Οι ιστορίες της Βάβως: Μαθήματα ζωής στη Παραμυθιά το 1953

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά* Την έβλεπα στητή αγέρωχη με τα χέρια στη μέση και την κεντησμένη της ποδιά να μας λέει, να μας λέει,...

Οι μεγάλες κόρες της δέκα τέσσερα και δέκα έξι πήγαιναν στην Οικοκυρική σχολή να μαθουν τέχνη. Κοιτάτε, αν σας κοιτάξει κανένας. Μα χαμηλώστε αμέσως τα μάτια μη σας περάσει και για ξεπεταγμένες. Αν κάνει να σας πιάσει το χέρι, τρέχτε, να τους λέτε, με το στόμα μπάρα, μπάρα, με τα χέρια κρατημάρα.

Ήμουν πολύ περίεργη για όλα τούτα. Ρώτησα και τη γιαγιά μου μέσα στην πλήρη άγνοια που είχα, εκείνη έπρεπε να ρωτήσω, εκείνη που στα μάτια μου φάνταζε σοφή, η καλή μου η γιαγιά μου. Γιατί γιαγιά μου;
– Πρόσεχε μη σε αγγίξει κανένας γιατί αν φας τη ντροπή με ένα σπυρί αλάτι τότε χαντακώθκες για πάντα. Συνέχιζε, μη δει το πετσί σου άνδρας, γιατί τότε πάει χάθκες θα είσαι σαν του δρόμου.

Αυτά τα ακούγα μα μέσα μου είχα πολλές δυσκολίες να τα καταλάβω. Ρώτησα τότε και γω, τη θεία μου τη Γιωργίτσα, και με πήρε από τα μούτρα. Κοκκίνισε και με πολύ αυστηρό ύφος μου είπε.
– Τι κουβέντες είναι αυτές που τις έμαθες;. Δε χαντακώθκες που λες τέτοιες κουβέντες; Τι ντροπές και τι χαντακωμάρες είναι αυτές;
-Να χαντακωθώ βρε θεία αλλά να μη ξέρω γιατί να χαντακωθώ.
– Ρώτα την Αθηνά παλιόπαιδο έ παλιόπαιδο.

Δεν έκλαψα γιατί δεν μου άρεσε ποτέ να κλαίω παρα μόνο από συγκίνηση. Και πήγα και κάθησα στην αγκαλιά της θείας μου της Αθηνάς που μου είπε, πάλι ορθογραφία δεν διάβασες; Έλα θα διαβάσουμε μαζί.
Θέλω να σου μιλήσω θεία μου, γιατί μίλησα στη γιαγιά και κείνα που μου έλεγε δεν τα κατάλαβα το μόνο που κατάλαβα είναι ότι πρέπει να ντρέπομαι μα εγώ δεν ντρέπομαι. Ρώτησα και τη θεία τη Γιωργίτσα, με αγριοκοίταξε κοκκινισμένη και νευριασμένη και μου είπε και κείνη να ντραπώ.
-Λεγε τι θέλεις και θα βρούμε τη λύση.
-θεία ήμουνα σήμερα με άλλα κορίτσια και μας έκανε μάθημα η θειά η ——
μας είπε το και το.
-Ξέρεις πόσο χρονών είσαι.
-Δώδεκα.
-Δώδεκα, καλά θα γίνεις δώδεκα σε λίγο, μεγάλωσες, όχι όμως τόσο πολύ για να κάνουμε αυτήν την κουβέντα. Πες μου τι σε φόβισε;
-Είπε πως αν με αγγίξει ένας άνθρωππος να χαντακωθώ.

– Άκου κούκλα μου τσαντούλα, σαν μεγαλώσεις μα και τώρα να προσέχεις πως μιλάς, είναι κόσμημα μεγαλύτερο και ωραιότερο η ντροπαλότητα σε μια κοπέλα από τα ωραία μαλλιά τα ωραία σκουλαρίκια με τις τετραμίδες, το ωραίο φόρεμα. Σχολείο θα πας, συμμαθητές και συμμαθήτριες θα έχεις, βέβαια θα μιλάς και γιατί όχι, ακόμη και θα γελάς, θα γελάς κόσμια δεν θα χαχανίζεις. Θα μιλάς και χαμηλόφωνα έτσι θα ακούν και θα προσέχουν τι λες. Και η ζωή, θα σου μάθει αυτά που χρειάζεται να ξέρεις. Μη ντρέπεσαι λοιπόν απλώς η γιαγιά και η θεία σου δεν κατάλαβαν τι ήθελες να τους πεις.

Σήμερα σκέπτομαι τούτα τα πράγματα κοιτάω γύρω μου και βλέπω κορίτσια και αγόρια ωραία μορφωμένα με καλές δουλειές να είναι ανύπαντρα. Ακουγα και τότε και χρόνους μετά, όταν ήμουν δέκα τέσσερα χρονών να λέει μια φράση που τότε την άκουγα με φρίκη. Όποιος βρίσκει και ———- τύφλα του κι αν παντρευτεί.

Μήπως τότε που τα κορίτσια ήταν μαζεμένα ντροπαλά, μήπως τότε έδειχναν ενδιαφέρον τα αγόρια για τα κορίτσια;
Μήπως επειδή και το ντύσιμο δεν ήταν τόσο προκλητικό ή μάλλον ήταν πολύ σεμνό προκαλούσε συστολή στα αγόρια για να τους μιλήσουν.
Αυτές τις σκέψεις μου έφερε μια ποδιά που κέντησα για να κάνω τα πρόσφορα γιατί στο ψωμί και στα πρόσφορα θέλει άσπρη ποδιά.
Σήμερα οι πιο πολλοί γονείς έχουν άγχος που δεν παντρεύονται τα παιδιά [αγόρια και κορίτσια.]

Εχω φίλη, μικρή, τόσο μικρή ίσα με την κόρη μου, όμως είναι φίλη μου είμαστε από τον ίδιο τόπο γνωρίζω τους γονείς της όμως είναι μια από τις μικρές μου φίλες.
Πάντρεψε την κόρη της μετά το λύκειο.
Τώρα έχει και εγγονάκι. Της είχα πει τότε, δεν είναι μικρή;
Και κείνος μικρός είναι, τώρα γύρισε από φαντάρος και μεις και οι γονείς του είμαστε νέοι, θα τους βοηθάμε στα δύσκολα. Και γω στην παντρειά μου, ήμουν είκοσι χρονών.

Έχω τα παιδιά μου μεγάλα, με βοηθούσε και η μάνα μου στο μεγάλωμα των παιδιών και τώρα μεγαλώνουμε τα εγγόνια μας και οι γονείς μου τα δισεγγονά τους.
Ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου; Η οικογένεια που δεν σε αφήνει άδειο κουφάρι μα σε γεμίζει από αγκαλιές, φιλιά και κόπο, και αγάπη και τούτη όπως εσύ ξέρεις μήτε αγοράζεται μήτε πουλιέται.
Την κοίταξα με θαυμασμό δεν περίμενα να μου πει αυτά που μου είπε,αν και τη γνωρίζω από μωρό, έχω ακούσει γυναίκες της δικής της ηλικίας και της δικής μου καμιά φορά, που μου λένε, εγώ τι έκανα στη ζωή μου;
Και ξεχνάν πως υψώθηκαν εκεί που τις έταξε ο Θεός να υψωθούν, έγιναν μάνες έγιναν δημιουργοί. Ακολούθησαν το Αυξάνεστε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε τη γη.

Και βλέπω και κείνες της φωτογραφίες μνήμης του δικού μου καιρού που με μια γκαζόλαμπα στο κέντρο της τάβλας ή του τραπεζιού διάβαζαν από δανεικά βιβλία. Δεν θέλω σήμερα να πω τίποτε άλλο πως ίσως η απλότητα η σεμνότητα, η λιτότητα το μέτρο ήταν αυτό που μας έκανε τα χρόνια εκείνα τα παλιά μα και τα σημερινά στα χωριά μας να είναι πιο καλά και η ζωή να έχει νόημα να έχει γέλιο.

Ζωή χωρίς βάσανα δεν υπάρχει, όμως και ζωή χωρίς τις αληθινές χαρές πάλι δεν είναι ζωή.

 

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
In this article

Join the Conversation