Οι ιστορίες της Βάβως: Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί…’

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί... Ήλιος και χιόνι παντρεύονται οι αρχόντοι. Θυμάσαι που πολλές φορές τα Καλοκαίρια έβρεχε...

Όλα καλά αδερφούλι αλλά γιατί η παροιμία θέλει στο γάμο των φτωχών να έχει ήλιο και βροχή και στων πλουσίων ήλιο με χιόνι; Μου βουρδούλιζε το μυαλό και δεν καταλάβαινα το γιατί.
– Αχ βρε αδελφούλα μου, είπε, το σοφό κεφάλι του σπιτιού μας.
– Πέφτει στην Παραμυθιά χιόνι;
– Όχι.
– Μπορείς εύκολα στα δέκα χρόνια να δεις ήλιο με χιόνι.
-Ίσως ποτέ.

Υπήρχαν τα χρόνια εκείνα πολλοί πλούσιοι στα χωριά μας; Στην πόλη μας υπήρχαν, μα πάλι οι φτωχοί ήταν περισσότεροι άρα. Δεν χρειάζονταν περισσότερες εξηγήσεις. Αλήθεια θυμάσαι να λένε ήλιος και χαλάζι. Δεν θυμάμαι, μα νομίζω πως το ήλιος και χαλάζι, μόνο συμφορές, από ότι θυμάμαι έφερνε, συμφορές και καταστροφές. Στάρια πεσμένα στο χώμα, φρούτα βαρεμένα από το χαλάζι στο σιάδι ούτε για τα ζώα. Και τα σταφύλια στην κρεββατίνα να σκάζουν, αγίνωτα ακόμα. Και αρχίσαμε μια κουβέντα, που δεν ξέρω ποιος την τσίγκλαγε πιο πολύ, ποιος έβαζε το φκιάρι και ξέθαβε τις ζαβολιές μας, ποιος ήτανε πιο καλό παιδί, και πιο, πιο παλιόπαιδό. Μη με κοιτάτε, η γιαγιά μου έλεγε, πως είμαι το καλύτερο παιδάκι. Αμάν…

Τώρα που γεράσαμε δεν σας λέω, όλα αγιόπαιδα βγαίναμε.
-Ήταν σωστό να σκοτώνετε πουλιά με τις σφαιντόνες;
-Ο άνδρας είναι γεννημένος κυνηγός να φέρει το φαί στο σπίτι;
-Ήτανε σωστό να λες στον παππού ψέματα πως δεν σε παίζαμε και να κολλάς μαζί με μας που ήμασταν αγόρια;
-Και τι να έκανα, είχα αδελφή. Εσείς με τα ξαδέλφια γινόσασταν πολλά.

Να δεις που χαμογελούν και συμφωνούν.
-Ήσουν κακομαθημένη.
-Δεν ήμουν, μα δεν έχει νόημα να το πω. Αγαπώ πολύ αυτά τα διαφορετικά αγόρια, που είναι μικρότερα από μένα, μα με νοιάζονται σαν να είμαι, πολύ μικρή, πολύ αδύναμη. Πάνε να με αγκαλιάσου και κοψομεσιάζονται, τόσο σκύβουν.
Κοντό θηρίο είμαι, μα δεν το μαρτυράω.
Όλοι μαζί θυμούμαστε τα βουνά, τις εκδρομές και τις χαρές που περνούσαμε.
-Θυμάσαι, ένα γάμο στην ποταμιά;
-Μα εσύ ήσουν πέντε χρονών, πού, πώς τον θυμάσαι;
Ήταν ένα μικρό χαμηλό σπίτι, με τρία δωμάτια, δίπλα από ένα μεγάλο κανάλι. Ήταν βαμμένο μπλε σαν τη θάλασσα και ένα δωμάτιο πορτοκαλί, και οι πόρτες πορτοκαλιές. Τρία αδέλφια ζούσαν σε αυτό το σπίτι. Κάθε ένας το δωμάτιό του. Ο γαμπρός ντυμένος με κουστούμι μαύρο, και όλοι οι γύρω τραγούδαγαν, μα και έκλαιγαν.

Θα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης έξη ώρες δρόμο με το φορτηγό.. Θα κάνανε εκεί το γάμο στο χωριό της νύφης, και μετά όλοι πίσω στην ποταμιά.
Μεσάνυχτα θα γύριζαν. Λεβέντης ήταν ο γαμπρος θυμάμαι. Ξέρεις τι μου έκανε εντύπωση, που εκτός από τα καζάνια που έβραζαν το κοκκινιστό είχαν πολύ καρβουνήθρα και με το ούζο έδιναν ρόκες καλαμπόκι ψημένο, και κανένα κομματάκι κρέας σα μια μπουκιά. Εμείς δε θέλαμε κρέας, θέλαμε καλαμπόκι και ηλιόσπορους.

Εμείς μείναμε στην Παραμυθιά,η μάνα μας έδωσε να δώσουμε πίτα στη μανα Σούλα και αν αργήσον να γυρίσουν να τρώγαμε ψωμί με ζάχαρη και να κοιμηθούμε. Μας έδωσαν και πίτα μα δεν τη θέλαμε. Είχαμε φάει πολλά καλαμπόκια. δεν μας πήραν κοντά για το χωριό της νύφης. Και θέλαμε να δούμε τη νύφη.
Μας έμεινε όμως στη μνήμη το μπλε σπίτι, με τους ήλιους γύρω- γύρω και τις φασουλιές. Και πάνω στα παράθυρα βασιλικούς και καρυοοφύλλι, μέσα σε άσπρους ντενεκέδες. Και στην οχτιά του καναλιού καλάμια και τούφες μωβ από τις λυγαριές. Στη μέση της αυλής ένα ξυνό και γύρω γύρω ντάλιες μικρές κόκκινες.
-Εγώ θυμάμαι πως τα καλαμπόκια ήταν άσπρα, είχαν και μαύρα σπόρια που εμείς τα βγάζαμε.
-Θυμάσαι που μας έφερναν συνέχεια λουκούμια;
-Εσύ θυμάσαι τον πατέρα να χορεύει το φυσούν;
-Πάντα αυτό χόρευε πρώτο, εκτός αν ήθελε να πειράξει τη γιαγιά μας. Ναι, και χόρευε το ΄΄Της Ρεντζέλως τα παιδιά΄΄.
-Βρε συ που τα θυμάσαι όλα αυτά;
Αφού τα θυμάσαι εσύ, εγώ ήμουν η μεγάλη, το ξεχνάς; Δεν είπα η ψηλή είπα η μεγάλη…
Θυμάσαι που βαφτίζαμε στην Πάργα στου Τσολιά και όταν ζήτησε ο παπάς το όνομα από τη μάνα μας, πετάχτηκες εσύ, μικρούλης ήσουν, δεν ήσουν τριών χρονών και είπες Αλκινόη ή μάλον Αλσινόη
Τα έχασαν όλοι. Ο πατέρας της μικρής είπε, καλό είναι Αλκινόη. Δεν θύμωσαν είχαν πει της μάνας να δώσει δικό της όνομα.
Αλκινόη, είπε και η μάνα μας, που ήταν η νονά, και κράταγε το κοριτσάκι. Μα τώρα νονός ήσου εσύ. Θυμάσαι που σε φώναζε νονό;
-Αν θυμάμαι!!!

Μέρες σε ρωτάγαμε που άκουσες το όνομα Αλκινόη, μα δεν θυμώσουν. Και μεις δεν ξέραμε καμιά Αλκινόη. Μα σαν μεγάλωνε η Αλκινόη πόσο της άρεσε το όνομά της.
Πολλές φορές, θυμώμαστε και γελάμε, με τα απλά καθημερινά της ζωής μας.

Όλα τα δύσκολα, τα θάψαμε στο ντουλάπι της λησμονιάς. Καμιά φορά ο κάθε ένας μόνος του κλαίει, για το χαμό της μικρής μας Σωτηρίας και του λεβέντη μας του Χρήστου.

Έτσι είναι η ζωή. Εύκολα μοιράζεσαι τις χαρές τα πειράγματα, τις σκανταλιές. Μα δύσκολα αυτά που σε πονάν, γιατί τον πόνο και τα δάκρυα, θέλεις να είναι δικά σου, καταδικά σου, άτρωτος/η, να σε νομίζουν, και τι νόημα έχει να ξεδιπλώνεις τα πικρά; Αυτά σου ανήκουν. Στον κάθε ένα μας, η ίδια σφραγίδα έχει άλλο σημάδι. Τις αμαρτίες σου τις εξομολογήσαι στον πνευματικό σου. Τους πόνους, τους σέρνεις μέσα σου,τους ακουμπάς με την προσευχή σου στην Παναγία μας,ξέρεις ότι Εκείνη ξέρει, ξέρεις ότι σε καταλαβαίνει,,,, και συ στο πρόσωπό σου, βάζεις ένα γλυκό χαμόγελο.

Για σκέψου να μαυρίζεις την ψυχή όλων με τα δικά σου. Άσε κι ο καθένας έχει τις δικές του πληγές, δεν χρειάζονται άλλες. Χαμογέλα, οι ρυτίδες από το χαμόγελο, σε ομορφαίνουν, σε γλυκαίνουν.

Αχ βρε ζωή μαγκούφα, πόσες φορές δεν φέρνεις συννεφιά και δάκρυ. Ακόμα και στις χαρές, εσύ θα βρεις τον τρόπο να κρυφτείς στα μάτια και να βγάλεις σταγόνες λύπης.
Τι λέει ο λαός μας. Γάμος χωρίς δάκρυ δεν γίνεται, ούτε κηδεία χωρίς γέλιο.
Και ήρθε τούτος ο καιρός να φέρει τη θλίψη στα μάτια και τις ρυτίδες του πόνου στο μέτωπο, όλου του λαού μας..

Μα, κει στον τοίχο του σπιτιού μας, κρέμεται το κάδρο με το κέντημα της γιαγιάς, κεντημένο με ωραία καλλιγραφικά γράμματα, ανάμεσα στο μαγιάτικο στεφάνι ΄΄ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ”

Και καθώς διαβαίνει η ζωή, εσύ χαίρεσαι το χρόνο που σου φέρνει τις χαρές, τις λύπες. Ξεχνάς πως έτσι σου κρατάει τρυφερά το χέρι να σε πάει στο τέλος. Εσύ το τέλος το γνωρίζεις, δεν το φοβάσαι, είναι η νέα σου γέννα σε μια νέα ζωή. Και έχεις ένα πλατύ χαμόγελο γιατί δίπλα σου υπάρχουν χέρια που σου λεν αντίο σκουπίζοντας τα μάτια τους.
Αυτό είναι η ζωή. Αρχή, δημιουργία, τέλος.

 

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation