Οι ιστορίες της βάβως | Δυο ευκάλυπτοι και δυο αδέλφια στο σχολείο Βούλγαρη

Της Αλεξάνδρας Παυλίδου Θωμά για την paramythia-online.gr

Ήμουν μαθήτρια της τρίτης Δημοτικού για λίγους μήνες στο σχολειό Βούλγαρη της Παραμυθιάς.

Τότε η Παραμυθιά είχε Δασαρχείο. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο Δασάρχης (μάλλον Κασκάνη τον έλεγαν). θυμάμαι όμως, πως ήταν πολύ καλός άνθρωπος και πως χαίρονταν όταν πηγαίναμε να του ζητήσουμε δένδρα για φύτεμα. Τότε το Δασαρχείο μας, δεν είχε μόνο δασικά δένδρα που έχουν τώρα τα δασαρχεία, είχε και οπωροφόρα δένδρα.

Μου άρεσε να φυτεύω δένδρα και αυτό μου το καλλιεργούσε και ο παππούς μου και ο πατέρας μου, με μια διαφορά να πλένω αμέσως τα χέρια μου με πράσινο σαπούνι. Ακόμα το έχω το ψώνιο, το κόλλησε και ο εγγονός μου και η εγγονή μου. Έτσι πολλές φορές έχοντας ένα δίδραχμο στο χέρι πήγαινα στο δασαρχείο και μου έδιναν ένα δεντράκι. Μου άρεσαν οι αμυγδαλιές. Κάποιες φορές μου έδιναν και ένα μικρό δασικό χωρίς χρήματα, όπως ένα πεύκο, ή κυπαρίσσι. Και γω έτρεχα και με το σκαλιστήρι έκανα μικρές γούρνες και έβαζα τα δενδράκια μου, που τα έδειχνα με καμάρι στον παππού μου. Εκείνος έπαιρνε με ένα φτυάρι χώμα το έριχνε στο δενδράκι μου και το πάταγε γύρω γύρω μα τα πόδια του.

Κάποτε όμως, τι μεγάλη χαρά, εκείνη τη χρονιά το Δασαρχείο έφερε στο σχολείο μας να φυτέψουμε ευκάλυπτους ή λεύκες. Μας είπαν οι δάσκαλοι μας, να πάρουμε ένα δενδράκι να το φυτέψουμε σε μια γωνιά γύρω γύρω από το σχολείο. Αυτό το δενδράκι θα ήταν δικό μας και θα είχαμε τη φροντίδα του.Όλα τα παιδιά γεμάτα χαρά και με τις δασκάλες μας να μας παροτρύνουν και να μας οδηγούν, ήταν οι κυρίες Φιλομήλα, Ισμήνη, Μιράντα.  Εγώ διάλεξα ως τεμπέλα την είσοδο δεξιά όπως μπαίνομε στο σχολείο από την κεντρική είσοδο. Κοντά ήταν η μπουρίμα

Πήρα και ένα τενεκεδάκι και πήγαινα πέρα δώθε στη μπουρίμα να φέρω νερό να ποτίσω το δεντράκι μου. Και μεγάλωσε το δενδράκι μου και όταν έφυγα από το σχολείο και πήγα σε άλλο σχολείο όλο το Καλοκαίρι και κάθε Κυριακή το πότιζα με πολύ νερό όπως νόμιζα εγώ.

Όμως το δενδράκι μου φαίνεται πως δεν είχε ανάγκη από νερό όσο από χαδάκια. Και μεγάλωσε και μεγάλωσε τόσο, που πέρασε τον περίβολο της μάντρα του σχολείου. Και όταν πήγαινα στην Παραμυθιά πάντα κατέβαινα στο σχολείο να δω και να μιλήσω στο πανύψηλο δένδρο μου τον ευκάλυπτό μου. Και φύσαγε ο αγέρας και μου μιλούσε το πανύψηλο δένδρο μου που στα κλαδιά του είχε πολλά παράξενα κουμπάκια τους καρπούς του. Άκουγα τον ήχο του αέρα σα μουσική να παίζει με τα φύλλα και τα ασημένια κλαδιά του δένδρου μου. Κοίταγα να δω αν με βλέπει κανείς και έκοβα ένα πολύ μικρό κλαδάκι να το πάρω στην Αθήνα. Ο άνδρας μου που πολλές φορές θύμωνε για την παραξενιά μου, δεν έλεγε τίποτε, βλέπετε σα μαθητής του γυμνασίου είχε φυτέψει και κείνος δυο τρία πεύκα στο Γαλατά.

Πέρασαν χρόνια πολλά, η ζωή έχει τους δικούς της ρυθμούς έχει το δικό της πανηγύρι. Κάποτε, είχαν ασπρίσει τα μαλλιά μου όταν βρέθηκα πάλι με τη νοσταλγία στην ψυχή στην πόλη μου και για έναν ιερό για μένα σκοπό να πάω στον Άηνικόλα να προσκυνήσω. Και ύστερα να πάω να δω τους αγαπημένους μου να σταθώ στο γερο-πλάτανο, να καθίσω στην μικρή πέτρα και να τα πούμε, σιγά -σιγά μη με περάσουν για τρελή όσοι με ακούσουν και κατόπιν να πάω να δω τον ευκάλυπτό μου. Όταν πήγα στον Αηνικόλα προσκύνησα στους τάφους των προγόνων μου και ύστερα πήγα να δω τους δικούς μου αγνάντεψα τον κάμπο από την πέτρα καθώς το νερό της βρυσοπούλας μου μουρμούριζε καλώς όρισες. Μετά με το αυτοκίνητο κατέβηκα να δω το δένδρο μου, τον ευκάλυπτό μου.

Πήγα με λαχτάρα να δω το δεντράκι μου. Τον τεράστιο ευκάλυπτο μου. Δεν ήταν εκεί δεν ήταν καν ο κορμός του, γιατί;;; Το δένδρο μου δεν έφυγε μόνο του.. Χέρι βέβηλο το είχε κόψει. Εκεί που ήταν μήτε πείραζε κανέναν μήτε έτρωγε το ψωμί κανενός χάριζε δροσιά και άρωμα. Γιατί; Ένα τεράστιο γιατί βγήκε από την ψυχή μου.

Έκλαψα μη νομίσετε πως είναι υπερβολή, έκλαψα, τα δάκρυα μου δεν ήταν μόνο για το δένδρο μου ήταν και για μένα για ένα ίχνος που ήθελα να αφήσω πίσω μου, ήταν παιδί της νιότης μου το δενδράκι μου στο μάταιο κόσμο της φθοράς. Ήταν κάτι από μένα, ήταν το δικό μου δένδρο, που κάθε Κυριακή πήγαινα πάνω κάτω στην μπουρίμα με ένα μικρό ντενεκεδάκι που ο κύριος Κοσκινάς του είχε περάσει ένα σύρμα και το έκανε κουβαδάκι για να το ποτίσω. Ήταν δικό μου, κανένας δεν είχε το δικαίωμα να το σκοτώσει.

Κλάφτηκα στον αδελφό μου που μου έκοψαν το δένδρο μου, και κείνος μου απάντησε. Δεν ήξερα ότι και συ είχες βάλει ευκάλυπτο και γω είχα βάλει ευκάλυπτο στο κάτω μέρος του σχολείου και κάθε χρόνο το μέτραγα με το μπόι μου, και έγινε πιο ψηλό από μένα και γω ήμουν περήφανος για τον ευκάλυπτό μου. Και κείνο όλο μεγάλωνε όλο μεγάλωνε και κάθε χρόνο τον καμάρωνα και χαιρόμουνα που ο πατέρας μας έλεγε πως θα φύγουν τα κουνούπια από την πόλη μας και πως εμείς θα έχουμε βοηθήσει.

Πάει Αλεξάνδρα μου και ο δικός μου ευκάλυπτος. Ο Δημήτρης δεν μας είπε τι φύτεψε. Έχει άλλη φιλοσοφία χάθηκε ένα θα βάλω δυο. Χάθηκα και γω θα βάλουν τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τα δικά μου δένδρα τα μοναδικά είναι τα παιδιά μου. Θυμηθήκαμε πως είχαμε φυτέψει και πεύκα στο Γαλατά, πήγαμε με το αυτοκίνητο. Ψάχναμε να βρούμε τον τόπο που τα φυτέψαμε μα δεν τον βρήκαμε. Είχαν γίνει δρόμοι και μεις δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε που τα είχαμε φυτέψει. Ελπίζαμε, ελπίζουμε, πως κάπου εκεί είναι και μας στέλνουν το γλυκό τους μύρο.

Πάμε όλα στη γιαγιά, ζούσε η καλή μας η γιαγιούλα τότε. Εκεί θα βρούμε ότι έκανε ο παππούς μας και θα φάμε σύκα από την έξω που κάνει Βασιλικά, η γιαγιά μας κάνει πάντα κρεατόπιτα κι ας γέρασε κι ας είναι 94 χρονών.
Κάποτε έφυγε και η γιαγιά μας είχε κουρασθεί, μα εμείς πάντα εκεί σιωπηλοί με την αίσθηση του τρελού που δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί ψάχνουμε και αναμοχλεύουμε τις μνήμες μας.

Γεράσαμε το έδειχναν και τα άσπρα μας μαλλιά. ‘Όμως σε τούτον τον τόπο όταν πάταγε το ποδάρι μας γινόμασταν παιδιά. Αν μας έβλεπε κανένας θα έλεγε τι έπαθαν αυτοί;;;;; Τίποτε, μας παρέσυρε το συναίσθημά μας σε δρόμους παλιούς σε δρόμους γλυκόπικρους, με τα παιδικά μας χρόνια, είναι τα καλύτερα. Έτσι εγώ πιστεύω.

Φέτος αν είμαστε καλά θα έρθουμε άλλη μια φορά να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας με πατρίδα, με Σέλλιανη, με Παραμυθιά. Μην απορήσει κανείς αν δει μεγάλους ανθρώπου να ψάχνουν στο δάσος θα ψάχνουμε τα πεύκα μας.

Τυχερέ Δημήτρη, όταν ανοίγεις το παράθυρό σου το άρωμα των πεύκων είναι από τα πεύκα που φύτεψαν κάποτε οι μαθητές των σχολείων και που τα παραχωρούσε δωρεάν το δασαρχείο μας. Και τα πουλιά που ακούς χωρίς δάσος δεν θα τα άκουγες.

In this article

Join the Conversation