Οι ιστορίες της βάβως: Ένας διαφορετικός επισκέπτης λίγο πριν τα Φώτα

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Χρονιάρες μέρες. Μέρες γιορτινές με ανοιχτές τις καρδιές μας. Τότε η ζωή ήταν διαφορετική. Ο άνθρωπος του τότε είχε...

Ο πατέρας της και τα αδέλφια της τώρα, και ο παππούς της τα παλιότερα χρόνια γύριζαν στα χωριά για ζώα. Ήταν ζωέμποροι, και κοιμούνταν στα χωριά στα σπίτια του κόσμου. Έτσι και μεις είχαμαν το σπίτι μας ανοιχτό, τάμπαρος, που έλεγε η θειά μου η Τσίλω (Βασίλω, Βασιλική) και χόλιαζε για τον κόσμο και τι θα πει ο κόσμος, που έχεις και τσούπρα, όπου τσούπρα είμαι εγώ.

Έφερε ο πατέρας τον άνθρωπο κι αφού η μάνα μας τον καλωσόρισε ρώτησε αν θέλει καφέ, τσίπουρο ή ούζο. Βάλε τσίπουρο είπε ο πατέρας στο μαγαζί τσίπουρο έπινε, βάλε και μένα ένα, βάλε και μεζέ. Έβαλε η μάνα μας τσίπουρο, τηγάνισε αυγά, έβαλε ελιές και τυρί. Τότε ήταν αυτό πολύ καλός μεζές, ήταν εκείνα τα χρόνια, μεζές για γαμπρό όχι μόνο για ξένο. (Όταν πήγαιναν σε ένα σπίτι γαμπρό τα χρόνια εκείνα, του βάζανε για μεζέ τηγανητά αυγά ομελέτα που τα πασπάλιζαν με ζάχαρη να δείχνουν αρχοντάδες.)

-Βασίλη σε λίγο θα είναι έτοιμα και τα μακαρόνια. Έβαλε το νερό να βράσει μακαρόνια, και δίπλα ένα κατσαρόλι για τη σάλτσα. Αυτή τη σάλτσα την έκανε με σάλτσα ντομάτα πελτέ που τον έκαναν μόνες τους τον Αύγουστο, κρεμμύδια σκόρδα ψιλοκομμένα, και ρίγανη, ή κεδρομπούμπουλα. Θα τα έκαιγε τα μακαρόνια με βούτυρο, και με κόκκινο καυτερό πιπέρι τα μισά και με γλυκό κόκκινο πιπέρι, για μας. Θα έβαζε στο τραπέζι και γαλοτύρι. Αν δεν έκανε σάλτσα τότε θα έριχναν κεφαλοτύρι τριμμένο.
– Να φύγω δάσκαλε, είπε ο επισκέπτης μας, βάζω σε δουλειά τη δασκαλίνα.
– Εμείς δεν θα τρώγαμε; του είπε η μάνα μου…
– Βλέπω έχεις ένα τσούρμο παιδιά.
– Του Θεού είπε η μάνα μου.
Βοήθησα και γω είπε ο πατέρας μου και η μάνα μας τον αγριοκοίταξε.
-Άσε χριστιανέ μου, είπε η μάνα μας, μη σκέφτεσαι, και μένα οι δικοί μου στους δρόμους είναι. Ο πατέρας και τα αδέλφια μου, κάποιες γυναίκες τώρια, ίσως τους βάζουν φαΐ.
-Έκατσε χωρίς να κραίνει και χωρίς να λέει γιατί ήρθε στην Παραμυθιά.
Είσαι σοβαρός σαν τον αδελφό μου τον Αλέξη, είπε η μάνα μου. Άκριντος είναι κι ο Αλέξης μας, μα είναι πολύ καλός.
-Ήρθα να δω ένα φίλο, μα δεν τον βρήκα. Ξένος είναι και τούτος στον τόπο σας.
-Δεν τον ρώτησαν ποιος. Και γιατί να τον ρωτήσουν; Αν ήθελε κάτι να πει θα το έλεγε μόνος του.

Η μάνα μου του έστρωσε στο κρεβάτι μου, και χαρά εγώ που θα κοιμόμουνα με τα αδέλφια μου και είχα μεγάλη χαρά γιατί κάθε μέρα αυτά έπαιζαν μέχρι να φωνάξει ο πατέρας μας στα κρεβάτια σας, δεν βλέπετε η αδελφή σας; Και γω σκάνιαζα μοναχή μου και πως να έκανα φασαρία, μόνη μου;

Το βράδυ εκεί γύρω στις οχτώ λίγο πριν τον ύπνο ήρθε ο παππούς μου να μας καληνυχτίσει και να μας φέρει τις σπασμένες ζαχαρόκουκλες από το μαγαζί. Μόλις τον είδε ο ξένος πετάχτικε και τον αγκάλισε. Βλάμη μου, βλάμη μου.
-Ωρέ πως βρέθκες εδώ, τι αέρας σε έφερε πάλε.
-Τα παιδιά σου είναι βλάμη μου;
-Τα παιδιά μου είναι.
-Πως;
-Θα τα πούμε αύριο πουρνό- πουρνό γιατί πρέπει να πάω για τα Γιάννενα.
-Που τον βρήκες το βλάμη Βασίλη μου;
-Δεν τον βρήκα ούτε με βρήκε, βρεθήκαμαν στο καφενείο του
Βγήκαν σιαπάνου κι ας είχε νυχτώσει.

Απο που ήταν, από που έρχουνταν, που θα πήγαινε, δεν τον ρώτησε ούτε η μάνα μας, μήτε ο πατέρας μας, όμως το ότι ήταν βλάμης του παππού ήταν σα να γνώριζαν. Σίγουρα βλάμηδες ήταν από το στρατό. Σαν πέρασαν τα χρόνια και βρεθήκαμε στην Αθήνα, τον βρήκαμε και μας βρήκε. Βλεπόμασταν συχνά και με την οικογένειά του.

Ο άνθρωπος, ο φτωχός, ο αγράμματος, ο μεροκαματιάρης, ήταν αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Ήταν σε αποστολή. Κανένας δεν έπρεπε να τον δει, ούτε στα ΤΕΑ, ούτε στη χωροφυλακή, έπρεπε να φτάσει σε κάποιο χωριό έτσι φτωχός για τσομπάνης. Εκεί τότε δρούσαν πράκτορες Αλβανοί και Ιταλοί. Περίεργο να μην το ήξερε ο πατέρας μας. Ίσως φυλάγονταν από τα παιδιά, εμάς δηλαδή.

Οι Αλβανοί εύκολα περνούσαν για δικοί μας, αφού τότε πολλοί μιλούσαν αρβανίτικα και όταν βρήσκονταν ανάμεσα σε αρβανιτόφωνους έλληνες έβρησκαν και καταφύγιο και έπαιρναν και μυστικά, όπως, που έχει χωροφυλακή, πόσους άνδρες έχει, που έχει ΤΕΑ, πόσους έχει, που έχει φυλάκιο φυλάγεται όλη την ημέρα; Πότε αλλάζουν βάρδιες…..κλπ Ήταν τότε ένας άλλος πόλεμος μετά τον πόλεμο. Ένας τέτοιος πόλεμος, νομίζω πως έχει φουντώσει και τα τελευταία χρόνια που βλέπουν την πατρίδα μας αδύναμη.
Είναι όμως πολύ διαφορετικός αυτός ο πόλεμος, δεν έχει στρατό κι αν έχει είναι στην πατρίδα τους. Αυτό το κομμάτι δεν θα το έγραφα δημόσια ποτέ. Όμως και τούτα τα χρόνια, είναι δίσεκτα, πρέπει όλοι μας να γίνουμε φρουροί της πατρίδας μας πριν είναι αργά.

Πολλές χιλιάδες είναι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Λαθρομετανάστες. Είμαστε σίγουροι πως ανάμεσά τους δεν υπάρχουν πράκτορες;

Να σας πω, πως τότε σε χωριό μια ώρα με τα πόδια από την Παραμυθιά, έπιασαν πράκτορες αλβανούς που δρούσαν, από τα αποτσίγαρα, που ήταν από τσιγάρα Αλβανικά. Ο καφετζής, άκουγε πως πρέπει να προσέχουν, το είπε στον παπά πως τα αποτσίγαρα δεν ήταν σαν τα ελληνικά. Ο παππάς το είπε στο δάσκαλο και ο δάσκαλος στο στρατό. Προσοχή όλοι μας. Μπορεί ανάμεσα στους δυστυχισμένους να είναι πολλοί προδότες κατάσκοπποι, της πατρίδας μας.


*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
In this article

Join the Conversation