Οι ιστορίες της βάβως: Αρνήθηκε να μεταναστεύσει στους φονιάδες της χώρας μας

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Φλεβάρης ήταν σαν και τώρα, λίγο μετά τον πόλεμο του 40' στην Παραμυθιά. Έξω φύσαγε ο βοριάς με δύναμη....

– Που πας ωρέ παιδάκι μου μέσα σε τούτο το χαλασμό;
– Ήθελα να κουβεντιάσω λίγο με τεσένα κυρ Παύλο. Και βρήκα ευκαιρία που ο πατέρας έγειρε για ύπνο.
Ήταν συγγενής. Έκατσε στο κούτσουρο και η γιαγιά του έβαλε μια κούπα τσάι του βουνού με ζάχαρη.
– Θες και ψωμί να βουτήξεις;
– Έφαγα τραχανά… να πάρω μια συμβουλή ήρθα.
Ήρθε ο παππούς έκατσε δίπλα σε ένα άλλο κούτσουρο και τον ρώτησε. Γιατί μωρέ Γάκη μου, δεν ερχόσουνα αύριο στο μαγαζί, να τα λέγαμε με την ησυχία μας;
– Έχω δουλειά σε μια οικοδομή λασπάς.
– Σε ποιον δουλεύεις;
-Στο Γιάννη το Μουσελίμη, καλός είναι.
– Μπράβο παιδάκι μου προκομμένο. Τι θες να σου πω;
– Μπάρμπα θέλω τη γνώμη σου, ο πατέρας μας έχει πολλά παιδιά, δουλειά δεν έχει, μόνο λίγα πρόβατα έχει και με τούτα προσπαθεί να θρέψει τη φαμίλια μας. Μπάρμπα ούτε ψωμί δεν χορταίνουμε. Όσα ντενεκέδια και να καρφώσουμε στο πάτωμα σπάει και μπαίνει ο αέρας λες και είσαι στο δρόμο. Πρέπει να το σιάξουμε, όμως πως;;
– Μωρέ να λες που είστε καλά κι εργατικά παιδιά, και πάτε όλα για δουλειά. Είστε προκομμένα παιδιά, μπράβο σας.
– Το μεροκάματο μικρό μπάρμπα, το δίνω στη μάνα να ψωνίσει για το φα’ι’. Δε φτάνει. Είμαστε πολλοί.
-Τι λες μπάρμπα, εσύ που ξέρεις γράμματα; Να πάω έξω στο Βέλγιο;
-Εκεί τους έλληνες τους βάζουν στα ορυχεία του είπε ο παππούς μας. Όσοι πήγαν εκεί ήλιο δε βλέπουν, γέρασαν πριν της ώρας τους. Άσε παιδί μου να δούμε.
– Στη Γερμανία δεν πάω, μου σκότωσαν το μπάρμπα μου, τον αδελφό της μάνας μου, κρένει ακόμα από τον τάφο. Δεν θέλω μήτε να τους βλέπω ούτε στην εφημερίδα, ούτε στα χαρτιά.
-Άσε να ρωτήσω, και θα σου πω που να πας, κι αν μπορείς.
– Ο φίλος μου ο Σπύρος που είναι ίσια με τεμένα, πήγε στην Ελβετία τι τράβηξε δεν σου λέω μπάρμπα, κοιμόνταν πάνω στα φέρετρα τη νύχτα, γιατί η μόνη δουλειά που βρήκε ήταν σε γραφείο κηδειών, μακριά από το σπίτι σας, αγρίεψε μπάρμπα το παιδί, αγρίεψε. Νόμιζε πως θα βγουν οι πεθαμένοι όξω από τα κυβούρια, τα μάτια του στρογγύλευαν από το φόβο, έγιναν σαν μπορμπόλια.
– Άμα δεν έχεις δουλειά έλα να τα πούμε, θα μας κάνει η βάβω και ένα λαχανόψωμο. Θα σκεφτώ, θα ρωτήσω και το Σωκράτη που ανακατώνεται με τούτα.
– Άντε στο καλό, ομπρέλα δεν μπορώ να σου δόκω θα στην πάρει ο αέρας, όμως θα σου δόκω ένα τσουβάλι δυο δρασκελές είναι το σπίτι σας από το δικό μας.
-Καληνύχτα θεια.
-Στο καλό παιδάκι μου και καλό ξημέρωμα.

Πέσαμαν όλοι στα σαΐσματα και το τζάκι έκαιγε κάνοντας σχέδια πάνω στους τοίχους και στην πιατοθήκη. Τούτα τα σχέδια ήταν για μένα καράβια που με ταξίδευαν, σε άλλους κόσμους σε άλλα μήκη και πλάτη της γης. Ακόμα έκανα ταξίδια βάζοντας το χέρι μου στο χάρτη της Ασίας. Η Κίνα χώρα μαγική με τις παγόδες της με τα βουνά και τους κάμπους, που το Μάη ήταν ολάνθιστα με κερασιές υπέροχες σε παρτέρια τεράστια, σαν το τοίχος τους το Σινικό. Αν ήμουν εκεί, θα είχα αγκαλιές λουλούδια ρόζ, μέσα στο μικρό μου κάρο με την ωραία μου βεντάλια κεντημένη με πυρογραφία, θα φορούσα λουλούδια στα μαλλιά μου, που άμα το κάνω εδώ η μάνα μου όλο με φωνάζει τεμπέλα. Θα ζούσα εκεί και το σπίτι μου θα το στόλιζα με τις πορσελάνες φουρφουρί που αν τις έβαζες στο αυτί σου άκουγες τη θάλασσα να σου τραγουδάει.Χαλιά τοίχου μεταξωτά, κεντημένα θα στόλιζαν τους τοίχους του σπιτιού μου, θα ήταν υπέροχα.

Το πρωί είχε ξαστεριά, όλα έδειχναν πως ίσως να είχαμε χιόνι, αν σταμάταγε το ανεμοσούρι. Μα σε λίγο, ο ήλιος φάνηκε στον ουρανό λαμπρός καθαρός καταστρέφοντας το χαλί της τσάφνης, και τα δάκρυα της γης φάνηκαν πάνω στα φύλλα. Ο παππούς με τη γιαγιά έτρεξαν στα ζωντανά. Η γιαγιά είχε και ένα μεγάλο κακάβι να μαζέψουν τα φρούτα που έπεσαν τη νύχτα από τον αέρα.

Ύστερα από μέρες ο Γάκης έφυγε για τη Γερμανία. Ήταν η μόνη χώρα που μπορούσε να του στείλει πρόσκληση ο μπάρμπας μου ο Θόδωρος. Μα και ο Θόδωρος μόνο δέκα μήνες έκατσε, το ίδιο και ο Δημήτρης, δεν άντεχαν να εργάζονται για τους φονιάδες των συγγενών και φίλων τους, αυτών που εξαφάνισαν ολόκληρα χωριά από το χάρτη του τόπου μας.

Οι πρόκριτοι, οι δικοί μας άνθρωποι, μιλούσαν ακόμη. Οι γυναίκες ακόμη μαυροφορούσαν. Παιδιά μεγάλωναν ορφανά. Οι πληγές ήταν ανοιχτές. Πόσο να κόστιζε άραγε αυτό το μάρκο στην ψυχή αυτού που του σκότωσαν τους δικούς του, αυτούς που του έκαψαν το σπίτι του. Πριν φύγει από την πατρίδα σκέφτονταν, αχ, μόλις πριν λίγα χρόνια είδε να τελειώνει ο φονικός πόλεμος, ένας πόλεμος φρικτός, αυτό άρχισε να τον τρώει όταν βρέθηκε στη χώρα των εχθρών του, να τους δουλέψει. Τον έτρωγε, μαράζωνε, και έκανε κουράγιο, μα δεν άντεξε.

Πως να βλέπει τους γερμανούς μπροστά του, να δουλεύει για αυτούς τους φονιάδες, που σκότωσαν τον αδελφό της μάνας του;;; Το θείο του, τον καλό του θείο, που γέμιζε το σπίτι με το γέλιο του.
-Να πάω στο Βέλγιο είχε πει στο θείο μας το Σωκράτη.
-Εγώ θα σου κάνω τα χαρτιά για τη Γερμανία. Το καλό σου θέλω. Στο Βέλγιο δεν έχει δουλειές έξω από τη γη. Θα γίνεις σαν το λεμόνι δεν έχει που δεν έχει ήλιο.

Έφυγε, και γύρισε. Σε εννιά μήνες γύρισε. Και ο φίλος του ο Σπύρος τον πήρε στην Ελβετία. Πότε- πότε τα Καλοκαίρια έρχεται στην μικρή μας πόλη. Εδώ έχτισε μεγάλο σπίτι για όλους που το πάτωμα είναι τσιμέντο με χρωματιστά πλακάκια, τα καλύτερα. Τώρα ο αέρας δεν μπαίνει από το πάτωμα και δεν καρφώνει κανένας ντενεκέδια. Εκεί έκανε οικογένεια, και ρίζωσε, σε έναν τόπο που πάντα θα είναι πάντα ξένος, μα και στο δικό του τόπο, ξένος είναι, αφού λίγοι από τους φίλους είναι στη μικρή μας πόλη.

Σκορπίσαμε σε όλη την Ελλάδα, σε όλες τις χώρες του κόσμου. Άλλος στην Αυστραλία, άλλος στην Αμερική μα ο πολύ ο κόσμος στη Γερμανία και το Βέλγιο.
Αυτός πήγε στην Ελβετία όχι στους εχθρούς του, εκεί πήγε μα γύρισε δεν άντεξε.

Διαβασα με προσοχή το βιβλίο του συγγραφέα κυρίου Αλέξανδρου Νίκα, Πύλες εξόδου. Ένα βιβλίο συγκλονιστικό. Μέσα στις σελίδες του, που είναι σελίδες της νεότερης ιστορίας του τόπου μας βρήκα και γω τις δικές μου μνήμες, των ανθρώπων των δικών μου, έτσι όπως σας τις έγραψα. Μια μικρή ιστοριούλα που αφορά το ταξίδι δυο νέων παιδιών. Μετά έφυγαν και άλλοι και άλλοι μέχρι που ο τόπος ρήμαξε από νιάτα.

Φωτογραφεία αρχείου

H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,

είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation