-Εσύ γιατί κλαις, μου είπε η μάνα μου;
-Επειδή κλαίει ο Δημήτρης. Με αρπάζει με γυρίζει και μου δίνει δυο δυνατές που άρχισα να κλαίω πιο δυνατά κι από το Δημήτρη.
– Δεν θα πάτε το βράδυ για ύπνο πριν έρθει ο πατέρας σας. Και δεν θα φάτε. Αυτό ήταν το μικρότερο σε λίγο θα περνούσε ο παππούς και μεις θα του λέγαμε πως πεινάμε. Όταν ήρθε ο παππούς ρώτησε νύφη τι έχουν τα παιδιά;
-Έφαγαν της χρονιάς τους.
-Μπα, κάτι άλλο έγινε. Εσύ δεν τα δέρνεις ποτέ τα παιδιά;
– Ο Δημήτρης πατέρα έχει να πάει σχολείο τρεις μήνες, δηλαδη όσο είναι το σχολείο ανοιχτό
-Γιατί Δημήτρη μου ρώτησε ο παππούς μας.
-Δεν μου αρέσει το σχολείο. Έγω θέλω να έχω φάρμα με ζώα.
-Μάθε γράμματα και κάνε όσες φάρμες θέλεις όσο για ζώα έχουμε αρκετά.
– Δικά μου παππού μλου, δικά μου.
-Δικά σου αγόρι μου δικά σου. Έκλαιγε μέσα του ο παππούς μας, ο αδελφός μου είχε το όνομα του Θείου μας του Μήτσου που τραυματίστηκε στον πόλεμο και πέθανε. Η μάνα μου δεν άντεξε και είπε, άκου πατέρα αυτά δεν πήγαιναν σχολείο γιατί την έκαναν τη φάρμα με κουνέλια και περιστέρια. Τα έχασε ο παππούς μου.
– Που την έκαναν τη φάρμα από ότι ξέρω το μοναδικό κτηματάκι που έχουμε είναι πάνω το δικό μας και δεν έχουν εκεί τίποτε.
– Καταπάτησαν ένα μεγάλο χωράφι δίπλα στο ποτάμι, εκεί έβαλαν κουνέλια και περιστέρια δεν μπορείς να φανταστείς πόσα έχουν τα έχουν από την Άνοιξη. Να δω τι θα πει το βράδυ στον πατέρα τους.
– Και η Τσαντούλα γιατί κλαίει;
– Αυτή δεν έκανε τίποτε, όμως έκλαιγε χωρίς λόγο, οπότε τις άρπαξε και κείνη να κλαίει δίκαια όχι χωρίς λόγο.
– Μήπως θα έπρεπε νυφη μου να τους πούμε πως είναι μικροί και έχουν καιρό για αργότερα;
– Δεν έχει αργότερα πατέρα, όταν το είδε η δασκάλα του να περνάει από το δρόμο γερό το ρώτησε γιατί δεν πάει στο σχολείο γιατι νόμιζε η γυναίκα πως είναι άρρωστος. Του είπε τότε πως θα το πει στον πατέρα του. Της απάντησε πως αν το πει θα πάρει το μπιστόλι του μπαμπά μου και μπαμ κάτω να δεις…
Όταν ήρθε ο πατέρας αποφάσισε να πάει να δει τι έκαναν. Έκανε το θυμωμένο μα όταν πήγαμε για ύπνο είπε στη μάνα μας. Αυτόν Βιργινία μην τον φοβάσαι πάντα θα έχει ψωμί. Έπρεπε όμως να του δώσουν ένα μάθημα.
Πήραν και τη Χαρίσαινα και την Κυριακή μετά την εκκλησία πήγαν στη φάρμα των παιδιών. Τα περιστέρια έφυγαν. Τα κουνέλια επίσης όσα μάζεψαν τα παιδιά τα άφησαν γιατί άκουσαν πως θα τα φάμε στιφάδο, έτσι αγρίεψαν και χάθηκαν. Τα καλύβια που ήταν χτισμένα με πέτρες και είχαν πόρτες από ντενεκέ τους τα χάλασαν και κείνα έκλαιγαν το κτήμα μας, η φάρμα μας. Κάναμε τόσο κόπο να κάνουμε τα σπιτάκια, μη τα χαλάτε, μα η απόφαση ήταν να τα χαλάσουν τα ίδια έτσι βοήθησαν και οι μεγάλοι..
Έτσι έληξε άδοξα η περιπέτεια των δύο κουνελοπεριστεροτρόφων.
Ο Γιώργος τώρα μένει στην Αθήνα αφού γύρισε από το Βέλγιο και ο Δημήτρης που εργάστηκε σαράντα χρόνια τα είκοσι πέντε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας είναι στην Παραμυθιά και καλλιεργεί τη γη και κάνει ανθόκηπους και έχει κότες και του αρέσει πολύ.
Αλήθεια τι δουλειά είχαμε εμείς στην Αθήνα; Εμείς ήμασταν γεννημένοι χωριάτες.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation