Οι ιστορίες της Βάβως: To ταγάρι…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει την παροιμία, μου έγινες ταγάρι. Αν δεν ξέρετε τι ήταν το ταγάρι να σας...

Σαν αλεργική που είμαι, φοβόμουνα όλα τα ζούδια της γης. Πάνω από όλα, αυτά που τσιμπάνε. Γιατί αν με τσίμπαγαν, έπρεπε να παίρνω σουλφαμίδες και ήταν κάτι μεγάλα χάπια, που τι να σας πω. Δεν το κατάλαβα ήταν σαν να μη μου εξηγούσαν. Και μια μέρα ρώτησα τον κυρ Γιώργο πως γίνεται ταγάρι ένας άνθρωπος.
-Φέγα ωρέ διάολε που θες να τα μαθαίνεις όλα.

Η απορία με έτρωγε. Λούσιω ρώτησα μια μεγαλύτερη κοπέλα, τι πάει να πει ταγάρι.
-Αυτό που κάνεις εσύ όταν θες κάτι και συνέχεια το ζητάς και λες το θέλω.

Δεν έδενε το πράγμα. Ρώτησα και τη Γιώργαινα που μου απάντησε.
– Και συ ταγάρι μου γίνεσαι.
– Μα δεν σας ενοχλώ και δεν έρχομαι και στο σπίτι σας αφού δεν έχετε παιδάκια με ποιον να παίξω;

Την είδα να τραντάζεται. Έλα ωρέ διάολε να σου δώκω γλυκό και ας μην έχω παιδάια, να έρχεσαι να παίζεις με τα αρνάκια τα μανάρια. Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι μας. Με έβγαλαν όξω να μιλήσουν οι μεγάλοι.
-Βέργω μου έφαε την ψυχή να πάρουμε παιδί ξένο. Νέα είμαι ακόμα, ποιος ξέρει του Θεού τα θελήματα;
-Καλή είσαι μωρ Γιώργαινα κι αν κάνεις και δικό σου, ας φάει ψωμί μαζί και το άλλο. Γούρι θα σου φέρει.
– Εσύ αν πάρεις τσούπρα θα έχεις και στο σπίτι παρέα. Αν πάρεις παιδί θα έχετε εργάτη, μα στα γεράματα τι θα κάνετε;

Έτσι απλά πορεύονταν τότε ο κόσμος, ψωμί, κρεμμύδια, ελιές σκόρδα, και ότι δίνει η γης. Και έδινε η γη χότραιναν οι άνθρωποι, και τίποτες δεν πήγαινε χαμένο. Έξω από τη θύρα περίμεναν μια δυο μπουκές η γάτα, ο σκύλος ή τα σκυλιά, τα μανάρια, οι κότες, κλπ

Όπως στάρι, καλαμπόκι, βρίζα, λιανό, ήταν το ψωμί και έβαζαν έβαζαν το χρονιάρικο καρπό για το ψωμί,στα αμπάρια. Έτσι μέτραγαν τη ζωή τους ως το τέλος. Να έχουν και κάποιον να τους κλείσει τα μάτια.

Η γιαγιά μου στην καρσέλα είχε σιδερωμένα καθαρά τα ρούχα της για το τελευταίο ταξίδι. Τα πάντα καινούρια, να πάνε ωραίοι καθαροί να δουν το Θεό τους.

Κάποτε όταν ήρθαμαν στην Αθήνα έγινε μόδα το ταγάρι και το έμαθε όλος ο κόσμος.

Τα ωραιότερα ταγάρια ήταν αυτά για το φαγητό. Ήταν του αργαλειού με πολλά χρώματα ΄ή τα βλάχικα που ήταν καρό  κόκκινα μαύρα ή άσπρα μαύρα. Τώρα όλος ο κόσμος ξέρει το ταγάρι όμως την έννοιά του ίσως δεν τη γνωρίζει. Για τούτο όμως είναι οι βάβες να ξηγάνε τα παλιά της σχωρεμένης που λένε στο χωριό μας, την μικρή μας κωμόπολη την Παραμυθιά.

Πάντως ο Γιώργος έπεισε την κυρά του να πάρουν μια τσούπρα να έχουν στα γεράματα κάποιον να τους τηράξει. Και είχαν. Δικό τους δεν έκαναν, μα η Γιώργαινα το είχε μαράζι. Γιατί μωρή ο Θεός δεν μου έδωκε και μένα τέκνο.
-Αυτά είναι του Θεού και ο Θεός ξέρει τι να σου πω.
-Και στον παπά πήγα και αγιασμό πίνω και τις νηστείες κρατάω γιατί;
Μα αυτά τα γιατί δεν έχουν εξήγηση, έτσι ήταν θέλημα Θεού



*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
In this article

Join the Conversation