Οι ιστοριες της Βάβως | Η μάχη της σκάλας Παραμυθιάς μέσα από την πένα του Βασίλειου Παυλίδη

Γράφει για την paramythia-online.gr Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

Σήμερα με αφορμή την επέτειο της απελευθέρωσης της Παραμυθιάς στους Βαλκανικούς πολεμους στις 23 Φλεβάρη του 1913, οι ιστορίες της βάβως, θα παρουσιάσει το ιστορικό της μάχης της Σκάλας της Παραμυθιάς, μέσα από την πένα του Βασίλειου Παυλίδη*

Νύχτα σκοτεινή. Στων αστεριών το φως, ίσκιοι ανάεροι οι αντάρτες, γλυστρούν και πιάνουν θέσεις για την εξόρμηση. Τα τσαρούχια και τα άρβυλα βγαλμένα, ο κρότος να μην προδώσει. Ψίθυρος κανείς. Και την ανάσα τους ακόμα κρατούν μην καταλάβουν οι τούρκοι.

Κάθενας προχωρεί σιγανά σιγανά, αυτόματα για τη θέση που του ώρισαν. Κυματάκια μικρά ξεκινούν από τα χωριά να ενωθούν με το στρατό του Κρεμμύδα, τους κρητικούς,και τους φαντάρους που έστειλε ο Μαλάμος,που η Ελεύθερη πατρίδα, τώρα, με του πολέμου την κήρυξη,διώρισε επόπτη των επαναστατημένων ηπειρωτών μαχητών.

Οι καρδιές χτυπούν δυνατά,τακ, τακ, τακ.Τετρακοσίων ογδόντα δύο ετών παθήματα, καημοί και πόνοι, πέντε αιώνων λογαριασμοί με τους τούρκους απόψε θα λυθούν. Τακ, τακ,ρολόι το στήθος του κάθενός.

Πάει πια το σκυμμένο κεφάλι, πάει ο φόβος, πάνε οι προσβολές και των γυναικών οι ατιμώσεις. Πάει η κλωτσιά και ο βούρδουλας του αγά.Ξανανοιωμένοι όλοι, είναι εθελοντές, στρατιώτες του χριστιανού βασιλιά, στης πατρίδας το μυστικό προσκλητήριο παρόντες. Έγιναν το κύμα που θα συντρίψει το βράχο. Και τούτη τη στιγμή, βράχος μπροστά τους είναι ο τούρκικος στρατός, που κρατεί το κάστρο του Λευτροχωριού,το χωριό το Λευτροχώρι τη Ράχη και όλη την πλαγιά από τον Αηλιά ως το Μελίσσι Περιμένουν οι τούρκοι.

Κάτι έμαθαν για των ραγιάδων τα καμώματα. Μα που θα παν; Του σουλτάνου το ασκέρι θα τους κάνει λυώμα Τι κι αν πήρε ο Ελληνικός στρατός τη Φιλιππιάδα; Και άλλη φορά έφτασε ως τα Πέντε Πηγάδια, δεκα -πέντε χρόνια πριν μα το μισοφέγγαρο έκανε το Σταυρό να μην ξέρει πούθε να φύγει. Έτσι και τώρα ξεσηκώνονται οι ρωμηοί μα που θα παν το κεφάλι τους θα φαν.Από χθες τετρακόσιοι αρβανίτες χωριάτες οπλισμένοι ήρθαν να παρασταθούν στης τουρκιάς το ασκέρι.Παραμυθιώτες, Καρβουναρίτες, από τη Δραγουμή, το Καμίνι,τα χωριά της Γκρόπας, μόνο οι Προνοιάτες έλειψαν στου μισοφέγγαρου την ανάγκη. Νύχτα, ησυχία. Κοντεύουν χαράματα.

Τα πρώτα κρύα άρχισαν να τσούζουν,οι σούδες των βουνών, που ψηλά και απότομα κοντεύουν να κλείσουν το στενό, φτάνουν παγωμένου αέρα ριπές. Ξαφνικά μια λάμψη φαίνεται κατά τις βίγλες, κοντά δεύτερη και με μιας όλη η ράχη γεμίζει αστεράκια που σβήνουν. Βροντές ακολουθούν του ντουφεκιού τη φλόγα. Αναταράζονται οι τουρκαλάδες στο κάστρο, στο χωριό, στις πλαγιές. Οι ραγιάδες τόλμησαν να χτυπήσουν. Φίδι κολοβό που θα τους φάει…..

Μα να και άλλες λάμψεις από τα βούθνα και τις Λιμνιούλες. Σελλιανίτες και κρητικοι με τον Ντεληγιαννάκη μπροστά χτυπούν το αριστερό των τουρκαλβανών. Κι αμέτρητοι κρότοι βροντεροί ακολουθούν τις φωτιές, προσταγή της λευτεριάς, η σκλαβιά να φύγει.Οι τούρκοι σαστίζουν προς στιγμή, μα συνέρχονται και απαντούν σταθερά.Μα να και άλλες λάμψεις προς του Καραντζά,από τα ΄’ελατα πάνω από το χωριό,την πλαγιά που κατεβαίνει κατά τη Σκαλοπούλα, από την ίδια τη Σκαλοπούλα.

Από παντού ένα πέταλο φωτιάς. Καυτερό μολύβι σα χαλάζι πυκνό, πέφτει στων τουρκών τις θέσεις. Μα και από κει, έρχεται σταθερή η πύρινη απάντηση. Οι θέσεις των τούρκων είναι φυσικά οχυρά και αιώνες τώρα όποιος τις κρατάει έχει του χεριού του όλη τη γύρω περιοχή. Και οι τούρκοι έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, πιστεύουν στη νίκη τους.

Πέρασε κάμποση ώρα, χάραξε για καλά. Ο Κουτούπης έχει διώξει τους εχθρούς από τις θέσεις που κρατούσαν πάνω από το χωριό. Ο Καράς πλάι του, πιάνει τη Σκαλοπούλα και οι δυο μαζύ προσπαθούν να τους διώξουν από τα σπίτια του χωριού.- Από τις Βίγλες ο Παπαδημήτρης και ο Γρηγόρη Μάρκος ορθώνονται και ξεχύνονται κατά το κάστρο. Διακόσιοι επαναστάτες και στρατιώτες ακολουθούν, ενώ άλλοι τους υποστηρίζουν, στέλνοντας φωτιά στων τουρκών τις θέσεις. Μα καρφώνονται στην πλαγιά από τις τουρκικές χειροβομβίδες.- Σελλιανίτες και κρητικοί συναγωνίζονται σε παλληκαριά, βήμα με βήμα την πλαγιά ανεβαίνοντας, τον Ντεληγιαννάκη και το Βασίλη Σηφάκη ακολουθώντας.Μα και αυτοί δεν μπορούν να φτάσουν στην κορφή. Καρφώνονται πενήντα δρασκελιές κάτω από την κορυφογραμμή.- Ξαφνικά ο Μακαρόνας που στέκεται πιο πίσω αρπάζει τη σημαία από τον σημαιοφόρο, σηκώνει ψηλά τη γαλανόλευκη ίσιος και αυτός, ψηλός, σωστό κυπαρίσσι το κορμί του,και ορμάει να τη στήσει στον Αηλιά επάνω.- -Όποιος είναι άντρας κοντά μου φωνάζει.

Μωρέ τι κάνει τούτος, λέει κάποιος. Στους τούρκους πάει να την παραδώσει; Τρελλάθηκεςεεεες, τι κάνεις μωρέεεε. Γύρνα πίσω,- Μα ο Μακαρόνας δεν ακούει τίποτε και προχωρεί, ατάραχος, σταθερός κι απείραχτος από των τουρκών τις σφαίρες που πέφτουν πάνω του σαν καταιγίδα. Επάνω τους κοπέλια επάνω τους, θα μας πιάσουν τη Σημαία φωνάζει ο Ντεληγιαννάκης, κοντά του Μανώλη, κράζει στον ψυχογυιο του και ξεχύνεται προς την κορφή παρασύροντας όλη τη γραμμή στην τελική έφοδο. Φτάνουν στην κορφή,έρχονται στα χέρια , δουλεύουν τα όπλα, πιστόλια, μαχαίρια,.. Σαστίζουν οι τούρκοι και το βάζουν στα πόδια, αφήνοντας τη ράχη σπαρμένη κουφάρια. Ο Μακαρόνας κολλάει δίπλα στην εκκλησιά, τη γαλανόλευκη, κουνώντας τη περήφανα, ψηλός πανύψηλος ίδιος ζωντανό κονταρόξυλο.

Οι τούρκοι του κάστρου κινδυνεύουν,να ξεκοπούν. Βλέπουν το αριστερό τους έσπασε και τα χάνουν. Παίρνουν θάρρος οι δικοί μας που είχαν καρφωθεί στην πλαγιά κάτω από τα τείχη και με μια ακόμη προσπάθεια πηδούν μέσα παίρνοντας σβάρνα τους αρβανιτάδες και τους τούρκους,που αφήνουν κουφάρια μέσα κι έξω στην κατηφοριά που φεύγουν.

Ο Κουτούπης με τον Καρά αργοπορούν στο ξεκαθάρισμα των σπιτιών του χωριού. Δύσκολος ο αγώνας οι τούρκοι είναι καλά ταμπουρωμένοι. Πέφτουν ένας-δυο- τρεις, οι πρώτοι νεκροί μας.

Επάνω τους παιδιά να τελειώσουμε με τούτους μας ντρόπιασαν οι άλλοι, φωνάζουν ο Κουτούπης και ο Καράς. Ορμητική η έφοδος, απελευθερώνει όλο το χωριό. Το αίμα χύνεται ποτάμι από τους τούρκους, ενώ τέταρτος αντάρτης σκοτώνεται μπροστά στο τελευταίο σπίτι.-

Μωρ αυτή τη σημαία με το μισοφέγγαρο τόβαλα μεράκι να την πιάσω δε θα μου γλυτώσει λέει ο Κουτούπης στον Καρρά, μια στιγμή που βρέθηκαν να τουφεκούν ταμπουρωμένοι στην ίδια ξερολιθιά.

Εμπρός παιδιά να πιάσωμε των τούρκων το μπα’ι’ράκι. Άειντε και τους φάγαμε,φωνάζει στους δικούς του.

Ξεχύνεται εμπρός σαν σίφουνας. Τα μάτια του καρφωνονται στη σημαια με το μισοφέγγαρο, τόβαλε σκοπό να την γκρεμίσει. Τίποτε άλλο δε βλέπει δεν ακούει. Τρέχει μπρος απ΄όλους, προχωρεί,όλο προχωρεί,να, δέκα δρασκελιές ακόμη και θα την αρπάξει.

Δυο δυνατά χτυπήματα νοιώθει στο κορμί. Πέφτει κάτω. Δυο καψίματα, πόνος αβάσταχτος, δάκρυα τούρχονται στα μάτισα, Αχ …χτυπήθηκα, λέει. Μπα, δεν είναι τίποτε, ξαναλέει, τον εαυτό του ενθαρρύνοντας, ξεστρά με πήραν θα περάσει. Μια προσπάθεια ακόμη και σηκώνεται. Οι άνδρες του πλησιάζουν, ακροβολίζονται πίσω του.

Επάνω τους παιδιά, φωνάζει. Δεν είναι τίποτε. Επάνω να τους πιάσουμε στα χέρια. Μα το ποκάμησό του είναι γεμάτο ζεστό αίμα, ολοκόκκινο.- Και ξαναχύνεται να πιάσει τη σημαία. Τώρα και ο Κρεμμύδας χτυπάει στο πλευρό των τούρκων, ο Ντεληγιαννάκης δοκιμάζει να τους κλείσει της φυγής το δρόμο. Οι εχθροί τσακίζουν, κοιτάζουν να γλυτώσουν. Φεύγει και η σημαία τους.

Μα ο Κουτούπης σφίγγοντας τα δόντια του μην ξεφωνίσει από τον πόνο, φτερά στα πόδια βάζει, φτάνει τον τούρκο σημαιοφόρο, αρπάζεται από το κοντάρι. Τραβά ο τούρκος, τραβά πιο δυνατά ο Κουτούπης την ξεκολλά την κάνει δική του. Νέο κάψιμο στο κορμί, τον μπιστόλισαν από σιμά. Πέφτει ο καπετάνιος ψηλά στο λάφυρό του μπήγοντας τα δόντια στο μισοφέγγαρο.

Γύρω του οχλοβοή, θαμπώνουν τα μάτια του, ζαλίζεται λιγοθυμάει.

Καπετάν Νικόλα, πως νοιώθεις, ακούει μια φωνή στα αυτιά του.. Ανοίγει τα μάτια του με κόπο. Νοιώθει ανακαθισμένος, δυο δικοί του τον κρατούν, τρίτος του ρίχνει με ένα παγούρι ρακί στο στόμα. Ο πόλεμος τι γίνεται, αρθρώνει με υπόκωφη και απόκοσμη φωνή.

Πάνε οι τούρκοι , τους πήραμε σβάρνα, τους κυνηγάμε κατά τη Σκάλα δες και μοναχός σου.- Και είδε μόνος του. Οι τούρκοι φεύγουν σαν λαγοί, οι δικοί μας τους κυνηγούν τουφεκώντας και ο Μακαρόνας προχωρεί με τη γαλανόλευκη ίσιος ψηλός καμαρωτός, ζωντανό κονταρόξυλο.-

Δόξα σοι ο Θεός και στην Πόλη παιδιά. Αφήστε με και κυνηγάτε τους.-

Ένας σπασμός ξαφνικός και η ψυχή του ανέβηκε στα ουράνια.-

Μα τα μάτια ορθάνοιχτα, βλέπουν ακόμη τη σημαία μας να προχωρεί, όλο να προχωρεί, το χρυσό σταυρό που λάμπει απάνωθέ της, προχωρεί, όλο προχωρεί, μακρυά, πολύ μακρυά, στης Αγιάς Σοφιάς τον τρούλο Εστάθη

* Ο Βασίλης Παυλίδης ή Παύλου γεννήθηκε το 1914 στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Το 1932 έλαβε το δίπλωμα του πενταταξίου Διδασκαλείου Ιωαννίνων. Εργάστηκε ως δάσκαλος και παράλληλα ξεκίνησε να καταγράφει στοιχεία της λαογραφίας της Ηπείρου. Μιλούσε γαλλικά, ιταλικά, αρβανίτικα (αλβανικά) και κάποια τούρκικα. Επεδίωξε να διδάξει εκτός πόλεων και κυρίως σε αρβανιτόφωνα χωριά. Προπολεμικά κάνει την εμφάνισή του στα γράμματα με άρθρα και μελετήματα στον Τύπο της Παραμυθιάς, στο Θεσπρωτικό Βήμα και κατόπιν στον Τύπο των Ιωαννίνων και της Αθήνας. Κατά καιρούς αρθρογράφησε στις εφημερίδες Ακρόπολη, Απογευματινή, Βραδυνή, Εμπρός κ.ά. για θέματα Ιστορίας και Λαογραφίας. Είχε λάβει τέσσερα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, ένα εκ των οποίων για την εργασία του «Οι Αλβανοτσάμηδες της περιοχής Παραμυθίας και η Κατοχή», την οποία υπέβαλε το 1955 (βραβείο 1957). Η εργασία αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2009 από την οικογένειά του. Ήταν συνειδητός οπαδός της αστικής δημοκρατίας, την οποία υπερασπίστηκε πάντα. Δικάστηκε από το Μεταξικό καθεστώς διότι του ασκούσε κριτική και αρνήθηκε να μετάσχει στη δημιουργία της ΕΟΝ. Πολέμησε κατά των Ιταλών το 1940 και κατόπιν, κατά την περίοδο της Κατοχής, πολέμησε τους κατακτητές από τις γραμμές του ΕΔΕΣ. Υπηρέτησε ως πολιτικός διοικητής Ντουσκάρας και διαφωτιστής, διορισθείς από τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Για τη δράση του έχει τιμηθεί με μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων, μετάλλιο ανδρείας, μετάλλιο ανδραγαθίας κ.α. Το 1973 του προτάθηκε υφηγεσία στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, την οποία αρνήθηκε για λόγους συνείδησης. Νυμφεύθηκε τη Βιργινία Κούκια. Απέκτησαν πέντε παιδιά και επτά εγγόνια. Πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 1983.

In this article

Join the Conversation