Οι ιστορίες της Βάβως: Παραμύθια στην Παραμυθιά

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Στην φωτογραφία:Μαθητές στο οικοτροφείο της Παραμυθιάς Ο ατέλειωτος Χειμώνας πέρασε. Η Άνοιξη με τα θεία δώρα της, ήταν εδώ....

Ήρθε η Άνοιξη γεμάτη άρωμα χρώμα και τραγούδι.Όχι τα τραγούδια τα δικά μας, μα της φύσης των πουλιών μα πάνω από όλα το τραγούδι του αγέρα. Πότε δυνατός, τόσο που έλεγες πως η οργή του θα γκρέμιζε σπίτια τόσο μεγάλη ήταν. Όταν φυσούσε απλώς δυνατά, τόσο, που να κρατάμε τις φούστες μας να μην τις σηκώσει και έχουμε αποκαλύψεις γελάγαμε. Ήταν και κείνο το τρυφερό αεράκι που περνούσε σαν άρπα πάνω από τα κλαδιά των ανθισμένων δέντρων και λουλουδιών πάνω από την περιπλοκάδα της ρολογιά και του αγιοκλήματος, φέρνοντας γλυκές συγκινήσεις.

Τα παραμύθια έγιναν όμορφα, τρυφερά και μας τα έλεγε ο παππούς, μπροστά στο μεγάλο παράθυρο με τις σιδεριές.

Τι όμορφα που ήταν, πόσο λαχταρώ ακόμα τη μυρουδιά από τις λεμονιές τις πορτοκαλιές που γίνονταν ένα με της τριανταφυλλιάς το άρωμα. Αυτές ήταν ώρες μαγικές. Πολλές φορές τα βράδια είχε πέσει αντάρα. Αυτή κράταγε ως το πρωί. Μου άρεσε πολύ όπως και όταν είχε τσιάφνη μου άρεσε, μα σαν έβγαινε ο ήλιος και πριν το ρολόι μας χτυπήσει δέκα είχε φύγει η αντάρα και ο ουρανός καθαρός γαλάζιος, έδινε ζωή στους ανθρώπους στα ζώα και στα φυτά μα προ παντός στα ζουζούνια και τις πεταλούδες. Άσπρες με βούλες και μεγάλα φτερά, κομψές καφέ με χρυσαφιά φτερά πολύχρωμα, μικρές μωβ που όταν άγγιζα τα λουλούδι, ξεχύνονταν μικρό μωβ σύννεφο που γινόταν μικρός υπέροχος στρόβιλος από μικρούτσικες μωβ σε όλα τα χρώματα του μωβ πεταλουδίτσες. Θέαμα υπέροχο.
Όταν λέγαμε στον παππού μας, γιατί παππού τα σύννεφα κατεβαίνουν στη γη; Πως έπεσαν κάτω; Όταν πέφτουν βαράνε πονάνε; Δε γέλαγε κανείς τους.

Ο παππούς, μας έπαιρνε αγκαλιά, μα εγώ έσπρωχνα τους άλλους και το ειχαν πάρει απόφαση, ο παππούς ήταν δικός μου πάει και τελείωσε.
Και κει άρχιζε το παραμύθι μας. Εκεί κάτω όπως ξέρετε έχει ένα ποτάμι το δικό μας αρχαίο ποτάμι τον Κωκκυτό. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα χοντρά σκουτιά εκεί μοιρολογούσαν οι αρχαίες γυναίκες τους πεθαμένους τους. Εκεί μέσα στις λυγαριές μέσα στα μυστήρια των αιώνων συμβαίνουν σπουδαία γεγονότα. Εκεί κατεβαίνει ο καλός Θεός μας, με τη συνοδεία των Αγγέλων και το Χριστούλη μας , μέσα σε μεγάλα σύννεφα για να ,μην τους βλέπει κανείς. Εκεί λοιπόν στο ποτάμι, δίπλα σε μια αόρατη καλύβα παίρνουν τη μορφή τη δική μας. Φοράνε ρούχα παλιά σαν ζητιάνοι, ή άρρωστοι, ή φτωχοί κουρασμένοι οδοιπόροι. Χτυπάν πόρτες πλουσίων και φτωχών. Ζητούν μια γωνιά να μείνουν να φαν ένα κομμάτι ψωμί. Άλλοι τους βρίζουν και τους κλείνουν την πόρτα κατάμουτρα. Άλλοι τους λένε με καλό τρόπο, δεν έχουμε, λυπούμαστε πολύ και κλείνουν πίσω τους την πόρτα. Άλλοι τους βάζουν μέσα στα σπίτια τους, τους δίνουν τσάι ή φαί, τους βάνουν να ξαπλώσουν σε μια γωνιά.

Εκεί αόρατοι είναι οι Άγγελοι με τα τεφτέρια τους και γράφουν εδω μας έδιωξαν, εκεί μας έβρισαν, εδώ μας τάισαν και μας φιλοξένησαν. Εδώ μας έδωσαν και κάτι για το δρόμο.
Το πρωί ο καλός Θεούλης, ο Χριστούλης και οι Άγγελοι φεύγουν. Πάνε σιγά- σιγά κατά το ποτάμι. Εκεί αφήνουν τα παλιόρουχα, μπαίνουν στα σύννεφα που σιγά σιγά τους ανεβάζουν στον ουρανό εκεί που ο Θεός έχει τι θρόνο του. Μετά ο καλός Θεός στέλνει τους Αγγέλους να δώσει στον κάθε έναν το δώρο του. Στους καλούς αγαθά και ευλογία στους άλλους ένα όνειρο να πάψουν να είναι κακοί. Α, γι΄αυτό παππού εμείς στο σπίτι μας ταΐζουμε φτωχούς, δηλαδή ταΐζουμε το Θεούλη και το Χριστούλι. Ποιος ξέρει, μπορεί να τους έχουμε ταΐσει. Προσέξτε λοιπόν όταν μεγαλώσετε να δίνετε, ότι δίνετε αυτό θα σας το ανταποδώσει ο Χριστός μας.

Μη ξεχνάτε τι είπε ο Χριστούλης στον Πέτρο που έκοψε το αυτί του Δούλου. Με ένα στόμα και τα τρία. Πέτρο Πέτρο, μάχαιρα έδωσες μάχαιρα θα πάρεις είπε ο Δημήτρης. -Θα λάβεις, Δημήτρη θα λάβεις, όχι πάρεις, ορίστε. Είναι μικρός ο Δημήτρης μας, όταν πάει σχολείο να δεις πόσα θα μάθει.

Όταν πήγα στο σχολείο έμαθα για τα φαινόμενα και για την ομίχλη. Όμως ακόμα παρά το ότι γέρασα μέσα μου βαθειά πιστεύω τον παππού μου. Στο κάτω- κάτω, έτσι θέλω, μήπως θα με εξετάσει κανείς να του πως το πως και τι και θα μου βάλει ΜΗΔΕΝ; Να του πω, πως η ύλη μεταβάλλεται μα δεν χάνεται. Αυτό το όμορφο παραμύθι μαζί με άλλα πολλά το έλεγα στα εγγόνια μου όταν ήταν μικρά, αφού πρώτα τους έκανα μια περιγραφή της πόλης, που για μένα είναι η πόλη των ονείρων μου.

Είναι η πόλη που δημιούργησα την προσωπικότητά μου και μου έδωσε εφόδια ζωής τέτοια, που κανένα βάσανο δεν μου φάνηκε βαρύ. Πάντα είχα μέσα του την τρυφερότητα των παππούδων, τις χαμογελαστές γειτόνισσες, τα γλέντια του φτωχού, που ακόμη και κουρασμένος, με ένα ουζάκι, ελιές και ψωμί τραγούδαγε. Στα Γιάννενα είναι οι όμορφες, στην Πάργα οι μαυρομάτες, μα στη ωραία [ ή στην καημένη ] Παραμυθιά κοντούλες και γεμάτες.

Μην ξεχνάτε πως οι παχουλούτσικες ήταν στη μόδα. Μονρόε, Μασφιλτην κλπ καλλονές. Εμείς στην Παραμυθιά είχαμε αληθινές καλλονές και όχι φκιασιδωμένες. Αγαπημένη πόλη με αγαπημένους ανθρώπους. Πολλούς δεν τους θυμάμαι, όμως δεν ξέρω πως γίνεται και αν ακούσω το όνομα αμέσως έρχεται η εικόνα του μπροστά μου.

Με στέριωσες, με μάγεψες κι αν έφυγα, ποτέ δεν ήμουν πουθενά αλλού, πάντα όλο θα έλεγα στο χωριό μου αυτό στο χωριό μου εκείνο. Χωριό έλεγα την Παραμυθιά μα και τη Σέλλιανη μόνο που η Σέλλιανη ήταν ένα κουφάρι που θύμιζε την εχθρική τραγωδία της γερμανική κατοχής και την κακία των αλβανοτσάμηδων που σκότωναν και βασάνιζαν το γείτονα τους που χρόνια ζούσανε δίπλα- δίπλα. Τους έλειψε η σκοτεινή εποχή που ο ραγιάς έσκυβε το κεφάλι καθώς περνούσαν και τους βασάνιζαν χωρίς αιτία.

 

 

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι

συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
In this article

Join the Conversation