Οι ιστορίες της Βάβως: Ένας γάμος στην Παραμυθιά του 1950

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά* Έκλεισε η ημερομηνία του γάμου. Μια Κυριακή του Καλοκαιριού του 1950. Πήγε η κοπέλα που θα γίνουνταν νύφη στην Αθήνα...

Την Τετάρτη τα κορίτσια έβαλαν τα προικιά στο γιούκο, τραγουδώντας και παρακαλώντας μέσα από τα τραγούδια η νύφη να είναι καλά και στα δικά τους. Σήμερα άσπρος ουρανός σήμερα άσπρη μέρα σήμερα ζευγαρώνουμε αετό με περιστέρα. Α’ι’τός ήταν περήφανος και η πέρδικα γραμμένη. Ο γαμπρός ήρθε με τους δικούς τους και δεν είχανε δικά τους έθιμα αυτοί κάνανε τους γάμους στη εκκλησιά και τα γλέντια μια μέρα στο σπίτι του γαμπρού.

Βέβαια ο γαμπρός είχε ζήσει στην Παραμυθιά που εργάζονταν ήταν Αστυνόμος, και έκανε όλα τα χατίρια της νύφης. Την Πέμπτη κάναμε τραπέζι σε όλους όσους ήταν συγγενείς κουμπάροι κλπ. Εκεί κάτω από την καρυδιά τα καζάνια έβραζαν συνεχώς όμως το γάμο τον έκαναν οι συγγενείς και οι φίλοι. ‘ήμουν και γω εκεί, αφού η Γιωργίτσα δεν έκανε ότι ήθελε στο νυφικό της Αθηνάς το έκανε στο δικό μου φόρεμα μια και ήμουν παρανυφάκι.
Γλένταγαν τα σόγια πήγαιναν και έρχονταν άνθρωποι μέχρι την Κυριακή.

Ο Θείος μου ο Λάμπρος ο Γκοντώρας τραγουδούσε τόσο ωραία και όλα τα τραγούδια του γάμου. Όταν έστειλε τα δώρα ο γαμπρός ο θείος της τραγούδησε το ξύπνα περδικομάτα μου και ήρθα στη γειτονιά σου. Χρυσά πλεξούδια σου έφερα να βάλεις στα μαλλιά σου. Καλά εκανες και τα έφερες κι ας έκανες και κόπο, ήρθες και μας ομόρφηνες τον άσκημο τον τόπο.

Ήρθε και ο βλάμης να φέρει τα παπούτσια και του έλεγαν πως είναι μεγάλα και να βάλει λεφτά να μη πέσει η νύφη να της κάνουν τα παπούτσια και έβαζε λεφτά και πάλι τον έδερναν και κάποτε βαρέθηκε να τον δέρνουν έβαλε τα παπούτσια στη νύφη και το έσκασε από το παράθυρο.

Έγραψαν τα κορίτσια κάτω από τα παπούτσια τα ονόματα τους και κάποτε ήρθε η ώρα του γάμου. Είχε έρθει ο παπάς με το αντιμήνσιο, ΄Ήταν έτοιμο το τραπέζι με πάνω το Ευαγγέλιο, τα δυο ασημένια πιάτα για τα λεφτά της εκκλησίας και του παπά.

Ήρθε ο γαμπρός να πάρει τη νύφη που πριν από ώρες την είχαν χτενίσει την είχαν στολίσει της είχαν βάλει το πέπλο και την είχαν βάλει να στέκεται μπροστά στο γιούκο και να καμαρώνει τις τραγούδαγαν δε οι φίλες της για πλάκα το νύφη μου καμαρωμένη γιατι είσαι λυπημένη κλπ
Του ρήγα η κόρη κάθεται τραγούδαγε ο θείος μας και ύστερα το εμπάτε αγόρια στο χορό την πέρδικα που πιάσατε και τόσα άλλα που τελειωμό δεν έχουν.

Ήρθε ο γαμπρός να πάρει τη νύφη και να χρυσώσει τα προικιά. Πήγαινε εσύ μου είπε κοντά στα προικιά και πάρε εσύ τη λίρα που θα ρίξω να την έχεις για προίκα και μου άρεσε που θα είχα προίκα και στάθηκα δίπλα στα προικιά και πήρα τη λίρα που την έδωσα στον πατέρα μου και του είπα, είπε ο Θε’ιος είναι προίκα μου.

Έριξε και άλλη λίρα ο γαμπρός και την πήρε η θεία μου η Γιωργίτσα και κείνη για προίκα. Πήρε ο γαμπρός τη νύφη βγήκαμε στην αυλή που ο παπάς έκανε το γάμο και γω στεκόμουνα καλά να με βγάζουν φωτογραφίες ο Μαντέλος αν δεν κάνω λάθος.

Έκλαιγε η γιαγιά μου έκλαιγε η νύφη και γω γέλαγα που είχα και προίκα. Χαζοί που είναι οι μεγάλοι σκεπτόμουνα πρώτα χαίρονται που θα παντρευτούν και μετά δεν θέλουν και κλαίνε.

Τελείωσε ο παπάς το γάμο και μπήκαν όλοι στη σειρά να φιλήσου τα στέφανα της νύφης. Μετά έριχναν ένα μικρό λεφτό για τον παπά και ένα μεγαλύτερο για την εκκλησιά. Τα σόγια του γαμπρού έριξαν περισσότερα και είπαν λεβέντες είναι τον φυσάν τον παρά.  Μετά πήρε ο παπάς τη νύφη και το γαμπρό και τους γονείς και τους έβαλε στο χορό. Μπροστά η νύφη και μετά ο παπάς και ύστερα ο γαμπρός και να ξερει ο γαμπρός ένα τραγούδι μόνο να χορέψει το ποταμέ, τζάνεμ ποταμέ μου, να μην το ξέρουν τα όργανα και να το πουν οι δικοί του.

Μόλις ακούσαν τον ήχο τα κλαρίνα το έπαιζαν συνέχεια μια και ο γαμπρός ήταν χουβαρδάς. Κατόπιν μπήκε στο χορό η μάνα της; νύφης και χόρεψε το κλίμα Μάρωμ πόχεις στην αυλή, και ο πατέρας της νύφης το μωρή κοντούλα λεμονιά. Όσο για μένα τον α’ι’το και του Παπα Λάμπρου την αυλή. Και αφού είχα προίκα κοίταγα μήπως ήταν γαμπρός μα ήταν όλοι μεγάλοι και μόνο τα αδέλφια μου και τα ξαδέλφια μου ήταν μικροί. Δεν είχε κανένα γαμπρό για μένα.

Κάτσε τώρα να χορέψουν οι μεγάλοι. Καλά θα χορεύω πίσω και έκανα σαν να ήμουν πρώτη στο τέλος και έλεγαν μπράβο χορό το χνούταλο, μπράβο. Το γλέντι κράτησε ως το βράδυ, της είπαν το τραγούδι ωραία είναι η νύφη μας, της είπαν το νίδια- νίδια τα σανίδια και όταν βράδιασε έφυγαν όλοι μαζί για να πάνε στο χωριό του γαμπρού στη Σπάρτη. Θα πήγαιναν με το τζιπ της χωροφυλακής πήραν άδεια.

Σε αυτόν τον γάμο την άλλη εβδομάδα δεν είχε πιστρόφια, ένα έθιμο που έχουμε στα χωριά μας γυρίζει το ζευγάρι στο σπίτι της νύφης για να δουν και οι δικοί της ,πως περνάει καλά στο σπίτι του γαμπρού. Αυτά τα έθιμα ήταν στο σπίτι της νύφης στου γαμπρού αν ήταν από τα χωριά μας είχε τα δικά του έθιμα. Μπα’ι’ράκι είχαμε καρφωμένο πάνω στο σπίτι με τη σημαία τα ρόδια και τα λουλούδια. Είχαμαν όργανα με τον Τσίλια, μα και χωρίς όργανα πολυφωνικά με κορυφαίο τον μπάρμπα Λάμπρο τον Γκοντώρα.

Δεν είχε έρθει πεθερά και δεν της είπαμε το τραγούδι έβγα πεθερά στη σκάλα με το μέλι με το γάλα, ούτε της βάλαμε σίδερο για να είναι σιδερένια.
Ούτε της είπαμε το ευκήσουμε μανούλα τώρα στο κινημά μου. Ούτε φορτώσαμε τα προικιά στα ζώα και πίσω να τραγουδάμε στο σπίτι του γαμπρού στην καινούρια τη γωνιά φύτεψα μια λεμοινιά, για ανθίσει να καρπίσει και πολλούς καρπούς να δώσει. Πολλά από τα έθιμα μας δεν έγιναν σε τούτο το γάμο όμως έγιναν τόσα πολλά και ήταν τόσο ωραία που θα μου μείνουν αξέχαστα.

Ύστερα ήταν η πρώτη φορά που έγινα παράνυφος από κει και πέρα όπου γάμος και χαρά η Αλεξάνδρα παράνυφος. Και να μου λεν και στα δικά σου και γω έλεγα ευχαριστώ και όλοι γέλαγαν μα δεν με πείραζε σιγά.

Φωτογραφία αρχείου


*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation