Οι ιστορίες της Βάβως | Τα όνειρα μιας γενιάς…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Παιδιά, σημαδεμένα από τον πόλεμο και τις συνέπειες του, ήμασταν. Μα τα παιδιά, πάντα έχουν τη δύναμη, όχι να ξεχνούν, μα να αποθηκεύουν στο βάθος της ψυχής τους τα βάσανα και τον πόλεμο, τις άγριες στιγμές, που ήταν εφιάλτες της στιγμής ή μιας ζωής Σχεδιάζαμε το μέλλον μας, με ηλιαχτίδες και φεγγαροκλωστές. Τα στολίζαμε σαν τα μαγιάτικα στεφάνια, με τα λουλούδια της νιότης μας, το αστραφτερό χαμόγελο, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες, ζουμπούλια ή κρίνα κι ανάμεσα βασιλικούς και καρυοφύλλια. Μυρουδιές και χρώματα.<

Βάζαμε μέσα την ευτυχία, ντυμένη νεράιδα, με πέπλα και την Παναγιά μας τη Γλυκοφιλούσα να μας ευλογεί και να μας προστατεύει. Χιλιάδες πουλιά τα όνειρά μας, στριφογύριζαν εκεί δίπλα στη μεγάλη λεμονιά και στο πέτρινο κουλούρι της, που στήναμε τα βραδάκια το κουτσομπολιό κρατώντας στο χέρι μας ένα κέντημα ή στο λαιμό μας το πλέξιμο, κάλτσες για το Χειμώνα. Απέναντι ήταν το πηγάδι μας, με το μεγάλο πέτρινο κουλούρι και τον κουβά πάντα μέσα κρεμασμένον στο χέρι του στο καπάκι. Γύρω γύρω από το κουλούρι του, είχε ένα μεγάλο πλακόστρωτο, που κάθε μέρα ήταν κέντρο για κουβεντούλα την ώρα της μπουγάδας

Τα ατέλειωτα βράδια, αυτά που τα μυδράλια σφύριζαν πάνω από τις στέγες των σπιτιών μας ήταν μια ανάμνηση. Στα παιδιά είναι απλώς ανάμνηση, στους μεγάλους είναι πληγές αγιάτρευτες..φόβος,,,λαχτάρα… Εγώ σε όλα μέτρια, μια μετριότητα που την αγαπούσα. Δίπλα μου υπήρχαν φίλες μου με καταπληκτικά εργόχειρα. Εγώ χαιρόμουνα τα δικά μου και κανένας δεν μου είπε κάντο καλύτερα. Μα κι αν το έλεγαν εγώ έκανα ότι μπορούσα. Έτσι δεν θα είχε και σημασία, ότι κι αν μου έλεγαν. Εκεί κάτω από τη μεγάλη μας λεμονιά που μοσκοβόλαγαν τα φύλλα της τα άνθη της και οι καρποί της σα μουσική ακούγαμε κάποιες φωνές που ήταν σαν να έρχονταν από την κοιλάδα του παραδείσου. Πουλιά μικρούλια φώλιαζαν γλυκόλαλα.

Μεγαλύτερες οι κοπέλες γεμάτες ευγένεια δεν τολμούσαν να μιλήσουν για γάμο. Στην πόλη μας κάθε κουβέντα μπαίνει στο κόσκινο της φαντασίας και δημιουργεί μύθους ατέλειωτους. Γιατί το είπε αυτό, ή γιατί δεν μιλάει, η γιατί, γιατί γιατί, πολλά γιατί χωρίς απαντήσεις…. Και οι απαντήσεις ήταν πάντα σύμφωνα με τον ερωτώτα. Ότι είχε στην ψυχή του, τέτοια και η απάντηση του. Ήμουν πολύ μικρή, για να λαβαίνω μέρος στις κουβέντες τους. Εγώ όμως ήξερα[ έτσι νόμιζα ] πως στη ζωή μου θα έχω πάντα τον πρώτο λόγο και το πίστευα. Ποτέ ο παππούς μου ή ο πατέρας μου δεν θα έκαναν κάτι που θα με πλήγωνε.

Δε μιλούσα μέχρι που είδα μπροστά μου να εξελίσσεται η αγοραπωλησία μιας όμορφης κοπέλας..

