Γέννημα – θρέμμα της Θεσπρωτίδας Γης ο Φώτης : « Γεννήθηκα το 1929 στην Ποταμιά… » μας γνωρίζει αυτοβιογραφούμενος. « …Φοίτησα μέχρι την Τετάρτη τάξη στο Δημοτικό Σχολείο Ποταμιάς. Τον Σεπτέμβριο του 1939 εγγράφομαι στην Ά τάξη του οχτατάξιου Γυμνασίου Παραμυθιάς. Αποφοίτησα το 1950, χάνοντας τρία χρόνια κατά τον πόλεμο και την κατοχή… ».
Στη συνέχεια μας γνωρίζει πως αποφοιτώντας από τη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων, διορίζεται ως δάσκαλος το 1953 και υπηρετεί σε διάφορα σχολεία του Φαναρίου ως το 1977, όταν μετατίθεται στην Αθήνα και από εκεί το 1981, σε σχολείο της Γερμανίας ως το 1986 που επέστρεψε στην Ελλάδα και συνταξιοδοτήθηκε. Για τόσα χρόνια υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός σε σειρά σχολείων της περιοχής μας, του κέντρου και του εξωτερικού ( για τους Έλληνες μετανάστες ). Με μεράκι, με φρόνηση, με λογισμό και όνειρο – φλόγα στους νέους να δώσει τη γλώσσα ελληνική. Αλλά δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, καθώς η διαρκής ενασχόληση του, το ανήσυχο πνεύμα του, το ασίγαστο ερευνητικό του πάθος, τον ανέδειξαν σε μια πολυσχιδή προσωπικότητα, ώστε κατά «δικαίαν και αντικειμενικήν κρίσιν» να καταλαμβάνει κορυφαία θέση πνευματικού άνδρα στην Θεσπρωτία και στην Ήπειρο. Από τα φοιτητικά μου ακόμα χρόνια, η μνήμη μου τον συναντά κάπου στο κέντρο της Αθήνας, πάντοτε περιποιημένο, κουστουμαρισμένο, γραβατωμένο, να κατηφορίζει τη Σόλωνος, να οδεύει προς τα Εξάρχεια, να επιστέφει προς την Ακαδημία, διαβαίνοντας από στενά και φαρδιά δρομάκια, με την τσάντα του ανα χείρας.
Να εισέρχεται στα βιβλιοπωλεία, να ρωτάει, να ζητάει, να ψάχνει και να αγοράζει. Και τι δε μάζευε από βιβλία. Κάθε φορά που προσέθετε στη συλλογή του το νέο του απόκτημα, ευδαιμονικός φωτισμός περιέλουζε το πρόσωπο του. Συχνά μάλιστα σε αυτές τις περιπτώσεις, φεύγαμε από τους Αδελφούς Τολίδη – το μόνιμο στέκι μας – για κάποια ταβερνούλα, να το γιορτάσουμε και να το συζητήσουμε το πράγμα με λίγη οινοποσία. Καθότι έτσι απαιτούσε το Αθηναίικο κλίμα της εποχής. Αργότερα πάλι, τον βλέπω χωμένο στο κάθισμα του γραφείου του, ανάμεσα στα βιβλία του – ένας τεράστιος όγκος βιβλίων, ένα ολόκληρο σπίτι βιβλία, εκεί στο χωριό του την Ποταμιά. Να μελετά, να γράφει, ένα βιβλίο να ανεβάζει άλλο να κατεβάζει, συνομιλώντας μαζί τους τρεφόμενος πνευματικά, αδιαφορώντας χαρακτηριστικά για την άλλη τροφή ακόμη και όταν η σύντροφος του Σπυριδούλα τον προσκαλεί στο οικογενειακό τραπέζι.
Και κάποτε – κάποτε να μου τηλεφωνεί : « Κώτσιο, ο Φώτης είμαι. Ξέρεις τη βρήκα… », για να μοιραστεί μαζί μου το καθετής που ανακάλυπτε ερευνώντας. Όμοια τον φέρνω μπροστά μου, πάντα με την τσάντα του ανα χείρας, να περιδιαβαίνει την αγορά, στο « παζάρι της Παραμυθιάς », « άχαμνο σοκάκι » το λέγαν οι παλιοί . Να χαιρετάει όλους με περίσσεια ευγένεια, χαμογελώντας πάντοτε εγκάρδια. Συχνά να κοντοστέκεται για να συνομιλήσει με τους γνωστούς του. Μερικές φορές να βγάζει το σημειωματάριο, σημειώνοντας εκεί στα όρθια οτιδήποτε προέκυπτε από τη συζήτηση : καμιά ενδιαφέρουσα φράση, κάποια λέξη, κάποιο άγνωστο τραγούδι – ποίημα, κάτι που συμπλήρωνε τη συλλογή του για το συγγραφικό του έργο. Να περνάει από τα μαγαζιά και προ πάντων να καταλήγει στον πιο οικείο του χώρο, στο βιβλιοπωλείο του Θωμά. Να ακουμπάει προσεκτικά την τσάντα του και από συνήθειο ( = έξις, δευτέρα φύσις ), να ψάχνει στα ράφια, μπας και έμεινε ξεχασμένο και αζήτητο κανένα βιβλίο του ενδιαφέροντος του. Και πάντα ο Θωμάς φρόντιζε για τους πραγματικούς αναγνώστες και ερευνητές. « Πηγή ακένωτος » το εμπόρευμα του.
Γιατί ο Θωμάς μπορεί « να μην διάβασε ποτέ του κανένα βιβλίο, αλλά το εμπορεύθηκε με πάθος » καθώς εμπνευσμένα και αποφθεγματικά αποφάνθηκε κάποτε γι’ αυτόν ο ίδιος ο Φώτης. Άλλοτε πάλι, περιτοιχισμένος από φίλους, συνομιλητές του να απαντά και να τοποθετείται με απολυτή νηφαλιότητα και με αφοπλιστική επιχειρηματολογία, με σειρά θεμάτων για την τοπική ιστορία, τη λαογραφία και την εν γενεί πολιτιστική μας παράδοση. Αλλά και για κάθε θέμα που αφορά στον άνθρωπο, ως πραγματικός ουμανιστής, διανοητής και λόγιος. Προ πάντως όμως, αφουγκράζομαι το βηματισμό του, καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά του γραφείου μου για να με συναντήσει, αναγγέλλοντας στην είσοδο φωναχτά την άφιξη του, « Κώτσιο, είμαι εδώ » και να εισέρχεται διακριτικά ( συνήθως και εγώ τον περίμενα, καθώς φρόντιζε να με ειδοποιήσει εκ των προτέρων για την επίσκεψη του ).
Κάποιες φορές, να μου δίνει ένα βιβλίο που τύχαινε να το έχει διπλό, αντίγραφα παλαιών και δυσεύρετων εκδόσεων, φωτοτυπημένα δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών, αντίγραφα από τις εργασίες του ( που ανταλλάσσονταν με τις δικές μου ) και διάφορα έντυπα σχετικά με θέματα του κοινού ενδιαφέροντος μας. Να συζητούμε επί ώρες για όλα αυτά. Να συνεργαζόμαστε πολλαπλά, πρακτικά και θεωρητικά, για την εκδοτική προσπάθεια και το εγχείρημα της, αλλά και σε όλα τα θέματα που μας βασάνιζαν και που τα αγαπούσαμε. Αλλά και για την καθημερινότητα μας να μιλάμε και με τον τρόπο αυτό να διαπιστώνω διαρκώς πόσο σταθερά αγαπούσε την οικογένεια του: τη σύζυγο του Σπυριδούλα που τον « ανεχόταν » ( καθώς ο ίδιος μου έλεγε ) στο να κάνει τα δικά του, καθώς και στις δυο του κόρες, Άννα και Ερμιόνη, που στο άκουσμα και μόνο του ονόματος τους αντραλωνόταν, καμαρώνοντας ασύστολα για τους γαμπρούς και τα εγγόνια του.
Τώρα που ο Φώτης είναι μόνο στο νου και στις καρδιές μας, έχοντας περάσει τα μυθικής έμπνευσης μονοπάτια του Κάτω Κόσμου της Θεσπρωτίδας γης, που τόσο στη ζωή του αγάπησε, πόνεσε και υπηρέτησε ζηλωτικά, ως σπάνιο πνευματικό της τέκνο. Σε αυτήν αφιέρωσε όλη τη ζωτικότητα του, σκαλίζοντας στην ιστορία της από αρχαιοτάτων χρόνων ε ως σήμερα. Παθιασμένος ερευνητής, εργασιομανής ιστοριοδίφης, ερασιτέχνης λαογράφος, κατ’ επάγγελμα εκπαιδευτικός, κατά προσωπική μου εκτίμηση ο κύριος « αρβανιτολόγος » της περιοχές μας, αφήνει τεράστιο συγγραφικό έργο, αν και ανέκδοτο σχεδόν στο σύνολο του.
Μόλις που πρόλαβε να εκδώσει τη « ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ » αφήνοντας στη μέση – στα σκαριά της έκδοσης τις « ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ». Αλλά και υπόλοιπη εργογραφία του από εκπαιδευτικά, διδακτικά κείμενα, κείμενα λαογραφίας – ιστορίας – λογοτεχνίας, κριτικά κείμενα και αναλύσεις βιβλίων κ.ο.κ, αξίζει της ευρύτερης ανάδειξης και αναγνώρισης. Είναι αλήθεια πως ο Φώτης Αθανασίου φεύγει από τον κόσμο τούτο ( τι περίεργος κόσμος ) χωρίς να έχει επίσημα αναγνωριστεί η αξία του ως συγγραφέα. Χωρίς να έχει το έργο του τη θέση που του ταιριάζει στη βιβλιογραφία. Όχι τόσο επειδή δεν εκδόθηκε πλήρως και δεν κυκλοφορήθηκε πλατεία ( και τούτο δεν είναι πάντοτε υπόθεση ενός προσώπου ), αλλά πρωτίστως επειδή ο Φώτης υπήρξε πάντοτε μοναχικός συγγραφέας, εκ πεποιθήσεως και εξ αυτής της θεματολογίας της συγγραφής του. Πολλοί ήταν ασφαλώς αυτοί που γνώριζαν και είχαν ξεχωρίσει τη συγγραφική του δεινότητα, πλην όμως δεν ήταν λίγοι και αυτοί που του « γύρισαν την πλάτη » ( και πάλι, τι περίεργος κόσμος! ). Ό,τι είχα ολοκληρώσει το προλογικό σημείωμα για την έκδοση των « Αρβανίτικων Παροιμιών » του, όπως μου είχε αναθέσει ο ίδιος με εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο μου να το πράξω, όταν επιδεινώθηκε η υγεία του.
Εν τέλει δεν προλάβαμε να κάνουμε την έκδοση τούτη, όπως ο Φώτης δεν πρόλαβε να δει τη δική μου συμβολή σε αυτή ολοκληρωμένη. Ας είναι. Ίσως να ανοίγεται κάποιο χρέος να εξεταστεί το ενδεχόμενο, τα παιδιά του Άννα και Ερμιόνη με τη συνεπικουρία όλων μας, να προχωρήσουν την υπόθεση αυτή έτσι όπως την ξεκίνησε ο πατέρας τους και διακόπηκε τώρα εξ αντικειμένου, ελπίζω προσωρινά. Φρονώ πως αυτό θα είναι και η καλύτερη προσφορά στη μνήμη ενός ανθρώπου τόσο δημιουργικού, πνευματικού και πολύ ιδιαίτερου, τον οποίο θα πρέπει οι της οικογένειας του με υπερηφάνεια να ενθυμούνται, απλά γιατί υπήρξαν και συνέζησαν μαζί του, ως σύζυγος, παιδιά και εγγονοί του.
Μαζί με την ευχή μου να είναι αιώνια η μνήμη του, θέλω να προτρέψω όσους γνωρίσαμε, συναναστραφήκαμε, συνεργαστήκαμε, συζήσαμε και αγαπήσαμε τον Φώτη, να φροντίσουμε για την μνήμη του, οδεύοντας με μπούσουλα την – αγαπημένη του – ποιητική φράση: «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
Join the Conversation