Οι ιστορίες της Βάβως: Το ψωμί του γάμου… τα “κανίσκια”

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Καλοκαίρι του 1950. Σε λίγες μέρες είχαμε γάμο που θα γίνονταν στην Κρυσταλλοπηγή Παραμυθιάς Η γιαγιά μου από μέρες...

-Τι θες να κάνω μάνα για κανίσκι.
-Βάλε νύφη μου ότι θες, αυτά που δεν έχουν στο χωριό. Μέντα και τριαντάφυλλο έχουν, τσίπουρο θα χρειαστούν κι ας έχου, βάλε ότι θες.
-Πήρα δυο κανίστρες καινούριες να τις έχει η τσούπρα και μετά.
-Το αρνί νύφη θα το πάμε ζωντανό, τα ψωμιά θα τα κάνω εγώ, εσύ να κάνεις το μπακλαβά.
-Μάνα θα κάνω μπακλαβάδες, και πολλά τυροπιτάκια την προηγούμενη τι λες πόσα να κάνω;
-Εσύ ξέρεις νύφη μου, εσύ ξέρεις, πάντα μας ξεντροπιάζεις.
Θα κάνω και γαλατόπιτες δυο τρεις.
-Που θα τα βάλουμε;
-Στις λαμαρίνες από το φούρνο στο αυτοκίνητο και στο γάμο αποβραδίς.
-Θα τα καταφέρουν ωρ νύφη μου από της τετάρτη ώς το Σαββάτο;
-Και μεις που θα ήμαστε, με το αυτοκίνητο, φραπ, τσαφ και να φτάξαμαν.
-Ας κάνω τα ψωμιά και ότι πεις νυφούλα μου.

Εμείς θα κατεβαίναμε για ύπνο στην κουζίνα άλλο που δεν θέλαμε. Το ζύμωμα του ψωμιού, το ψωμοσκάφιδο, η σίτα η ψιλή και η χοντρή. Η γιαγιά μας έβαλε δίπλα της το αλεύρι το σταύρωσε και το τραγούδησε με ένα μοιρολόι. Κατόπιν έβαλε το προζύμι με λίγο αλεύρι σε ένα κακάβι να γένει. Αυτό το έκανε πάντα το βράδυ έτσι νύχτα πριν λαλήσουν οι πετεινοί άρχιζε το ζύμωμα.

Από το βράδυ είχε σιτίσει το αλεύρι με λίγο, πολύ λίγο, δυο τρεις κουταλιές αλεύρι από μοσκοσίταρο και δυο τρεις κουταλιές από τριμμένα ρεβύθια. και το αλεύρι στο μεγάλο σκαφιδόψωμο. Εκεί ζύμωνε εννιά ψωμιά πολύ μεγάλα ίσως τρεις οκάδες το κάθε ένα.

Έβαζε το άσπρο της μαντήλι, αν και όσο τη θυμάμαι πάντα φόραγε μαύρα ρούχα ακόμη και ποδιά και μαντήλι μαύρο. Όμως για το ψωμί το μαντήλι άσπρο δεμένο πίσω να μην πέσει καμιά τρίχα και γένουμε ρεζίλι. Και η ποδιά του ψωμιού άσπρη.
Και κει που έκλαιγε, έλεγε, άει νισιάνι μου, να πας καλά να ζήσεις καλά, να κάνεις ένα τσούρμο παιδιά να γιομόσει το σπιτάκι της αδερφούλας μου.

Εκείνο το πρωί τη θυμάμαι να έχει βάλει στο μεγάλο ψωμοσκάφιδο πολύ αλεύρι. Έκανε μια μεγάλη γούρνα καθώς το σταύρωνε και έριξε αλάτι χοντρό. Μετά, έριξε μέσα το γινωμένο προζύμι και με τα μικρά της χεράκια, άρχισε ένα παιχνίδι με το αλεύρι.
Άρχιζε σιγά- σιγά να το φέρνει προς τη μέση της σκάφης το αλεύρι να αγκαλιάσει το προζύμι, και πάλι από άλλο σημείο ακριβοδίκαια θαρρείς να μην παραπονεθούν οι κόκκοι του αλεύρου. Και σιγά σιγά με ένα πιάτο μικρό καλα’ι’σμένο έριχνε μέσα χλιο νερό που έπαιρνε από ένα κακκαβούλι που μέσα είχε χλιαρό νερό γιατί το ζεστό σκοτώνει το προζύμι. Ζύμωνε τόσο μέχρι που να μην μείνει αλεύρι στις άκρες και ξανά, νερό αλεύρι από τις άκρες προς τα μέσα.

Έτσι προζύμι αλεύρι και νερό σιγά σιγά γίνονταν μια σφιχτή ζύμη. Τα χέρια της που ώς τώρα έφερναν το αλεύρι προς τα μέσα τώρα με μικρές δυνατές γροθιές άπλωνε το ζυμάρι προς τα έξω. Κάπου κάπου το ανασήκωνε και το χτύπαγε και πάλι από την αρχή, το ζυμάρι βαρύ μα σαν μια τεράστια μπάλα και μετά με τις γροθιές που κάπου- κάπου έβρεχε μέσα σε ένα πιάτο, που είχε δίπλα της και το άπλωνε σαν ένα πολύ χοντρό φύλλο.Ήθελε πολύ ώρα το ζύμωμα, έτσι λένε, πως αν δεν ιδρώσει ο απαυτός σου ψωμί δεν γίνεται. Και όταν ήταν έτοιμο ζυμωμένο το έβαζε στα ντεψιά να γίνει.

Σε όλα τα ψωμιά έκανε η γιαγιά μας το σταυρό.Σε τούτα όμως του γάμου έκανε εκτός από το σταυρό, και ένα στεφάνι από δάφνη με μια κονταρίτσα. Κατόπιν έβαζε τα ντεψιά σε μια ψωμοκουβέρτα που ήταν ζεστή τα σκέπαζε με ένα άσπρο σαν σεντόνι μεγάλο που το είχε κάνει από άσπρες σακούλες που είχε από το ελεύρι, και μετά γύριζε την κουβέρτα πάνω από το σεντόνι να κρατάει τη ζέστα και να γένει το ψωμί. Και μέχρι να γένει έκανε όλες τις άλλες δουλειές όπως το καθάρισμα της σκάφης κλπ σκευών.Το ψωμί θέλει χρόνο να γίνει αν δεν γίνει σωστά είναι παπούτσι, και αν γίνει παραπάνω γίνεται ξυνό, έτσι έλεγε η γιαγιά μου η Ελένη, που θα έκανε τα ψωμιά για το γάμο της ανεψιάς της της Τσέβως[ Παρασκευής ]Όταν το ψωμί ήταν έτοιμο η γιαγιά που γνώριζε τους χρόνους και δεν το ξεσκέπαζε είχε ανάψει το φούρνο, τον είχε κάψει για ψωμί και δω παίζει ρόλο πόσο θα καεί ο φούρνος.

Τον σκούπιζε τον φούρνο καλά και μετά πάντα με ένα δόξα τον Θεό, βοήθα μας αφέντη μου Χρισυέ μου, έριχνε τα ψωμιά στο φούρνο και έκλεινε την πόρτα του φούρνου καλά. Αμέσως έβαζε μπροστά να μας κάνει χάδια όπως έλεγε μια ρυζόπιτα και μια ζυμαρόπιτα.Σαν μηχανή ζύμωνε λίγο αλεύρι και άνοιγε φύλλα για τη ριζόπιτα. Λίγο ρύζι βρασμένο, πέντε έξη αυγά, και τα τρίμματα από το τυρί χαρμάνι έμπαιναν μέσα στα φύλλα και θα ψήνονταν μαζύ με τη ζυμαρόπιτα που ήταν ένας χυλός από γάλα ή νερό, αλεύρι, τυρί και ένα δυο αυγά. Ο χυλός αραιός. Τον έριχνε στε λαδωμένο σινί να είναι λεπτή ήταν κολατσιό για όλους μας.

Μόλις ξεφούρνιζε τα ψωμιά τα έβγαζε από τα ντεψιά και τα έβαζε σε ένα τραπεζομάντηλο άσπρο,ανάσκελα στο μεγάλο τραπέζι, αφού τα ράντιζε με λίγο ούζο να κάνουν άμπουρα. Αυτά ήταν τα ψωμιά της εβδομάδας για το σπίτι. Τώρα για το γάμο θα έπρεπε να κάνει τρεις και τέσσερεις φορές τόσα.Η μάνα μας άρχισε τους μπακλαβάδες αμέσως. Δυο λαμαρίνες ΄ήταν αρκετές. Εκανε και λουκούμια που μοσκοβόλαγαν τριαντάφυλλο.

Αυτό το άρωμα το έκανε το Μάη που άνθιζαν οι κανονικές ροζ τις μαήσιες τριανταφυλιές αυτές που κάνουμε και το γλυκό. Μάζευε τα φύλλα από τις τριανταφυλλιές και τα έπλενε. Μετά με ένα ψαλιδάκι κεντήματος έκοβε το άσπρο μέρος. Μετά έβαζε τρεις κούπες τριανταφιλόφυλλα πολύ νερό που το κανόνιζε με τη ζάχαρη να γίνει ένα πολύ καλό σιρόπι όπως τα γλυκά του κουταλιού.Αυτό το έβαζε στα μπουκάλια για γλυκά, κουκούρια, λουκούμια, κουραμπιέδες κλπ Ακόμη έκανε το άρωμα αυτό και με νεραντζολούλουδα. Και αυτό για μαστοριές, σε πικάντικα ποτά, η μάνα μας είχε ξεπεράσει τη γιαγιά μας σε τούτα, έτσι έλεγε η γιαγιά και καμάρωνε.

Στο κανίσκι που ήταν μια ωραία πλεχτή κανίστρα με στρωμένο ένα κεντημένο καρεδάκι μέσα είχε κρασί από το Βα’ι’μάκη για τους επίσημους, μια σακκουλίτσα ζαχαρικά, μια σακουλίτσα κουφέτα, και πολλά φρουί γλασέ φρούτα σε ζάχαρη ξερά όχι πολύ λουκούμια σκεπασμένα με ένα άσπρο καρέ με κοφτοκέντι..Ένα μικρό σταυρό από λουλούδια πάνω από την κανίστρα.

Στο γάμο της θείας μου της Τσέβως έγινε χαμός από τον κόσμο. Της έκαναν νυφικό άσπρο από ταυτά που έφεραν τα αδέρφια της από την Αθήνα. Εγώ που ήμουν; Εκεί. Ήμουν παράνυφος με ωραίο νυφικό άσπρο και στεφάνι από ταυταδένια άσπρα τριαντάφυλλα έργο της θείας μου της Γιωργίτσας.

Kαι να λέει ο θείος μου ο Τσίλης που είσαι Φώτο μου και συ ψυχή καρδούλα μου. Και κλάμα στα γάμο, να λέει και η γιαγιά μου που είσαι Μήτσιο μου με τον ξαδερφούλη σου. Μπαίνει στη μέση η Θεία μου η Σπυριδούλα λέγοντας. Θα σας διώξω όλους έξω, μη γρουσουζεύετε το γάμο της κοπέλας καλέ, και κάπνιζε τσιγάρο. Και να ντρέπονται η θειά μου η Πανάγιω και η γιαγιά μου που κάπνιζε η νύφη τους. Αντροπή χαντακομάρα. Εκεί ήταν και η θεία η Γεωργία η άλλη νύφη της θείας της Παναγιώς που με ένα θυμιατήρι θυμιάτιζε συνεχώς το σπίτι για κάθε κακό γιατί αυτή πίστευε πολύ στο κακό το μάτι, και έλεγε η θεία μου η Πανάγιω. Ούι μωρ Λένη μου, με μπάφιασαν στον καπνό ή μια με τον τσιγάρο και η άλλη με το θυμιατό. Με έκαναν σουργιούνι στον κόσμο.

Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά είναι το θείο μου το Λάμπρο τον Γκοντόρα να τραγουδάει σαν αηδόνι και οι άλλοι να τον ακολουθούν, και γω στην αγκαλιά του παππού μου σκεπτόμουνα πως δεν θέλω να είναι ξένος ο άντρας που θα με πάρει. Και ήταν και κείνος ο Θωμάς ο Ζαρκάδης που έλεγε πως με αγόρασε από τον πατέρα μου και μόλις με πιάσει θα με πάρει.

Ίσως ήταν ο πιο αρχοντικός γάμος που έγινε στην Κρυσταλλοπηγή εκείνα τα χρόνια, μιας και τα δυο αδέλφια ήθελαν αυτό το γάμο αρχοντικό, αφού και κείνοι είχαν κάνει τις οικογένειές τους έτσι θα είχαν κάποιον οι γερόντοι να τους κοιτάζει, να παντρέψουν και την Τσέβω την αδελφή τους να μη λέει ο κόσμος πως έμεινε γεροντοκόρη…

Το μπαϊράκι που τα στόλισαν οι βλάμηδες κάτω από το άγρυπνο μάτι της θείας μου της Αθηνάς με ρόδια με τραντάφυλλά και με κορδέλες δεμένους φιόγκους όμορφους.

Όλα ήταν υπέροχα, όμως τα πράγματα δεν ήρθαν καλά για τη θειά μας την Τσέβω. Ύστερα από λίγα χρόνια ο θείος μας ο Ζώης ο άντρας της θείας της Τσέβως σκοτώθηκε σε τροχαίο στο Γκρέμθα όπως ερχόμαστε από τα Γιάννενα προς την Παραμυθιά. Η θεία μας μετά από χρόνια παντρεύθηκε ένα χωριανό μας το Βαγγέλη που ήταν από την ίδια γενιά τη δική μας το Παυλαίικο αλλά όχι με το Ζαγκαίικο.. Θα ήθελα απλώς να σας γράψω πως τότε τις χαρές και τις λύπες τις έκαναν τα σόγια και οι χωριανοί.

Άλλος κρέας, ένα σφαχτό ή μισό ή ένα μπούτι όσο μπορούσε, άλλος κρασί και τσίπουρο άλλος τυριά γαλοτύρια, γκερεμέζια, τουλουμοτύρια, μέχρι μαρούλια ή ντομάτες και φρούτα.

Κανίσκια ήταν τα δώρα των τραπεζιών. Δώρα του γαμπρού και της νύφης τον καιρό εκείνο ήταν ένα χάλκωμα και ρακοπότηρα, κρασοπότητρα, κανάτα γυαλένια, κλπ. κανίσκια ήταν μια καλάθα μεγάλη που είχε μέσα, κρέας, τυριά, ούζο, κρασιά, ακόμη καρύδια σαλατικά και φρούτα. Οι κοντινοί συγγενείς ολόκληρο σφαχτό.

Ο γάμος κράταγε από την Τετάρτη μέχρι το πρωί της Δευτέρας. Αντί για προσκλητήρια πήγαιναν με μια μπουκάλα τσίπουρο και καρύδια. Αν ήταν από το γαμπρό και τη νύφη καλεσμένοι τους πήγαιναν τα καλέσματα και από τις δυο μεριές.

 

H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,

είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation