Οι ιστορίες της Βάβως | Το κουτσομπολιό τοτε…

Γράφει για την paramythia-online.gr Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

Ανέμελη ανέβαινα τα γκαλντερίμια τραγουδώντας, κάποιο από τα τραγούδια της εποχής.

Για να είμαι ειλικρινής δεν τα πολυ καταλάβαινα, μα ήταν της εποχής και τα τραγουδούσαν όλοι οι νέοι. Πολλά τραγούδια με μάτια. Μάτια καστανά, μάτια γαλανά, μάτια πράσινα. κλπ.

Τώρα να τραγουδάς για υπέροχα πράσινα μάτια ή για γαλάζιες θάλασσες των ματιών, έχει καλώς, μα για να τραγουδάς για μάτια καφέ χάλια. Βέβαια και τα μαύρα μάτια είχαν μεγάλη θέση στο τραγούδι αλλά αυτό ήταν από παλιά.

Στα δημοτικά μας τραγούδια ο νέος ήθελε την κόρη να έχει τα μάτια σαν ελιά τα φρύδια σα γαϊτάνι.

Και πάλι εκείνο το ίδιο που έλεγε ποιος είδε κόρη όμορφη, ξανθιά και μαυρομάτα. Έμαθα και γω όλα τα τραγούδια για τα μάτια τα καστανά και τα τραγούδαγα ανεβαίνοντας κατά το σπίτι της γιαγιάς μου. Αμ έμαθα και κείνο ο μήνας έχει δεκατρείς…

Όποιον έβλεπα στο δρόμο του έλεγα καλημέρα ή καλησπέρα έτσι έπρεπε για να βρω καλό γαμπρό άμα μεγάλωνα.

Την έβλεπα στο τρίσκαλο να κάθεται μπροστά στη σαρμανίτσα κουνώντας με το πόδι της τη σαρμανίτσα που μέσα είχε μια μικρή όμορφη κοπελίτσα. Δεν της τραγούδαγε μόνο την κούναγε πέρα δώθε πέρα δώθε

Στο λαιμό της είχε περασμένο ένα μαύρο πλέξιμο, πάντα μαύρο. Ψηλή, λιγνή, φορούσε τα μαντήλι της γκούσια και όλο στα μάτια της έτρεχε ένα δάκρυ.

Καλημέρα σας της έλεγα. Κούναγε μονάχα το κεφάλι και έπλεκε συνεχώς, κάλτσες για το Χειμώνα.

Το μωρό σιγά σιγά μεγάλωσε και το έβγαλε από τη σαρμανίτσα. Το έβαζε σε μια κουρελού και όλο έπαιζε με ένα τόπι κίτρινο με μικρούς κύκλους χρωματιστούς. Κάποτε πήγα κοντά να το πάρω αγκαλιά.

-Άστο κάτω, μου είπε, αν θα θέλει χέρια, που θα τα βρει. Μια μέρα είπα στη γιαγιά μου, αφού μιλάει γιατί δεν λέει καλημέρα σε κανέναν;

-Έχει καημό μες την ψυχή της μάτια μου. Γιαγιά ήθελα να της πω, σαν και σένα;

Μα αν της το έλεγα, θα έτρεχε στα σκαλοπάτια του κατωγιού και θα έβαζε το μοιρολόι. Δεν είπα τίποτε, μα η γυναίκα η κυρά, φορούσε μαύρα σαν τη γιαγιά μου, είχε γκούσια το μαντήλι σαν τη γιαγιά μου, τότε γιατί δεν έκλαιγε;

Ο πόνος σε κάθε άνθρωπο βγαίνει διαφορετικά μου είπε ο παππούς μου. Άλλος κλαίει άλλος θυμώνει, άλλος μαρμαρώνει λες και δεν κατάλαβε τι έγινε. Η κυρά έχασε την κόρη της, την πανέμορφη Κατέρω, την έχασε την ώρα της γέννας της μικρής. Η μικρή της θυμίζει συνεχώς την τσούπρα της.

Την αγαπάει τη μικρή είναι ένα κομμάτι από την κόρη της, μα και την πονάει γιατί θυμάται πως την κόρη της την έχασε πάνω στη γέννα του παιδιού. Δεν μπορούσα να το καταλάβω πολύ μπερδεμένα τα λένε οι μεγάλοι άνθρωποι. Άμα μεγαλώσω θα τα λέω πιο απλά. Λίγο πιο πέρα ζούσε μια άλλη κοπέλα.

Όμορφη ήταν, νέα ήταν, σαν δροσερό τριαντάφυλλο. Αυτή η κοπέλα αγάπησε κάποιον που της είχε πει πως θα παντρευτούν. το σπίρτο με τη φωτιά δεν πρέπει να είναι κοντά ανάβουν έλεγαν οι βάβες.

Τι σχέση έχουν το σπίρτο «οινόπνευμα» με τη φωτιά και την κοπέλα γιαγιά μου; Κάηκε;
-Κάημε για όλη της τη ζωή. Έπεσε στα στόματα του κόσμου. Θα τη φαν. Κοιτάτε μη σας δει ξένος άντρας το πετσί πριν παντρεύτηκε.

Όταν της είπα πως κάθε μέρα βλέπουν το δέρμα μας, στα χέρια στα πόδια γέλασε και άλλη απάντηση δεν μου έδωσε.
-Καλύτερα να δώσει το παιδί κάπου γιατί τι θα το κάνει; Είπε η μάνα μου.
-Και ποιος παίρνει μπαστί;
-Αυτοί που δεν έχουν παιδιά.
-Έμαθα πως θα το στείλουν στην Κέρκυρα. Και το έστειλαν στην Κέρκυρα.

Και όλοι στην πόλη μας κουβάντιαζαν σου, ψου, μου. Τούτη η μικρή πόλή είχε όλα του κόσμου τα καλά και τα κακά. Ότι άκουγα το έγραφα καλά μέσα μου. Ήταν τόσο σκληρό για μερικούς ανθρώπους το τότε, αν το βάραιναν οι πομπές της κόρης, της αδελφής, της μάνας.

Άκου μου έλεγε η γιαγιά μου ότι κάνεις ντροπιάζεις την οικογένειά σου. Ο άντρας σου, μπάλωμα σε έχει, σε ξηλώνει και σε πετάει. Ούτε αυτό το καταλάβαινα. Αλήθεια πόση σκληρότητα είχε τότε ο κόσμος.

Η γυναίκα ήταν κτήμα του πατέρα της, των αδελφών της, του άνδρα της. Πάντα κτήμα. Και ήταν πολλοί κακοί όλοι όταν ήταν για την τιμή αδελφή τους,,τιμή της γυναίκας τους,,,τιμή της ανεψιάς τους τιμή,,, ψηλά το κεφάλι,,,ντροπή χαντακωμάρα.

Τι σκατόπαιδο που ήμουν, ρώτησα γιατί γιαγιά ο Δημήτρης θα έχει δικαίωμα για μένα και γω όχι που είμαι και μεγάλη;.

-Κλείσε το στόμα σου, μη λες τέτοια παιδάκι μου. Τι σου ήρθε και λες τέτοια και με σταύρωνε μα μου φύγει ο μπουτσιουκάβουρας που είχα μέσα μου
-Γιατί γιαγιά μου;
-Θυμωμένη μου είπε. Η γυναίκα φέρνει στο σπίτι της μπαστιά, ο άνδρας όχι.

Τα γαλάζια της μάτια, ήταν θολά, όχι από κλάμα, μα από θυμό. Ούι μάνα μου τι θα γένουμε με τις τσούπρες. Ούι μη μας χαντακώσουν.

Πάντως, τα πάντα περνούσαν από την κρισάρα των γυναικών, που έκαναν κοινωνική κριτική, όπως έλεγαν χαμογελώντας οι άνδρες του σπιτιού. Κάποια από αυτά που άκουγα, τα πέταξα στη Χότκοβα στην καταβόθρα, κάποια έγιναν τα μαθήματα της ζωής μου. Με τίποτε δεν μου άρεσε αυτό το, η μάνα σου και ο πατέρας σου ξέρουν τι κάνουν και τι αποφασίζουν για σένα.

Εγώ δεν ξέρω; Τζώρας είμαι; Μπα αμάν.

Πάντως έτσι ήταν και έτσι συνέχιζαν για πολύ καιρό. Και με έτρωγαν οι σκέψεις ήμουν τότε εννιά με δέκα χρονών, και αν εγώ αγαπούσα έναν, που δεν θα τον ήθελε ο μπαμπάς μου και η μαμά μου;

Θα κλεφτώ σκεπτόμουνα αφού και ο παππούς μου την έκλεψε τη γιαγιά μου, γιατί έμαθε πως τη γιαγιά μου, ήθελε να την κλέψει άλλος. Είχαν κλεφτεί και κάποιοι τότε στην Παραμυθιά, ήρθε και κούμπωνε η υπόθεση.

Η γιαγιά μου τον παππού μου όταν της τον προξένεψαν είπε δεν τον θέλω. -Γιατί δεν τον θες, της είπε η μάνα της. Ο πατέρας της είχε πεθάνει. -Γιατί φοράει φράγκικα ρούχα δε τον θέλω. Και τον πήρε κι ας φόραγε φράγκικα ρούχα γιατί άμα κλέψεις τη γυναίκα τελείωσε είναι δική σου. Και είχε έναν Παύλο που δεν υπήρχε άλλος, τρυφερός καλλιεργημένος με μόρφωση, γλώσσες, καλοσύνη μεγάλη καρδιά, εργατικός, ψυχούλα…

Όμως σαν περνούσαν πολύ τα χρόνια είδα αγαπημένα ζευγάρια να χωρίζουν. Να χωρίζουν πολύ εύκολα να ξεχνούν την αγάπη που τους ένωνε, άρχισα έτσι να αναθεωρώ κάποια τις παλιές μου ιδέες. Αυτές που έλεγα και σκάνιαζε η γιαγιά μου. Που σκιάζουνταν τι τσούπρα θα γένω, μπιρ… Και κείνο το η γυναίκα φέρνει στο σπίτι της μπαστιά ή ξένη σπορά, σωστό ήταν και δίκαιο ήταν.

Ακόμη όμως ποτέ δεν κατάλαβα ούτε τώρα, ούτε τότε, γιατί στιγματίζεται η γυναίκα και ο άνδρας καμαρώνει για το ίδιο θέμα;;; Απλό γιατί η γυναίκα φέρνει μπαστιά στο σπίτι, σκληρές λέξεις.

Τα χρόνια σαν περνούν σκαλίζουν μέσα σου εικόνες μοναδικές. Παλικάρια όμορφα να περνούν στα στενοσόκακα, κορίτσια με όμορφες ντυμασιές με σκυμμένα μάτια και καλοντυμένα να περνούν καλημερίζοντας όλους τους χωριανούς μας. Ακόμα και ξένο να συναντούσες στο δρόμο του έλεγες καλημέρα σας. Όλα τα μικρά για τότε γεγονότα, ήταν αιτία μεγάλου κουτσομπολιού. Μιλούσες και τόλμησες να χαιρετήσεις δίνοντας το χέρι σου, φίδι που σε έφαγε. Μέχρι τραγούδια έβγαζαν για κάθε παραστράτημα.

Ακόμα έλεγαν με πολύ περηφάνια πως έλαβαν μέρος στην διαπόμπευση γυναίκας που αμάρτησε. Ήταν μια σκληρή έως θανάτου τιμωρία στην αμαρτωλή βρισιές αν την έβρισκαν έξω από το σπίτι φωνές πετροβόλημα, κλπ τέτοια πολιτισμένα πράγματα.

Η μικρή μας πόλη είχε από όλα τα λουλούδια, γαρύφαλα, τριαντάφυλλα, παλιούργια και γομαράγκαθα. Το κουτσομπολιό οργίαζε και τώρα που ο χρόνος καθαρίζει πολλά βλέπω πως δυστυχώς τα πιο πολλά ήταν προ’ι’όντα φαντασίας.

Την είδα στη βρύση με τον τάδε και κουβέντιαζαν και γέλαγαν του καλού καιρού….. Βέβαια αν έβλεπαν μια χειραψία, ένα φιλί μια αγκαλιά τότε φως φανάρι κυλούσε η κοπέλα στο βόρβορο της αμαρτίας. Γιατί πολλές φορές η αγάπη είχε πρόσημο, ένα φιλί ή ένα αγάλιασμα τρυφερό ακόμα και αθώο…

Αυτό η κάθε κουτσομπόλα το έκανε από σχοινί τριχιά. Σήμερα οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι στις επιλογές τους. Χαίρονται τη ζωή. Και άκουσα άνδρα που του προξένευαν μια κοπέλα είκοσι χρονών και του είπαν πως είναι παρθένα, να τρομάζει. Η απάντηση του ήταν, αυτή δεν τη θέλω, είναι ανώμαλη. Την εγκράτεια δεν τη γνώριζε ο φίλος μου. Η κοινωνία άλλαξε προς το χειρότερο μου είπε η γιαγιά Μαρία.

-Γιατί γιαγιά τη ρώτησα.

-Δε βλέπεις πως οι άνθρωποι ξέχασαν το πνεύμα τους, έχασαν την την καρδιά και την ψυχή τους, και ζουν μονάχα για ένα μικρό κομμάτι κρέας τα πουλιά τους.

-Δεν γέλασα είχε δίκιο. Το μέτρο χάθηκε. Γιαγιά δεν είναι σημαντικό; Την πείραξα. Είναι, μα γιατί αλλάζουν αυτόν που αγαπάν; Όλη την ώρα αγαπάν άλλον; Που να ξέρω και εγώ. Μπορεί η καρδιά τους να είναι μεγάλη και να χωράει πολλούς. Σκατά, τίποτα δεν καταλαβαίνουν από ζωή, τίποτα, τίποτα….

Δεν αγαπάν είναι εγωιστές, δεν θέλουν να μοιραστούν τη ζωή τους. Απλώς ψάχνουν για μια ώρα συντροφιά και ο κάθε ένας στα σπίτια τους.Έχει και υποχρεώσεις ο γάμος, παιδιά σόγια, φίλους, άσε, κούραση…

Τα σκυλιά γεννοβολάν, οι γάτες επίσης, οι άνθρωποι όχι. Μια φορά για μα μην χαλάσουν το σώμα τους οι γυναίκες, την άλλη μη χαλάσουν το στήθος τους, μωρές γιατί σας τά έδωσε ο Θεός αυτά, για να είναι στέρφα;;; Ελέησον μας Κύριε… Ελέησον μας Κύριε. Αυτά από τα χρόνια τα παλιά στην Πόλη μας στην Παραμυθιά. Κοινωνική κριτική είπαμε…

 Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών 




In this article

Join the Conversation