Οι ιστορίες της βάβως | Δύσκολη η ξενιτιά…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

Λατρεμένα χωριά της Παραμυθιάς, έφυγαν τα παιδιά σου εκεί στα 1955-1960.

Έφυγαν, γιατί ο τόπος τους, τα βάραινε πολύ. Δέκα χρόνια πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, και ύστερα φτώχεια, πείνα, ξυπολυσιά.

Δέκα χρόνια, θυμήσου πως περπάταγες στα χαλεπά, φοβισμένος, και έμπαινες κρυφά στα σπίτια που ήταν καμμένα, και κοιμόσουν με τις κουκουβάγιες σε μια γωνιά με την τράγια καρπέτα. Και τα χωράφια στέρφα από τις φωτιές και τα μπαρούτια.

Αγαπημένη Ήπειρος, λατρεμένη Παραμυθιά φύγανε τα παιδιά σου να βρουν τύχη στα ορυχεία του Βελγίου και της Γερμανίας. Σε κάθε δουλειά που ήταν σκληρή και βάναυση.

Ήθελες να γυρίσεις πίσω, μα σκιάζουσαν μη σε πούνε ακαμάτη η κιοτή…Και κρύωνες απ΄την ερημιά κι ας έκαιγε η φωτιά κάρβουνο στην ψυχή σου… Ήθελε να γυρίσεις, ήθελες, μα όχι δεν γύριζες…

Περνάγανε τα χρόνια. Τα μαλλιά σου έπεφταν, άσπριζαν, και κύρτωνε η πλάτη σου. Ακόμα δεν είχες όλα τα πλούτη όσα σου στέρησε η έρμη ξενιτειά. Είχες πόνο μια παγωμένη ψυχή όλα γύρω ήταν ξένα, τίποτε δεν ήταν δικό σου…

Μα πάντα είχες το όνειρο να γυρίσεις. Να ζήσεις άρχοντας. Έφκιαξες ένα σπίτι μεγάλο, ωραίο. Το επίπλωσες μα δεν πρόλαβες να έρθεις, να ζήσεις στο ωραίο σου σπίτι.

Σε φέρανε. Εσύ το γνώριζες. Χρόνια σε βασάνιζε ο πόνος…ζητούσες να γυρίσεις ήθελες την τελευταία σου πνοή να αφήσεις στην πατρίδα σου, στο μεγάλο σου σπίτι.  Δεν έγινε.

Χαμογελάς από τον ουρανό. Σε φέρανε σε θάψανε στο δικό σου χώμα. Άλλοι σε καλοτύχιζαν μες τα ωραία σου κεντητά μεταξωτά σεντόνια που σε τύλιγαν… Εσύ χαμογελούσες απ τον ουρανό, είδες πως κάποιοι έκλαιγαν με λυγμούς. Πονούσαν, ποιος ξέρει γιατί έκλαιγαν…

Είχες φίλους το βλέπεις από τον ουρανό παρακολουθείς… Ο Θανάσης ο συμμαθητής σου είναι εκεί και κλαίει.
– Τι κλαις ωρέ, του λες, μα δεν σε ακούει.
– Όλα εσύ τα βλέπεις από κει φίλε μου.

Ύστερα γύρισαν όλοι στην ξενιτιά αφού εκεί,,πολλά χέρια τους χαιρέτησαν, χέρια άγνωστα . Έτσι και τα παιδιά σου έμειναν στα ξένα, εκεί ήταν τώρα ο τόπος τους. Έρχονται όμως κάπου κάπου τα παιδιά και τα εγγόνια σου την αγαπούν την Ελλάδα μας. Έρχονται διακοπές. Άλλοι επιστήμονες κι άλλοι εργάτες ακολουθώντας το δικό σου δρόμο. Τώρα κάποιοι νέοι γύρισαν κι έκαναν κάποια όνειρα, δικά σου πράξη.

Μαζεύουν τα τις ελιές, φυτεύουν καινούριες.. Αχ και να ήσουνα εδώ. Αλλά και συ το γνώριζες, πως τότε ήταν αλλιώς. Αχ γι ΄αυτό τα Καλοκαίρια έβαζες το κλαρίνο στο αυτί σου. δάκρυζες, και πέταγες στο ντέφι τα άχρηστα λεφτά –σου–πολλά τόσα που γέμιζε η πίστα.

Είναι που η ζωή, σας γέλασε. Έτσι που σου στέρησαν το όνειρο… την ίδια τη ζωή. Αγαπημένη Ήπειρος, Λατρεμένη Παραμυθιά κομμάτια κομμάτια τους έσπειρες τον πόνο… καθώς ερήμωνες.

Κομμάτια κομμάτια μάζευες τους καρπούς της πίκρας σου… Σήμερα με έπιασε ένας πόνος για κάποιους που έφυγαν χωρίς να έρθουν ποτέ πίσω.

Η ζωή είναι παραμύθι. Το έγραψες εσύ όταν γύριζες τα βράδυα στην κουβέντα μας.

Θυμάσαι τον πατέρα… Θυμάμαι, θυμάσαι… και αρχίζει το κόκκινη κλωστή δεμένη,,μόνο που η κλωστή δεν ήταν κόκκινη από μπογιά αλλά από αίμα.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation