Οι ιστορίες της Βάβως | Στον τηλέγραφο οι χαρές και οι λύπες

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Παραμυθιά 1950, μόλις έφεγγε η Ειρήνη και οι καρδιές σφιγμένες ακόμη από τα δέκα χρόνια της συμφοράς έμεναν πίσω γιατί τώρα μόλις άρχιζε να αχνοφέγγει το όνειρο μιας καινούριας ζωής.

Η πόλη μας, είχε τηλέγραφο. Στεγάζονταν, δίπλα στο κτήριο που στέγαζε τα ΤΕΑ εκεί ήταν και ο τηλέγραφος. Υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις που οι επιστολές δεν μπορούσαν να φτάσουν γρήγορα.

Βέβαιο ο τηλέγραφος εξυπηρετούσε πρώτα τον στρατό και τις υπηρεσίες. Στις ανάγκες όμως εξυπηρετούσε και τους πολίτες. Τότε Pαραμυθιώτες και επισκέπτες κατέφευγαν στον τηλέγραφο.

Την εποχή για την οποία σας γράφω δεν υπήρχαν καμπίνες να μιλάς και να σε ακούει αυτός που ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Κάποτε κάποτε χρειάζονταν να μιλάει ο υπάλληλος.

Tότε δεν ήταν που άκουγαν όλοι οι άλλοι αλλά που άκουγαν και τα άλλα χωριά. Και όμως έβλεπες την μάνα που μίλησε στο παιδί της και το άκουγε να της λέει. Είμαι καλά μάνα να κοιτάς τον πατέρα. Πολλές φορές όμως η συνομιλία ήταν για μια αρρώστια ακόμη και θάνατο. Τότε πριν φτάσει το νέο το άσχημο νέο στο σπίτι, το είχε μάθει όλη η γειτονιά. Και θέλω να τονίσω πως οι γείτονες ήταν μονοιασμένοι.

Δέκα χρόνια πέρασαν τις συμφορές κρυμμένοι κάτω από γεφύρια και σε κάποιες εκκλησιές.Ακόμη τότε ο ένας είχε ανάγκη τον άλλον. Ας έρθουμε όμως στον τηλέγραφο. Πολλές φορές ήταν για χαρές. Μάνα διορίστηκα. Θα σας πάρω στην Αθήνα. Να είσαι συ καλά μόνο να, φρόντισε για γαμπρό της αδελφής σου.

Άλλες φορές σαν ήταν κάποιος άρρωστος έπαιρνε τηλέφωνο το παιδί κάποιον συγγενή να δώσει λεφτά και τα στέλνω αμέσως με το ΚΤΕΛ. Όταν πήγαινε στο ΚΤΕΛ δεν είχε πρόβλημα, γνώριζαν ο ένας τον άλλον καλά. Κάνε μου τη χάρη αδελφέ. Και ήταν τούτη η αντάμωση χαρά.

Τηλέγραφος που σιγά σιγά, απέκτησε τηλεφωνείο και καμπίνες ανοιχτές αλλά καμπίνες. Οι γραμμές έπαψαν να είναι με το καβουρτντιστήρι….

Σιγά σιγά η πόλη άλλαζε. Και ήταν προς το καλύτερο. Ακόμη όμως ο πολιτισμός όπως έλεγαν στην πόλη μας έρχονταν με το γομάρι. Περίεργο γιατί ήταν μια πόλη γεμάτη ζωή μοντέρνα που σιγά σιγά αποκτούσε αυτοπεποίθηση. Δεν είναι αλήθεια μάλλον βιαζόμασταν.

Η πόλη μας είχε ανθρώπους να τρέξουν να σπρώξουν όσο μπορούσαν τον πολιτισμό. Εμείς που τότε μπορούσαμε να μιλάμε με τον πατέρα μας στην Αθήνα που έκανε μετεκπαίδευση νομίζαμε πως ήταν ένα θαύμα κι ας το μαθαίναμε στο σχολείο πως εδώ και χρόνια όλος ο κόσμος είχε αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας.

Παραμυθιά αγάπη μου, μου λείπεις πολύ. Μου λείπουν οι άνθρωποι που έλεγαν πάντα καλημέρα και πως ξημέρωσες. Μου λείπουν οι καληνύχτες και το καλό ξημέρωμα. Μου λείπουν τα χαμόγελα και οι αγκαλιές σε κάθε κοσμαντάμωση. Στις πόλεις δεν μαζεύονται οι κυράδες με το κέντημα ή το πλεχτό δώρο στα εγγόνια ή στα βαφτιστήρια.Στις μεγάλες πόλεις όλα είναι βουβά….

Παραμυθιά μου λείπει το άρωμα της πορτοκαλιάς και του ασβέστη τα υπέροχα λουλούδια στους ντενεκέδες. Μου λείπει το κοκορέτσι του Σιαμά που η μυρουδιά του έφτανε ως το σπίτι μας πάνω στου παππού μας. Και μου λείπει ότι ο παππούς μας έτρεχε να μας το φέρει και να δώσει σε όλους μας τη νοστιμιά. Μου λείπουν οι καλοχτενισμένες κυράδες που ήταν έξω ρίχνοντας βηλάρι για τον αργαλειό

Μου λείπουν όλα όσα αγάπησα και τα άφησα για το όνειρο του παραμυθιού

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

 



In this article

Join the Conversation