Οι ιστορίες της Βάβως: Στην Παραμυθιά του εμφυλίου, τα χρόνια που με σημάδευσαν

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά* Ήταν χρόνια δύσκολα, και όλοι είχαν στα μάτια τους μια θλίψη έναν πόνο. Μου χαμογελούσαν, όμως και το γέλιο τους...

Σκέπτονταν πως με κάθε θυσία, θα κράταγαν το αγαθό που κέρδισαν με αίμα. Έπαιζα με τα παιδιά στα χαλάσματα, και δεν φοβόμουνα ούτε τις σαύρες ούτε τα φίδια. Μια μέρα έβαλα το χέρι μου σε μια τρύπα ενός τοίχου και μέσα κάτι είχε, Φώναξα πως δεν μπορώ να τα βγάλω, δεν φτάνουν τα χέρια μου, ήμουν μικρή, ίσως επτά χρονών, ίσως λίγο μεγαλύτερη δεν θυμάμαι. Ήρθε ο γιος του κυρίου Σακκά νομίζω και τα έβγαλε.

Μέσα υπήρχαν πολλά -πολλά γράμματα, με φακέλους με γραμματόσημα, που τα δώσαμε στον πατέρα μου που φώναξε άλλους δυο και τα διάβασαν. Νομίζω πως μας κέρασε λουκούμι η μάνα μου και συνεχίσαμε το παιχνίδι μας. Από κείνη την ημέρα ο πατέρας μου με κάποιους φίλους του, εργαζότανε με τα γράμματα. Ήταν πολύ σπουδαία, είπαν και τα έδωσαν στη ΔΙΣ που πάει να πει Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

Εκεί γύρω μένανε πολλές οικογένειες που είχανε πολλά παιδιά. Δεν μας ένοιαζε και πολύ για τo φα’ι’ ή για τον ύπνο. Το παιχνίδι ήταν αυτό που μας καλούσε. Όλη μέρα θα μπορούσαμε να τρέχουμε στις ανηφόρες και στις κατηφόρες, μάνα ψωμί, μια φέτα στο χέρι και δρόμο.

Στα δώδεκα η μεγάλη απόφαση, τέχνη η γράμματα. Σε αυτό η απόφαση ήταν του πατέρα. Σπάνια δάσκαλος πίεζε και κατάφερνε να πείσει να στείλουν τα παιδιά στο γυμνάσιο. Έτσι τα αγόρια όσα δεν συνέχιζαν το σχολείο μετά το Δημοτικό πήγαιναν κοντά σε έναν τεχνίτη.

Αυτός που ήθελε να γίνει σιδεράς πήγαινε σε σιδεράδικο, στην αρχή ήταν παιδί για όλες τις δουλειές δεν πληρώνουνταν και για να μάθουν έκαναν τρία τέσσερα χρόνια, πολλές φορές οι γονείς έδιναν και κάποια χρήματα. Αν ήθελες να γίνει χτίστης το έβαζες κοντά σε μάστορα και έτσι μάθαιναν. Κοντά στο κουρέα, κοντά στον ράφτη, τον τσαγγάρη, στο μπακάλη κλπ. Μη νομίσετε πως επειδή δεν πληρώνονταν είχαν καλή φροντίδα, μπα, έτρωγαν φάπες μέχρι να μάθουν. Κορίτσια, πολύ λίγα πήγαιναν στο γυμνάσιο.

Τα κορίτσια ήταν για το σπίτι μάνες νοικοκυρές. Έτσι, τα πιο πολλά κορίτσια πήγαιναν στην οικοκυρική Σχολή, μα και τις μοδίστρες, που έπαιρναν μαθήτριες. Οργανωμένη Σχολή είχε η θεία μου η Γιωργίτσα.  Άλλη τέχνη ήταν καλτσοπλέχτρα, που έκανε όλων των ειδών τα πλεχτά. Γιατί καλτσοπλέχτρα και όχι φανελοπλέχτρα δεν γνωρίζω. Τότε φόραγαν τις μάλλινες πλεχτές φανέλες και το Καλοκαίρι άνδρες γυναίκες. Ακόμη οι πλεχτές ζακέτες της μηχανής ήταν πιο γερές. Ο αργαλειός ήταν για κάθε γυναίκα, το ίδιο το πλέξιμο και το κέντημα.

Το να καλλιεργείς κήπο ήταν δουλειά της γυναίκας, νομίζω πως από τους ελάχιστους άνδρες που έκανε δουλειές στον κήπο και γενικά ότι χρειαζόμασταν ήταν ο παππούς μας. Του άρεσε πολύ να καλλιεργεί τη γη και να φροντίζει τα δένδρα του. Υπήρχαν σπίτια που είχαν κουζίνες με φωτιά. Στο σπίτι το τούρκικο που μείναμε εμείς πέντε χρόνια, είχε μια τέτοια κουζίνα που η μάνα μου δεν τη χρησιμοποιούσε. Ήταν ένας πάγκος πέτρινος που ήταν κούφιος από κάτω. Είχε τρεις ας τις πω έστίες. Μια για τη φωτιά και δυο που έμπαιναν τα κάρβουνα χωρίς καπνό και μέναν οι κατσαρόλες λαμπερές.

Η μάνα μου μαγείρευε στο τζάκι με την πυροστιά. Είχαμε τρεις πυροστιές τις έκανε ο γύφτος [όπου γύφτος σιδεράς]. Μια μεγάλη για κακάβια και μεγάλες κατσαρόλες. Στα κακάβια τα μεγάλα που ήταν σαν καζάνια κάναμε τον ντοματοπελτέ ή φαγητό [γιαχνί ή στιφάδο για τις γιορτές.] Μια κανονική για κατσαρόλες που κάναμε το φαγητό και μια μικρή που στο κέντρο είχε ένα στογγυλό για τον καφέ μα ούτε αυτή τη έβαζε η μάνα μου για τον καφέ. Το μπρίκι το ακουμπούσε πάνω στην εστία του τζακιού αφού καθάριζε λίγο το χώρο έτσι σιγοψήνουνταν ο καφές και λέει γένουνταν νόστιμος.

Μα όσες πολλές δουλειές κι αν είχαν, πολλά απογεύματα, μαζευονταν κάτω από τη λεμονιά με το πλεκτό τους ή με το κέντημά τους και λέγανε πέντε κουβέντες. Και οι άντρες πέρναγαν από τα καφενεία, να πουν τα δικά τους, να παίξουν και καμιά πρέφα ή μπάτσκα και μη με ρωτήσετε τι είναι δεν γνωρίζω. Εκείνο που χαρακτήριζε την πόλη μας, ήταν τα λουλούδια. Σε όλα τα σοκάκια είχαν ντενεκέδες ασπρισμένους με λεβάντες μαντζουράνες καρυοφύλλια λύκους, γαρουφαλιές, τριανταφυλλιές και το Καλοκαίρι ζήνιες, βασιλικούς πλατιούς, στενούς, μέτριους, αρμπαρόριζα που την έβαζαν στα γλυκά του κουταλιού, και που στην πόλη μας τη λέγανε μπαρμπαρόζα και στους φράχτες ρωλογιές και γλυσίνες. Είχαν κρίνα της Παναγιάς και αγκάθι του Χριστού. Στους πέτρινους τοίχους κρέμονταν οι γαρουφαλιές οι λύκοι και οι κατιφέδες που εμείς τους λέγαμε μερτζιούσια. Στο σπίτι μας, είχαμε πολλές τριανταφυλλιές εκατόφυλλες, άσπρες, κόκκινες, μα και από κείνες που κάνουνε τα σιρόπια για να αρωματίζουνε γλυκά.

Η κοινωνία της πόλης μας, ήταν τριών κατηγοριών. Παλιοί Παραμυθιώτες, υπάλληλοι, και χωριάτες ή ντατσκανάρηδες που τους έλεγαν οι Παραμυθιώτες.

Εκεί ανάμεσα στις μαυροφόρες γυναίκες, στις γριές που είχαν έρθει από τα χωριά και φορουσαν ακόμη τα σεγκούνια και στις γυναίκες της πόλης υπήρχε ένα χάσμα. Τα κορίτσια όλων των οικογενειών κοίταγαν να είναι σεμνά ντυμένες αλλά μοντέρνες. Υποψήφιοι γαμπροί πολλοί, τα γυμνασιόπαιδα που τότε ήταν μεγάλα γιατί είχαν κλείσει τα σχολεία για πέντε χρόνια.

Ανάμεσα στα παιδιά των χωριών και τα κορίτσια της Παραμυθιάς γίνονταν οι πιο πολλοί γάμοι. Έστειλες το παιδί στην Παραμυθιά θα σου έρθει παντρεμένο έλεγαν οι μάνες στα χωριά. Οι πιο πολλές κοπέλες έραβαν τα ρούχα τους μόνες τους. Μεγαλώναμε ανάμεσα στα χαλάσματα, στα οικόπεδα που δεν τα πάταγε κανείς και είχαν βούζια και τις παραδόσεις των φαντασμάτων που βγαίνουν τη νύχτα. Ήταν ο μόνος τρόπος να μας μαζεύουν.

Μεγαλώναμε σκαρφαλώνοντας σε δένδρα, σε βράχους τεράστιους, που μας άφηναν σημάδια, στα γόνατα και στους αγκώνες. Ζήσαμε, μεγαλώσαμε ,αγαπήσαμε τη ζωή και τον ουρανό μας, που τα βράδια του Καλοκαιριού, μας έκαναν να ονειρευόμαστε το αύριο τυλιγμένο στα λευκά πούπουλα της ζωής, όπως τη φανταζόμαστε, όπως πλάθαμε το μέλλον μας, που δεν είναι παρά ένα καθημερινό αύριο ή ένα χθες ξεχασμένο.

Αυτό που σε μένα έμεινε σαν κάδρο πάνω στο κρεβάτι μου, ήταν ο φοίνικας του Νοσοκομείου. Ωραίος, δυνατός, και γεμάτος καρπούς. Πάντα γεμάτος καρπούς. Αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου, καρπούς, μα δεν είμαι φοίνικας. Εκεί στο Νοσοκομείο, έρχουνταν οι γιατροί που ήταν για τους μαθητές.

Εκεί στα σοκακια με τα υπέροχα γκαλντερίμια έμαθα πως όπου κατεβαίνεις και έχει πολλές κατηφόρες, τόσες ανεβαίνεις και είχε πολλές ανηφόρες. Μόνο στον ίσιο δρόμο δεν έχει κραδασμούς.

Έμαθα να αρμαθιάζω χάντρες δακρύων, να τις βάζω σε πολύτιμο γυαλί, σαν αυτό που βάζουν το θείο μύρο, να τις κρατώ στο εικονοστάσι, για να ζυμώσω το ζυμάρι της δικής μου ζωής, βάζοντας της χρώματα φανταστικά, να της βάζω ουράνια τόξα αυτά που ποτέ μου δεν κατάφερα να φτάσω, όσο κι αν τα κυνήγησα. Όσα ξόρκια κι αν τους έκανα.

Μη φοβάσαι ζωή, μη φοβάσαι ήσουν διική μου και ως το τέλος θα σε κρατώ μαζί με τις χάνδρες των δακρύων.

Δεν είμαι τώρα στην πόλη μου, όμως είναι, σαν να είμαι εκεί. Σαν να πλάθω όπως τότε όνειρα στη σκιά του γερο πλάτανου ακούγοντας το νερό της βρυσοπούλας να μου τραγουδάει. Και τούτο το τραγούδι είναι το δικό μου τραγούδι το τραγούδι της ζωής μου.


*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
In this article

Join the Conversation