Οι ιστορίες της βάβως: Ένα πρωί στην Παραμυθιά του 1950

Γράφει για την paramythia-online.grη Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Σήμερα σε όλα τα σπίτια, υπάρχει το μπάνιο, και ένα βοηθητικό, υπάρχει νερό κρύο και ζεστό. Πως αλήθεια ήταν στην...

Να μην πηγαίνει το νερό το σαπουνόνερο στα δένδρα έλεγαν και ρίχνουν τον καρπό. Στην πόρτα μέσα στο χειμωνιάτικο, ήταν κρεμασμένες σε μια ξύλινη κρεμάστρα οι πετσέτες, του παππού και της γιαγιάς, των κοριτσιών, και των παιδιών. Άμα πλένουνταν ο παππούς κάθουνταν στο παραγώνι για να κάνει το σταυρό του και να φάει δυο χαψιές τρίψα, καφέ θα έπινε στη μάνα μας.

Δίπλα στη κανονική βρύση είχαμαν κρεμασμένο ένα ντενεκέ με βρυσάκι που το είχε βάλει ο κύριος Κοσκινάς και ήταν βρύση. Αυτή η βρύση ήταν για τα κορίτσια. Αφού είχαμε όλοι πλυθεί και σκουπισθεί, καθόμασταν γύρω από τις δυο τάβλες. Μια για τους μεγάλους μια για τους μικρούς.

Σε δυο σινιά η γιαγιά έριχνε τον τραχανά, καμένο με πιπέρι κόκκινο, ή κρεμμύδι ή λίπος ή ψωμάκια τηγανισμένα στο λάδι. Αυτό κάθε μέρα, Χειμώνα, Καλοκαίρι. Μόνο στις νηστείες τρώγαμαν τσάι με ψωμί και ελιές. Μας έδινε ξύλινα κουτάλια η γιαγιά γιατί ο τραχανάς καίει με τα κουτάλια τα σιδερένια που είχαμε τότε και που κάθε χρόνο τα καλα’ι’ζαμαν. Πριν αρχίσουμε κάναμε το σταυρό μας, και λέγαμε το Πάτερ Ήμων.
Στο σινί ο τραχανάς κρύωνε γρήγορα γιατί ήταν ρηχό, κι αν δεν κρύωνε τον σπρώχναμε με τα κουτάλια μας στην άκρη να κρυώσει. Η θεία μας η Γιωργίτσα έτρωγε μοναχή της, σαν ψωριάρα, γιατί ήταν συχασιάρα. Άμα τελειώναμε σηκώνονταν ο παππούς και έκανε το σταυρό του λέγοντας. Σε ευχαριστούμε Αφέντη μας Χριστέ μας. Και όλοι μαζί το Δι ευχών….

Ύστερα μεγάλοι και μικροί δρόμο για τις δουλειές μας. Η γιαγιά έβαζε τα σινιά κάτω από τη βρύση και τους έριχνε νερό, μέσα έριχνε και τα κουτάλια.
Θα τα έπλενε όποια από τις κοπέλες είχε λίγο χρόνο. Σφουγγάρι ήταν ένα πλεχτό σακουλάκι, που μέσα είχε σπιτικό σαπούνι. Δίπλα από τις βρύσες είχε ένα παλιά ζάνι με στάχτη και άμμο για τα κορτσιασμένα ταψιά, τις γανωμένες κατσαρόλες και τα τηγάνια. Όμως εμάς δεν κόρτσιαζαν γιατί η γιαγιά μόλις τα μάζευε τους έριχνε νερό, έτσι πάντα καθάριζαν εύκολα.

Στις τουαλέτες είχαν παλιά μικρά βαρελάκια με ένα κίτρινο μικρό στρογγυλό ντενεκέ με σύρμα σαν κουβαδάκι, με αυτό το ντενεκέ ρίχναμε νερό στο μέρος και τον σκεπάζαμε με ένα σανίδι που από πάνω είχε ένα ξύλο σαν χέρι. Έξω από το αναγκαίο όπως και στην αυλή είχαμε δυο ντενεκέδες παλιούς από τυρί που μέσα είχαν ασβέστη λιωμένο και δυο σκουπάκια που τα έκανε η μάνα μου, με αυτά πάντα η γιαγιά άσπριζε τα πάντα κάθε λίγο και λιγάκι, να περνάει ο κόσμος και να καμαρώνει την πάστρα της.

Τα πλυμένα ταψιά τα έβαζαν όρθια σε μια πάνινη ταινία και μέσα εκεί στέγνωναν, δεν τα σκούπιζαν. Όταν στα ταψιά δεν είχαν τραχανά ή γκιουβέτσι και είχαμαν πίτες τότε έκοβε κομμάτια την πίτα η γιαγιά με την ξύστρα και με προσοχή να μην χαλάσει το γάνωμα και πάθουμε δηλητηρίαση.

Δύσκολο πολύ ήταν το πρωί το Χειμώνα, που θέλαμε όλοι γρήγορα να τελειώνουμε, να μην κρυώνουμε. Πρωί σκεφτείτε να βιάζεστε να πάτε στο μέρος και να είναι άλλος, κι άλλος κι άλλος. Πάτε πέρα στη γωνιά μακριά από τον κήπο μας έλεγε η γιαγιά μας. Εγώ δεν πάω, έλεγε ο Δημήτρης. Με κυνηγάνε οι κότες. Δεν τις άνοιξα του έλεγε η γιαγιά και πηγαίναμε στη γωνιά εκεί με ένα μικρό φτυάρι ρίχναμε χώμα πάνω να μην μας κυνηγάνε οι κότες. Τα σκυλιά το πρωί τα είχαμε δεμένα.

Αυτά. Και όμως βρε παιδιά, [[ τους της ηλικίας μου λέω παιδιά και μη γελάτε ]]αυτά τα χρόνια θυμόμαστε και τα έχουμε ντύσει με την ομορφιά των νιάτων μας με τη δροσιά της ψυχής μας μα την ξεγνοιασιά που μας χάριζε η προστασία των δικών μας. Ακόμη μας βοηθούσε η δύναμη της πίστης μας, αν πιστεύεις σε κάτι το καταφέρνεις και είσαι γεμάτος δύναμη. Και μεις πιστεύαμε στο Θεό, στην Πατρίδα μας, στην Οικογένειά μας, στο αύριο που θα χτίζαμε μόνοι μας. Γιατί όσο κι αν φαίνεται παράξενο τότε όλα τα παιδιά, εκτός από το σχολείο έκαναν και δουλειές. Πρόβατα, καλαμπόκια, δένδρα, ξύλα, σκούπισμα, ότι χρεία είχε η φαμίλια τους. Μπορείτε να σκεφθείτε ένα νέο ή μια νέα να λέει μάνα τι θα φάω; Και να περιμένει να του βάλει μπροστά το ψωμί τις ελιές το γαλοτύρι ή τον τραχανά;

Αλλοίμονο αυτό που σήμερα είναι κανόνας να βάζουμε το τραπέζι σε τριάντα χρονών μαντράχαλους ή γυναίκες, τότε ήταν αυτοί οι δεκαπεντάχρονοι και δεκαεξάχρονοι που κουβάλαγαν μέρος των οικογενειακών υποχρεώσεων στην πλάτη τους. Και κει στα είκοσι, πριν πάνε φαντάροι, παντρεύονταν. Και πολλές φορές τους περίμενε να τελειώσουν το φανταριλίκι η γυναίκα τους, με ένα παιδί.


*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι

συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation