Οι ιστορίες της βάβως: Η ΜΑΝΑ

Γράφει για την paramythia-online.grη Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά* Την είδα ζαλωμένη ξύλα, κρατώντας ένα σκόπι για τα σκυλιά και τα φίδια. Την είδα να σκουπίζει τον ιδρώτα της με την...

Έφτανες και ήσουν μια μεγάλη αγκαλιά, για όλους παιδιά γερόντους. Έδινες στη βάβω του σπιτιού μέντες και ύστερα στα παιδιά. Το πλαστάρι το έτρωγαν σαν φα’ι’ με μπομπότα. Στο ένα χέρι τη μπομπότα στο άλλο το πλαστάρι. Την είδα καλοντυμένη κυρία στο παζάρι να μετράει τις δραχμές για τις αγορές της.

Αυτή εκεί ντυμένη καλά με κομμένα τα μαλλιά με το πορτοφόλι και την τσάντα σου, μα ως εκεί. Εγώ σε είδα και να κλαις, γιατί πρέπει να ζήσεις, πρέπει να είσαι καλά. Μα δεν ήσουν. Ο άντρας σου έλειπε στην έρμη ξενιτιά.
Δεν τολμάς ούτε να δώσεις το χέρι σου για χαιρετισμό, ποιον έτρεμες από το φόβο, το ξένο χέρι ή το δικό σου;

Ποτέ δεν μίλησες, αν μιλούσες θα σε λέγανε άμυαλη, αχάριστη. Σε γνώρισα εκεί στο παζάρι να κουβαλάς ξυπόλυτη τα μανάβικα σου, τα αυγά και καμια κότα και σαν έφτανες κοντά στην Παραμυθιά να τα βάζεις, να μη σε δουν ξυπόλυτη να μην σε κακολογήσουν. Όλα τα μέτραγες. Ήσουν ο καθρέφτης της φαμίλιας σου. Σαν έφτανες στο παζάρι, ήσουν η Γιάνναινα, η Λάμπραινα. Σε είδα να χαμογελάς κάθε φορά που πουλούσες κάτι. Έκρυβες στην κάλτσα σου και στον κόρφο σου λίγες δραχμές ήξερες πως όταν φτάσεις στο σπίτι ο αφέντης σου θα σου τα πάρει, θα σου τα πάρει να πάει να πιει, να παίξει να γλεντήσει. Έτσι ψώνιζες κάτι θα γλύτωνες.

Σε είδα μάνα με δώδεκα παιδιά να μην έχεις να τα ταΐσεις, να τα ντύσεις και να πηγαίνεις στο Δεσπότη για βοήθεια. Μια βοήθεια που πότε σου δίνονταν και πότε όχι.Σε είδα να γίνεσαι λιοντάρι όταν κάποιος πείραζε τα παιδιά σου τα τσότσα. Τα μεγάλα ήξεραν να πολεμάν τα είχες μάθει πως η ζωή είναι σκληρή, πως κανένας δεν θα σε λυπηθεί. Και γιατί να σε λυπηθεί; Στραβός- κουτσός δεν είσαι άντρας είσαι, στίβεις τη ζωή με τα χέρια σου. Πολεμιστής είσαι.

Τρόμαζες με τα λόγια της, μα πιο πολύ τρόμαζε εκείνη. Σε έδιωχνε με ένα παντελόνι, την ευχή της και μια κουλούρα μπομπότα να πας να καζαντίσεις.
Σε είδα δασκάλα με όνειρα κι αξιοπρέπεια να σπουδάζεις τον άνδρα σου, να μην σηκώνεις τα μάτια στη ζωή και πάντα να χαμογελάς. Εσύ πλήρωνες με χρήμα και με της ζωή σου την ερημιά, εκείνος,,, α΄,,εκείνος ήταν άνδρας.
Σε είδα στυφνή και κακιασμένη, σε είδα στα νιάτα σου, στην ωριμότητά σου, σε είδα γριά.

Και γω απορούσα πόση δύναμη έκρυβες μέσα σου, ΜΑΝΑ.
Πολλές φορές αναρωτιόμουν, γιατί η μάνα είναι τρυφερή με τους γιους της και σκληρή με τις κόρες της;
Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να καταλάβω σαν μεγάλωσα.
Αν και η ζωή είχε αλλάξει. Θυμάμαι που σε άκουγα να λες στην κόρη σου την ημέρα του γάμου της. Αυτή την πόρτα που θα διαβείς να την ξεχάσεις.
Θα είναι ανοιχτή μόνο όταν είσαι με τον άντρα σου παράπονα και τέτοια δεν χρειάζονται.
Σε είδα πάντα αγέρωχη, ακόμα και όταν ο χρόνος σου κύρτωσε το κορμί, το έκανε κλείτσο, το έκανε σγρουμπό.
Σε είδα, μα για να σε καταλάβω, έπρεπε να διαβάσω τη φόνισσα του Παπαδιαμάντη.

Έπρεπε να γίνω μάνα να τρομάξω για τα δικά μου παιδιά, με άλλους φόβους μα φόβους.
Έτυχε να σε ακούσω τότε που φώναζες στο γυιο σου, να πάρει πίσω την τιμή της αδελφής του.
Και ήταν η τιμή ένα φιλί. Μας τη φίλησαν του είπες, πρέπει να την πάρει, αλλιώς να ανοίξει η γούρνα και για τους δυο. Δε σε φόβιζε ούτε ο θάνατος ούτε η φυλακή.
Σε είδα Δέσπω με τα φουσέκια στην ποδιά.
Σε είδα αγρότη, τσομπάνο, άλογο να σέρνεις το αλέτρι. Παντού σε είδα και σε θαύμασα.
Και σένα σε είδα, τη σκληρή γυναίκα, την αντρογυναίκα, σε άλλους χρόνους. Σε είδα γιαγιά ευάλωτη. Γιαγιά γλυκομιλούσα.
Δε σε γνώριζα τότε, ούτε η πόλη σε γνώριζε…

Τι λέω, αυτή δεν χρειάζονταν να σε γνωρίσει, γιατί γνώριζε τους κανόνες που είχαν βάλει για σένα στη ζωή.
Και όταν γέρασες και άκουγα να λες, να δούμε τι θα πει η αδελφή σας, τα έχανα, γιατί ήταν αυτοί οι σπουδαγμένοι και ήταν η αδελφή τους ήταν αγράμματη. Η μάνα ήξερε όμως καλά, πως η αγράμματη αδελφή κρατάει τα ίσια του σπιτιού. Έγινε και κείνη μάνα, ίδια με τη μάνα. Τώρα ξέρει όλα τα μυστικά της ζωής, αυτά που της έκρυβε τότε, τότε που ήθελε τον κόσμο αλλιώς. Μα ο κόσμος δεν αλλάζει μονομιάς. Ο κόσμος αλλάζει σιγά σιγά.
Πόσο πόνεσες μάνα, για να μας μάθεις τις αλήθειες της ζωής.

Σήμερα που λένε πως είναι η γιορτή σου, εγώ θέλω να σου πω ένα. Προσπάθησα να σου μοιάσω γιατί σε θαύμαζα.
Θαύμαζα το χαμόγελο και το πλατύ σου γέλιο που στόλιζε το πρόσωπό σπου όλες τις ώρες της ημέρας ακόμη και τις πιο πικρές. Σε είχα δει πολλές φορές να κλαις. Μα πάντα μου έλεγες πως μπήκε ένα τσάχαλο στο μάτι σου.
Νομίζω, μάνα τώρα και γω, πως όλα μας τα λάθη μας, τα κάνουμε από αγάπη και φόβο.


Μνημόσυνο στη μάνα μου, στις γιαγιάδες μου και τις γυναίκες που έβλεπα μικρή, στο χωράφι, στον αργαλειό, στα ξύλα.
Μνημόσυνο στη μάνα που δεν λύγισε και σε αυτή που λύγισε. Στην αγέρωχη και στην ταπεινωμένη. Μνημόσυνο στις μάνες που έφυγαν και έζησαν στα χρόνια που η κοπέλα δεν ήταν παιδί. Στη γυναίκα που βύζαξε τη ζωή με το αίμα της.
Ξέρω πως σου άξιζαν παινέματα, σου άξιζαν λόγοι σπουδαίοι όμως εγώ δεν είμαι ποιητής δεν είμαι συγγραφέας, είμαι μάνα και κόρη

 

Φωτογραφια αρχειου


Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,

είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
In this article

Join the Conversation