια και δυο κούτες πάστες πήγαμε για το σπίτι. Τι να σας πω ήμασταν όλες πολύ καλές νοικοκυρές… δεν αφήσαμε μία να κάνει ένα φαγάκι… άστα. Εκεί μπουκωμένοι με τα σουβλάκια και τις πίτες που είχαμε, τρώγαμε, πίναμε, [εγώ δεν πίνω ποτέ μόνο νερό.] και τραγουδάγαμε το Ζέρβα και το έχω μια αδελφή…. μα όλοι έκαναν το ίδιο, εμείς απλώς ήμασταν λίγο πιο τρελοί. Μη το πείτε της θείας μου της Γεωργίτσας και θυμώσει που κατηγορώ το σόι μας. Και περιμέναμε να πάμε να ψηφίσουμε κουβεντιάζοντας και λέγοντας ανέκδοτα.

Την Κυριακή το πρωί πρωί γύρω στις στις επτά ήρθε ένας ανηψιός μας.
– Θείε είπε στο άνδρα μου να φύγετε σήμερα το απόγευμα.
– Γιατί του λέει η μάνα μου, έχουμε άδεια θα κάτσουμε να γιορτάσουμε.
– Εγώ σας λέω να φύγετε, δεν πρόκειται να βγει η ΝΔ και καλό είναι να είστε σπίτι σας για τα αποτελέσματα. Επειδή ο Γιάννης είναι πολύ σοβαρός κύριος και όχι τρελοπαντιέρας τον ακούσαμε. Και φύγαμε αφού ψηφίσαμε το πρωί. Δεν πήγαμε καν στην εκκλησία. Η μάνα μου μουρμούριζε σιγά μην οι Έλληνες βγάλουν τον Ανδρέα. Και οι Έλληνες έβγαλαν τον Ανδρέα και χαρές η θεία μου η Αριστέα. Και πίκρα η μάνα μου. Ξανάρθαμε στο χωριό πολλές φορές με τις σημαίες μας, τις κονκάρδες μας, και με τα συνθήματά μας.

Στα χωριά μας τα καφενεία γίνανε μπλε και πράσινα. Ο Νίκος, ένας φίλος μας, έκοψε την κληματαριά της αυλής του, μια υπέροχη κληματαριά, που όλο το Καλοκαίρι πίναμε στη δροσιά της τον καφέ μας, δεν ήθελε να τη βλέπει έλεγε δεν μπορούσε το πράσινο.. Και η κληματαριά είχε χρώμα πράσινο. Στα σπίτια έβαλαν αφίσες μέχρι και στα κοτέτσια και στα αχούρια.

Να δεις τον Ανδρέα και τον Καραμανλή να ποζάρουν κολλημένοι στις λιασόπορτες στο αχούρι με τα βόδια τι να σου πω. Να βλέπουν τα γίδια στην πόρτα κολλημένη τη φωτογραφία του Ανδρέα ή του Καραμανκή και να τσιτώνουν τα πόδια τους να μη θέλουν να μπουν στο μαντρί.

Και βγήκε ο Ανδρέας. Και όλο καφέ επινε η μάνα μου που δεν το πήρε απόφαση. Και σκάνιαζε η μάνα μου και χαίρουνταν η θεία μου η Αριστέα.
Έβαλε ο Ανδρέας στο Δημόσιο χωρίς διαγωνισμούς όλους τους αφισοκολλητές , μη νομίζεται πως όταν ήρθε η ΝΔ ήταν καλύτερη, απλώς ο Ανδρέας δε είχε αφήσει θέσεις. Απο κείνη τη χρονιά πολλά άλλαξαν στον τόπο. Στις εκλογές πάντα μέχρι το θάνατο των γονιών μου ψηφίζανε στην Παραμυθιά εγώ στο Πολύδωρο στο χωριό του άνδρα μου.

Όταν πέθανε και η μάνα μας ένας ένας πήραμε τα δικαιώματά μας στα μέρη που ζούμε, εδώ [στην Παραμυθιά ] μένει μόνο ο Δημήτρης, που άφησε την Αθήνα και έγινε μόνιμο μέλος της Παραμυθιάς και ένας πολύ καλός αγρότης. Θεωρώ τα χρόνια εκείνα τα χειρότερα χρόνια για τον πολιτισμό μας. Δεν υπήρχε διάλογος παρά αντεγκλήσεις και ύβρεις. Αυτό έγινε και τώρα, από το Γενάρη μεχρι σήμερα. Λες και δεν ήταν ένα το χωριό, λες και δεν ήταν συγγενείς, φίλοι, γείτονες. Εύχομαι να μη ξανάρθουν αυτά ποτέ, γιατί η κακοδαιμονία του τόπου μας είναι ο διχασμός.

Όμως όλη αυτή τη τρέλα, το γιορτάσι, κάπου κάπου το σκέπτομαι με αγάπη και το αναπολώ. Οι αναμνήσεις με πνίγουν, να δεις τη μάνα μου να μιλάει στα συνέδρια της ΝΔ. Περήφανη καλοντυμένη με τις νταντέλες της και όλο να μου λέει. Ντύσου λίγο, γίνε κυρία. Και να μου δίνει οδηγίες τι να της γράψω στο λόγο που θα έβγαζε. Λίγα να μου γράψεις και καλά, λίγα να τα μάθω απ΄έξω δεν θέλω να διαβάζω από μέσα. Μα αφού και οι άλλοι έχουν χαρτιά. Εγώ δεν θέλω να διαβάζω να μπερδέψω και καμιά γραμμή να γελάει ο κόσμος.

Αυτά μέχρι που έφυγε ο Ανδρέας και ήρθαν άλλοι στην πολιτική. Μα οι πολιτικοί γνωρίζουν καλά πως να εξάπτουν τα πάθη και πως να κρατούν το ποίμνιο στη στρούγκα.

Και σας γράφω αλήθεια και την κληματαριά έκοψε ο Νίκος, και οι κατσίκες τις Βασίλως δεν έμπαιναν στο μαντρί και φώναξε τον αξάδερφό της, που τις είχε κολλήσει τις αφίσες, να τις βγάλει. Έλα ωρέ διάολε να τον βγάλεις σκιάθκαν οι αίγες μου δεν μπαίνουν μέσα στο μαντρί. Μωρέ γιατί τις έβαλες στο μαντρί αφού οι αίγες μου δεν ψηφίζουν.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation