Οι ιστορίες τις Βάβως: Αυτή ήταν η εμπορική Παραμυθιά

Γράφει για την paramythia-online.grη Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά* Μέσα της δεκαετίας του 50’. Απο Παλιά η Πραμυθιά ήταν μια πόλη μοντέρνα, μια πόλη που σε μεγάλο μέρος οι κάτοικοι...

Είχε πάρα πολλά καταστήματα από ψιλικαντζίδικα, περίπτερο νομίζω ένα, μπακάλικα μα και ζαχαροπλαστεία όπως και μοντέρνα είδη ρουχισμού, καθώς και αρωμάτων. Το μεγαλύτερο κατάστημα ρούχων έτοιμων και υφασμάτων κλωστών για κέντημα, και όλων ότι χρειάζονταν μια κυρία ως και καλσόν ματαξωτά, τότε νάυλον δεν είχε , και αν είχε ήταν ακριβά. Βέβαια είχε και καλτσόν μπαρολέ, (μη με ρωτήσετε τι θα πει γιατί έχω μεσάνυχτα).

Εκεί σε μια γωνιά θα έβρισκες μέχρι και χρυσά ρολόγια το θυμάμαι γιατί ο πατέρας μου, εκεί μου πήρε ένα ρολογάκι venus χρυσό με 21 ρουμπίνια και γω καμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι. Ήταν το κατάστημα του Γιάννη μπάρμπα (με δύο ν τότε δεν είχε Βαρουφάκη Γιάνη με ένα ν) κι αν είχε όχι δεν θα πήγαινες στο Πανεπιστήμιο άλλά τον βλέπω σιδερά και του ταιριάζει.

Εκτός από το μαγαζί του Γ Μπάρμπα, ήταν τα μαγαζιά των αδελφών Μητσιώνη, του Λάκη Μπάρμπα, του Κ Μητσιώνη και του Λάκη Γιαννάκη το οποιο ήταν η αδυναμία μου, μιας και το μαγαζί ήταν δίπλα στου παππού μου και ήταν εύκολο να πάρω ότι ήθελα μιας και πλήρωνε ο παππούς μου.

Υπήρχαν βιβλιοπωλεία νομίζω τρία, μα υπήρχαν και χρυσοχόοι και ένας ρολογάς με το μαγικό φακό στο μάτι του και μεις απ΄έξω να τον κοιτάμε περίεργα. Ποτέ δεν μας ρώτησε τι κοιτάτε. Είχε και τα ρολόγια της τσέπης ήταν μια ομορφιά. Ο αδελφός μου ο Δημήτρης ήθελε να γίνει ρολογάς .

Είχε φαρμακείο, Ραφεία, τσαγκάρικα, φωτογράφους ,κομμωτήρια, γιαουρτάδικα, κλπ.

Όλος αυτός ο κόσμος δεν ήταν από την πόλη μας. Πολλοί ήταν υπάλληλοι που είχαν έρθει με δυσμενή θα έλεγα μετάθεση, πως λέμε τώρα για τα φανταράκια θα σε στείλω στον Έβρο, έτσι ήταν τότε η Παραμυθιά μιας και ήταν μακριά από το κόσμο.

Όμως η Παραμυθιά ήταν μια μικρογραφία μεγάλης πόλης. Γιατί εκτός από τους επαγγελματίες των γραμμάτων και των τεχνών όπως άκουγα να λέει ένας φίλος του πατέρα μου, είχαμε και τους καλλιεργητές της γης με τα προ’ι’όντα τους που είχαν γεύση και άρωμα. Είχαμε και τους κτηνοτρόφους μας που έδιναν το γάλα φρέσκο για το γιαούρτι και για το φρέσκο τυρί.

Σε αυτήν την πόλη που οι αυλές συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε χρώματα και αρώματα από τα υπέροχα λουλούδια τους, έβλεπες το όμορφο και ήταν πολλές φορές διαφορετικό. Εδώ σκυλάκια δυόσμους μαντζουράνες καρυοφύλλια, εκεί τριανταφυλλιές ρωλογιές γλυσίνες, παραπέρα ζήνιες, κατιφέδες που στην Παραμυθιά τους λέμε μερτζουσια, βασιλικούς πολλούς και ολόκληρες αυλές με χαμομήλια.

Η πόλη μας πού γρήγορα απόκτησε και κινηματογράφο που τον έφερε ο Δάλας.

Είχε ελαιοτριβείο και τι δεν είχε, ακόμη και πολλά εστιατόρια. Γιατί τα άφησα τελευταία, γιατι τότε ήμουν άφαγη που έλεγε η μάνα μου και που έγώ της έλεγα πως στα μαγαζιά έχουν πιο καλό φαγητό από το δικό της. Που το ξέρεις έφαγες; Όχι, όμως έχουν και κρασί αυτοί που τρώνε σαν εμείς στις γιορτές άρα κάθε μέρα έχου καλό φα’ι’. Η μάνα μου κούναγε το κεφάλι της και σκέπτονταν τι θα την κάνουμε, τι θα την κάνουμε. Και γω γελούσα και δεν της απαντούσα. Εγώ ήξερα πως κάτι θα κάνω αφού έπιαναν τα χέρια μου και όπως λένε πως έπιανε και το μυαλό μου. Όλο κάτι θα έκανα και γω.

Έξω από το μεγάλο σχολείο ήταν μια κυρία που πουλούσε μήλα καραμελωμένα κοκκοράκια, κλπ.

Ήταν όλα σαν μια ζωγραφιά μια ζωγραφιά με πολλές και ωραίες γωνιές για την ξεκούραση ή για τη βόλτα μια και η κανονική η βόλτα ήταν το νυφοπάζαρο από το Καρκαμίσι έως το Γαλατά κι από το Γαλατά ως το Καρκαμίσι.

Εκείνα τα χρόνια πρέπει να δημιουργήθηκε και ο ΦΟΠ, ο οποίος έδωσε ακόμη περισσότερη πνευματική ζωή στην μικρή μας πόλη.

Κατα καιρούς έρχονταν παλαιστές και ταχυδακτυλουργοί όμως εκείνο που περίμαναν όλα τα παιδιά, ήταν τα Καλοκαίρια το ψυγείο με τα παγωτά της ΕΒΓΑ.

Αυτή ήταν η πόλη μας με πολλά άλλα μαζί.

Και κει σε αυτό το παζάρι το πολύχρωμο ήταν και ο Σιαμάς με το κοκορέτσι του. Που μόλις μύριζε της θείας μου της Γιωργίτσας έτρεχε ο παππούς να αγοράσει για το κορίτσι και για μας, και πάλι κούναγε το κεφάλι ή μάνα μου μα δεν μιλούσε, τι να πει, τούτοι οι άνθρωποι έχουν ίδια τις τσούπρες και ίδια τα παιδιά.

Αυτά που γράφω είναι απλά πράγματα που έμειναν χαραγμένα στην ψυχή μου. Ήταν πάντα εκεί μπροστά μου όπως και ιστορίες μαγικές όπως της Στέλλας του Κοντούλη. Όμως αυτά ανήκουν σε άλλο κομμάτι και εκεί θα γραφούν


* H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Οι ιστορίες της βάβως, ειναι πραγματικές ιστορίες της Παραμυθιάς.

In this article

Join the Conversation