-Της δίνουμε, σπίτι με πλήρη την προίκα ρούχα έπιπλα, και τόσες λίρες.
-Βάλτε λίγες λίρες παραπάνω.
-Δεν έχω μωρέ συμπέθερε…

Και η κοπέλα να μην έχει λόγο. Τι όμορφη που ήταν η κοπέλα, γιατί χρειάζουνταν παζάρι και περισσότερο χρήμα πάντα σε λίρες αγγλικές. Γιατί το παζάρι; Και κείνο η προίκα δίνεται στο γαμπρό; Γιατί; Μα αυτή το ήξερε καλά πως όλη της τη ζωή θα κουράζεται…

Αφού ο πατέρας, η μάνα και τα αδέλφια της, την είχαν προικισμένη και μάλιστα πολύ καλά, γιατί το παζάρι. Μπρος σε αυτό το άθλιο παζάρι σκεπτόμουνα, τι όνειρα μπορούν κάνουν όλες οι κοπέλες, όταν δεν είχαν καν δικαίωμα. Το μόνο που τις ρώταγαν ήταν, σου αρέσει, τι λες. Αρκεί να έλεγε καλός είναι και αυτό ήταν πολύ. Υπήρχαν και οι πολλές περιπτώσεις που έρχονταν  ο πατέρας και τη φώναζαν. Έλα Κατίνα, ο πατέρας σήμερα έδωσε λόγο στον Κώστα του τάδε. Το Σάββατο περνάμε αρραβώνες και το Πάσχα ο γάμος. Τι κι αν δεν ήθελε, αυτό ήταν το τυχερό της.

Ο άντρας τους, έστω κι αν δεν είναι αυτός που τους αρέσει, αρκεί να είναι αυτός που μπορούν να συμπαθήσουν και να ζήσουν μαζί του, χωρίς στεναχώριες.Το έπαιρναν απόφαση. Δεν θα κάνουν σουργιούνι την οικογένεια.
Τότε, καλή ήταν η ζωή, όταν είχες το καθημερινό, σπίτι που να μπορείς να ζεις χωρίς μεγάλες απαιτήσεις, δυο κάμαρες κουζίνα και το μπάνιο που τότε ήταν ένας απλός χαρές αναγκαίο απόπατος ή όπως αλλοιώς τον λέγανε.
Προικιά είχαν όλες οι κοπέλες. Εκείνο που ήθελαν ήταν μια απλή καθημερινή ζωή. Δεν πειράζει ας ήταν μέσα σε φαμίλια αρκεί να ήταν καλή, ας ήταν και μεγάλη.

Και κείνη όμως έπρεπε να είναι καλή και να έχει σέβας. Μήτε η δουλειά τις φόβιζε, μήτε η φτώχεια, αρκεί το ψωμί που έτρωγαν να ήταν γλυκό. Χωρίς ξύλο, γιατί τότε το ξύλο ήταν καθημερινό σε κάποιες οικογένειες.
Να έρχουνταν και πολλά παιδιά αγόρια, ας έρχουνταν πρώτα για να είναι ευχαριστημένα τα πεθερικά της. Αυτά τα όνειρα άκουγα από τις μεγάλες κοπέλες, που κένταγαν τα προικιά τους με χαμόγελο.

Εγώ στα όνειρά μου είχα να, ένα όμορφο αγόρι, που θα ήταν δίπλα μου, θα καταλάβαινε, θα είχε τα ίδια όνειρα με μένα και δεν θα τον πείραζε και πολύ που δεν θα ήμουν νταρντάνα και δεν θα μπορούσα να κάνω πολλές δουλειές. Αχ αυτές οι δουλειές…

Και πέταγαν τα όνειρα και σχημάτιζαν κύκλους, που μέσα στροβιλίζονταν σε χορό η αγάπη η χειροπιαστή πραγματικότητα που δεν έμοιαζε καθόλου με την υπάρχουσα πραγματικότητα γύρω μου. Αυτό το απόγευμα στο κουλούρι της λεμονιάς σε λίγο θα τελείωνε. Μετά όλες μαζί θα μαζευόμασταν σε ένα από τα σπίτια γύρω στο παραγώνι μια και η γωνιά της κορφής ήταν για τη βάβω του σπιτιού που θα μας έλεγε και πολλές συμβουλές.
Δεν ήθελα να μου δίνουν συμβουλές. Όλες είχαν πολλές δουλειές και γάνες, και κουρασμένες ήταν μάνες που δεν χόρταιναν ψωμί.

Δεν ήθελα καθόλου να μοιάσω σε καμιά. Ήθελα να είμαι ο εαυτός μου. Ο μικρός αθώος, άνθρωπος των ονείρων. Πολλές φορές όταν μου έλεγαν πήγαινε να μαζέψεις τα αυγά και μη τα σπάσεις δεν πήγαινα έστελναν το Δημήτρη. Πήγαινε του έλεγα εγώ δεν μπορώ εσύ είσαι άντρας μπορείς. Και κείνος πήγαινε. Μα όταν ήταν να πάω για νερό έστω και μακριά στη βρύση του Σέμπεη πήγαινα μόνη μου, με το γκιούμι στην πλάτη με καμάρι.
Ακόμη πρώτη ήμουνα στο να μαζεύω λάχανα από τον κήπο χωρίς να τα πατάω και χωρίς να κάνω ζημιές. Και λάχανα άγρια εγώ μάζευα, η θεία μου δεν γνώριζε τα λάχανα, αυτή είχε τη δουλειά της.

Και γω ονειρευόμουνα τη δουλειά μου. Δεν έλεγα πολλά μα και όταν το είπα υπήρχε άρνηση. Εγώ θα πήγαινα στην Ακαδημία ή στη νηπιαγωγών που με έγραψε ο πατέρας μου. Τα παιδιά των εκπαιδευτικών είχαν μόρια, το ίδιο τα παιδιά των πολυτέκνων, μόρια είχαν και τα παιδιά των αγωνιστών της Εθνικής αντίστασης, μα και τα παιδιά των δασκάλων που υπηρέτησαν σε άγονες περιοχές. Είχα τόσα πολλά μόρια που άλλος δεν υπήρχε. Πατέρας δάσκαλος, πολύτεκνος, μέλος εθνικής αντίστασης, θύμα πολέμου, κλπ

Δεν πήγα ούτε να με δουν. Ο πατέρας μου με τα πιστοποιητικά πήγε και με έγραψε. Δεν πήγα. Μουλάρωσα. Ήθελα μια σχολή που δεν τη θεώρησαν κατάλληλη για γυναίκα. Γιατί δεν πήγα στην Ακαδημία; Φοβόμουνα πως δεν θα ήμουνα καλή στο πιο σπουδαίο επάγγελμα του κόσμου. Αυτό που του εμπιστευόμαστε ότι πιο πολύτιμο έχουμε στη ζωή μας. Τα παιδιά μας.

Έτσι έκανα πολλές δουλειές, άλλες μου άρεσαν άλλες όχι. Μα όταν πήγα στο Δημόσιο ήμουν στο τμήμα των συντάξεων, και ήταν ότι καλύτερο μου έτυχε. Ήμουν κοντά σε ανθρώπους, που μόνο, με ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, ήταν ευχαριστημένοι. Αυτό που ήταν στα καθήκοντά μου ήταν για αυτούς σαν δώρο. Με κοίταζαν περίεργα.
-Θα πάρω σήμερα χωρίς αίτηση το πιστοποιητικό; Έξω γράφει σε τρεις μέρες.
-Ναι.Θα το πάρετε σήμερα.
-Ευχαριστώ να έχεις την ευχή μου. Και μάζευα ευχές και αγάπη.

Τα γεροντάκια μου με έψαχναν. Πως μου άρεσε όταν έπαιρνα τα βιβλιάριά τους και τους έλεγα πάτε για ένα καφεδάκι σε μια ώρα ελάτε να τα πάρετε με το χαρτι που ζητήσατε.

Στο πρόσωπό τους, έβλεπα τον παππού μου και τον πατέρα μου. Δυο ανθρώπους που με βοήθησαν να είμαι αυτή η γριά η γεμάτη αγάπη για τον άνθρωπο .Που και οι άνθρωποι μου ανταπέδωσαν τα ίδια. Συγχωρήστε με, έτσι είναι, οι γέροι πάνε από το ένα στο άλλο. Από τα παλιά στα καινούρια. Και πάντα τα βράδια, με ένα μπικ, γέμιζα φύλλα από μπλε τετράδια, με όνειρα, με αναμνήσεις, με τρυφερή αγάπη.

Φωτογραφία (μεταγενέστερη) από το αρχείο του Γιάννη Τσίγκου

Διαβάστε όλες τις ιστορίες της Βάβως, από εδώ.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation