Οι ιστορίες της Βάβως: Δύσκολα χρόνια, δύσκολος γάμος, δύσκολη ζωή. Δυνατές αναμνήσεις…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Παραμυθιά 1948. "Και συ δεν έχεις καημένε παιδιά;" Τούτη τη φράση την άκουγα πολλές φορές και σαν κακομαθημένο δεν...

Δεν άργησε να έρθει ο Αύγουστος με τα καλά του και την ημέρα της Παναγιάς έγινε γάμος τρικούβερτος. Πέντε μέρες κράτησε. Όργανα, φαγιά, όλα πλούσια. Την Δευτέρα σε οχτώ μέρες πήγαν τα πιστρόφια. Χαρές οι γονείς της.

– Μάνα, είναι πολύ άσχημα τα πράματα, Μας λείπει και το ψωμί πολλές φορές.
– Άμα δεν έχουμε ψωμί τρώμε λάχανα.
Τότε η μάνα της, της είπε έκανα τραχανά να σας βάλω φρέσκο είναι πολύ καλό. Για τις φαμίλιες που έχουν δουλειές ένα και ένα το βράζεις τον ρίχνεις στο σινί και έτοιμοι για το χωράφι στις δουλειές σας.

Το πρωί και το βράδυ ο τραχανάς είναι καλύτερος εγώ για τούτο κάνω τριάντα οκάδες. Ναι ο τραχανάς είναι το καλύτερο φα’ι’ τρως και φεύγεις ζεστός για τις δουλειές.

Δε μίλησε, πριν φύγει από το σπίτι τη μέρα του γάμου της, ο πατέρας της είπε. Πρόσεχε μη μας ρεζιλέψεις δεν θα μπορέσουμε ντότου να δώκομε και τις άλλες πουθενά, και έγιναν θεριά. Μωρέ καλά λένε πως τις τσούπρες τις τραβάει ο διάολος από τα μαλλιά. Τούτος ο λόγος τη στοίχειωσε. Δεν την αγαπούσε κανένας όλοι τις άλλες σκέφτονταν…

Γκαστρώθηκε, με τον άνδρα τα πήγαιναν καλά. Μέχρι την ώρα της γέννας στα χωράφια.

Παιδί να κάνεις, της είπε η πεθερά της, όχι σαν τη μάνα σου που έκανε μόνο τσούπρες. Δεν μίλησε, μέσα της είπε ότι θέλει ο Θεός μάνα. Ήθελε ο Θεός και έκανε αγόρι. Μα αντί να ξεκουραστεί άραξε η πεθερά στο παιδί και κείνη λεχώνα πήγε στο χωράφι. Μια μέρα έπεσε στο σιάδι με πυρετό. Ήρθε και η μάνα της να τη δει, να τη γιατροπορέψει. Μάνα έχω οργιό. Μη σκιάζεσαι είναι από το γάλα. Να το παίρνεις το παιδί στο χωράφι με τη σαρμανίτσα να το ακουμπάς στον ίσκιο να το βυζαίνεις να μην σε καίει το γάλα.

Ο πυρετός σούριξε, κιτέρισε, έγινε σαφράν. Ήρθε τότε στην Παραμυθιά ο Γιαννάκης ο Οικονομίδης. Πήγε να τη δει γνώριζε τον πατέρα της ήταν μακρινό σόι την έβλεπε ο Κούρτης μα τους είπε να την πάνε στο Νοσοκομείο έχει επιλόχειο. Το ίδιο τους είπε και ο Γιαννάκης. Μια θέρμη είναι είπε η πεθερά της θα περάσει.

Σκιάχτηκε. Είπε στον άντρα της αν δεν πάμε στο νοσοκομείο θα σου μείνει το παιδί ορφανό. Θα πάμε στο νοσοκολείο και θα πάμε για τ΄εσένα και όχι για το παιδί, παιδιά κάνουμε και άλλα. Ήταν η πρώτη φορά που της είπε τέτοιο λόγο. Τον έδεσε κόμπο στο μαντήλι που φορούσε μην τον ξεχάσει ποτέ. Πες στην αδελφή σου να έρθει να κοιτάει το σπίτι και μεις αύριο φεύγουμε. Πήγαν στους Φιλιάτες. Επείγον είπαν οι γιατροί και την έβαλαν στο κρεβάτι.

Θέλω να πάρουμε το παιδί και να πάμε στο Βέλγιο. μα γίνεις καλά θα το κουβεντιάσουμε. Ένα μήνα έκατσε στο νοσοκαμείο. Πήρε τα πάνω της. Γύρισε στο σπίτι τις ευχές τις πήρε στο νοσοκομείο . Πήγε και στην εκκλησιά με το παιδί. Παπά μου δεν αντέχω είπε στο παπά που ήταν και θείος της. Τώρα που έκανες παιδί θα αλλάξουν όλα, κάνε λίγο υπομονή.

Ο άντρας της είπε στους γονείς του, πως θα φύγει για την Αθήνα μιας και οι οικοδόμοι  παιίρνουν πολλά λεφτά. Βάλθηκε να μας χωρίσει μουρμούρισε η πεθερά της μα ως εκεί. Του έδωκαν τα εισιτήρια. Να πας στον ξάδελφό σου το Σωτήρη.

Έφτακε στην Αθήνα και σε δυο μέρες έπιασε δουλειά. Της έστελνε γράμμα και μέσα της έβαζε πενήντα δραχμές. Να πάρεις φαγουλάτα να τρως καλά να έχεις γάλα για το παιδί.Τα μεροκάμστα τα έστελνε στον πατέρα του για να φτιάξουν σπίτι.

Σε λίγο θα φύγουν όλοι έλεγε σκανιασμένη η πεθερά της. Εκείνη προσπαθούσε να κάνει δουλειές μα να έχει μόνη της το παιδί. Τα χρόνια περνούσαν δυο τρία, θα πάω μάνα στην Αθήνα το παιδί δεν γνωρίζει τον πατέρα του. Και πήγε στην Αθήνα και έκατσε εκεί και έκανε τρία αγόρια και μια τσούπρα.

Πως πέρασαν τα χρόνια δεν το κατάλαβε. Άσπρισαν τα μαλλιά τους. Εκείνον τον πόναγε η μέση του και κείνη έπαθαν τα νευρα της. Αφού τα παιδιά μεγάλωσαν έπιασαν δουλειά, δεν είχαν κέφι για γράμματα. Έμαθαν τέχνες. Στο χωριό είχαν κάνει σπίτι καινούριο με όλες τις ευκολίες.

Τώρα κάθεται στο σπίτι και μεγαλώνει τα εγγόνια της.Όταν τη ρωτάς πως πέρασες θα σε κοιτάξει και θα σου πει, βάσανα βάσανα βάσανα.

Έτσι πέρασε η ζωή με βάσανα. Εκείνος την φροντίζει και άμα τον ρωτάς πως πέρασε θα σου πει βασιλιάς. Τι περίεργο.

Κάτω από την ίδια στέγη μα εκείνη πέρασε στεγνή ζωή και μαραμένη και κείνος βασιλιάς. Πόσο δούλεψε εκείνος δεν το θυμάται. Θυμάται μόνο τις χαρές που έκανε με τα παιδιά του όταν πήγαινε στο Αιγάλεω στο γήπεδο. Θυμάται που τα πήγαινε να πετάξουν αετό στην Ακρόπολη πίσω στου Φιλοπάππου
Η πεθερά της έφυγε πικραμένη, είχαν φύγει τα παιδιά της όλα για τα ξένα και κείνοι μείνανε δυο κούτσουρα και όμως είχαν μια στενή φαμίλια.

 

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation