Θα έχει τρελαθεί σκεφτόμουνα. Μα δεν είναι έτσι. Τ ότε πώς να καταλάβαινα; Τότε στα 1955 πήραν το δρόμο για τη Γερμανία, πριν για το Βέλγιο και πιο πριν για την Αμερική και την Αυστραλία. Και θυμάμαι τη γιαγιά τη Γεωργία να κάνει το ίδιο στο δικό της τζάκι. Λάβαινε και γράμματα, τα γράμματα όταν μπόραγε έτρεχε στην Αγγέλω να της τα διαβάσει. Αυτή είχε τελειώσει την τρίτη δημοτικού και τα κατείχε τα γράμματα. Σα δε μπόραγε της τα διάβαζε η μάνα μου. Ύστερα για μέρες, τα έβαζε στον κόρφο της και αφού τα χιλιοφίλαγε έκανε πως τα διάβαζε γραμμή γραμμή. Τα μάθαινε απ έξω.
Στην μικρή μας πόλη υπήρχαν οικογένειες που δεν γνωρίζω αν λάβαιναν γράμματα και φωτογραφίες, ήταν κάποιοι που γι΄αυτούς δεν μιλούσε κανείς. Λες και ήταν ντροπή δε μίλαγαν για τους δικούς τους. Σκιάζονταν. Και αυτών των ανθρώπων οι δικοί τους ήταν μακρυά σε κάποιο νησί μα κανένας δεν ήξερε. Τα παιδιά δεν γνωρίζαμε τη θλιβερή ιστορία του τόπου. Πάνω στο τζάκι ήταν και κάτι κάρτες εορτών. Εικόνες από τη γέννηση του Χριστού μας, εικόνες με κόκκινα αυγά από το Πάσχα και υπέροχα τοπια.
Και όταν ήμουν δίπλα της, άκουγα ιστορίες για τους ταξιδεμένους, για όσους ήταν στη φωτογραφία ή στις κάρτες εορτών. Και άκουγα πως έγινε ο γάμος και πως όταν ήρθε παιδί πυροβολούσε ο παππούς μέχρι που δεν είχε φυσίγγια. Εκεί στη γωνιά τη βλέπεις τη σκούπα, δεν την τάραξα από τη θέση της. Εόναι η σκούπα που σάρωνε τπ σπίτι πριν φύγει για τη Γερμανία. Δεν τη χαλάω θέλω να βρουν το σπίτι όπως το άφκαν.
Τότε την πέρναγα τρελλή, ίσως και άλλοι πολλοί να την πέρναγαν τρελλή. Μα σα μεγάλωσα είδα πως οι άνθρωποι μένουν μόνοι από αναγκη. Έτσι, γιατί πιστεύουν πως οι γονείς τους είναι δυνατοί, πως όλα τα μπορούν; Δεν ξέρω.
Προχθές μια φίλη, μου είπε. Είσαι τυχερή που μένεις με τα παιδιά σου, μπορείς να πεις δυο κουβέντες, είσαι ασφαλής. Η φίλη μου μένει μόνη κι ας έχει τρία παιδιά. Εσύ γιατί δεν πας στα παιδιά σου; Είναι καλά παιδιά. -Καλα είναι μα δεν μπορώ. Δεν τη ρώτησα το γιατί, δεν είχε νόημα. Τα οικογενειακά είναι προσωπικά.
Τι θα της έλεγα πως οι γέροι πρέπει να έχουν υπομονή, πως οι νέοι κουράζονται έχουν ευθύνες; Αυτά όλοι τα γνωρίζουν. Τι να της έλεγα πως οι γέροι, μιλούν με τα φαντάσματα; Ότι αυτά τα φαντάσματα είναι καμμάτια μας; Αλήθεια το φάντασμα των γονιών μας των παππούδων μας οι αναμνήσεις μας είναι κακές. Είναι όλα τα καλά στον αγώνα της ζωής μου. Και πολλές φορές, δακρύζω για τη γιαγιά, για τον παππού, για κείνους που δεν γνωρίζω, που ενώ εργάσθηκε μια ζωή δεν έχουν ένα χέρι μια αγκαλιά να τους ζεστάνει. Για τη γιαγιά και τον παππού που κουράσθηκαν αλλά τώρα που έχουν ανάγκη, που τώρα είναι μόνοι;;;
Πόσο ανάγκη την έχουμε αυτήν την αγκαλιά όλοι μας. Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου τα έπαιρνα αγκαλιά τα έσφιγκα στο στήθος μου και έκανα πως κουρτίζω την πλάτη τους με τον ήχο σβ σβ σβββββββ.Γεμίσατε δύναμη μπρος, τίποτε δεν σας νικάει.
Όταν μεγάλωσαν τους έλεγα έλατε να κάνουμε μια αγκαλίτσα και πάλι έκανα πίσω από την πκάτη τους σαν να κουρτίζω ρολόι,και σβ σββββββ, και τους έλεγα φύγετε, γέμισα τις μπαταρίες μου.Τίποτε δε με νικάει. Και είναι αλήθεια μια αγκαλιά σε γεμίζει. Υπάρχουν άνθρωποι που αυτά τους φαίνονται χαζά και γελοία. Δεν είναι. Ακολουθώντας το παράδειγμα της γιαγιάς έστω κι αν έχω πολλά βιβλία φωτογραφιών, έχω γεμίσει τους τοίχους του δωματίου που μένω, στον δικό μου χώρο, με φωτογραφίες. Παππούδες, γιαγιάδες, θείοι, και στη μεγάλη κορνίζα ο αδελφός μου ο Χρήστος και η προσωπογραφία του Χρήστου μου και η προσωπογραφία της αφεντιάς μου. Να να με βλέπουν και κείνοι.
Βλέπετε πως μια αγράμματη γιαγιά, σε ένα σπιτάκι, εκεί στην Παραμυθιά, κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου, μου δίδαξε τον τρόπο να κρατάς την αγάπη και τις μνήμες σου στην ψυχή σου, στην καρδιά σου. Τι έκανα τα λίγα έργα τέχνης που είχα στο σπίτι μου από παλιά; Στην αποθήκη. Αυτά τα αγόρασα για να στολίσω το σπίτι μου. Και τώρα το σπίτι μου έχει μπροστά μου, όλη τη ζωή μου, βιβλίο με ανοιχτές τις σελίδες του…
Μπορεί να μην αρέσει σε κανέναν ο χώρος που ζω, αρέσει όμως σε μένα.
Τα βράδια αφού με καληνυχτίσουν τα παιδιά μου μπαίνω στο δωμάτιό μου κάνω την προσευχή μου και καληνυχτίζω, μια μια τις αναμνήσεις μου. Και οι φωτογραφίες καθώς το καντηλάκι μου μπρος στην Παναγιά και τις εικόνες μου τρεμοπαίζει μου λέει από όλους καληνύχτα, αύριο θα τα πούμε πάλι. Αύριο!!!!!
Μια καλημέρα στη ζωή μου και ύστερα στα παιδιά, θα πιούμε καφέ; Και πίνουμε τον καφέ. Λένε πως οι αναμνήσεις κάνουν κακό. Εγώ δεν το γνωρίζω, έχω διαγράψει όλα τα στραβά και πορεύομαι με γαλήνη εκεί που μας περιμένουν οι αγαπημένοι μας

είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Join the Conversation