Οι ιστορίες της Βάβως: Μάνα πεινάω…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά   Την ιστορία αυτή, μας την έλεγε η γιαγιά μου. Ήταν τότε το 1917. Ιταλικές και αλβανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη...

Μέσα στην ψυχή του, απόμεινε ο φόβος. Η μάνα του ήθελε να τον ρίξει στο πηγάδι. Η μάνα του ήθελε να τον ρίξει στο πηγάδι. Μέσα στην ψυχή της απόμεινε ο φόβος, θα το χάσει το παιδί. Τα χρόνια πέρασαν, ποιος δίνει σημασία στις πληγές των παιδιών. Σάμπως ξέρουμε πότε πληγώνουμε, ή πληγωνόμαστε; Κάποτε σε μια γιορτή η μάνα πήγε κοντά στο παιδί της. Πόσο σε αγαπώ παιδάκι μου, του είπε. Την κοίταξε αυστηρά. Δεν μ΄αγαπάς μάνα. Αν με αγαπούσες δεν θα πήγαινες να με ρίξεις στο πηγάδι. Είχε ξεχάσει η ίδια το περιστατικό. Πότε παιδάκι μου, εγώ σε αγαπάω. Τι είναι αυτά που λες; Πήγες μάνα, πήγες να με ρίξεις στο πηγάδι. Παιδί ήμουν. Τα λάχανα μου έφερναν πόνο στην κοιλιά μου. Με πήγες στο πηγάδι να με ρίξεις μέσα, να πνιγώ. Κι αν δεν έκλαιγα αν δεν φώναζα θα με είχες ρίξει. Τι είναι αυτά που λες παιδάκι μου, απλά ήθελα να σε φοβήσω, να φας, να μη μου πεθάνεις, τώρα που είσαι μεγάλος το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι; Ήθελες να με ρίξεις στο πηγάδι. Δεν με έριξες γιατί φοβήθηκες. Φοβήθκες όταν έκλαψα. Είσαι η μάνα μου. Σου χρωστάω τη ζωή μου, όμως, πήγες να με ρίξεις στο πηγάδι.

Πέρασαν τα χρόνια. Μια χρονιά φεύγοντας η μάνα, γριά πια, από την Αθήνα, έμειναν μεσοδρομίς, τους έπιασε στο Ρίο θάλασσα άγρια. Δεκέμβρης μήνας ήταν. Τα πλοία δεν μπορούσαν να περάσουν, ο κόσμος ήταν αναγκασμένος να μένει στο κρύο. Έμαθαν από το πρακτορείο τα παιδιά της πως ούτε θα πήγαινε μπροστά, το αυτοκίνητο, ούτε μπορούσε να γυρίσει θα έμενε να περιμένει τον καιρό να κοπάσει. Τέσσερα παιδιά είχε η βάβω. Κανένα δεν κουνήθηκε να πάει να δει τι κάνει η γριά. Όλα είχαν τα δικά τους βάσανα.

Ο γιος της αυτός που φώναζε πως ήθελε να τον ρίξει στο πηγάδι, πήρε το λεωφορείο και πήγε στο Ρίο. Έβγαλε δυο εισητήρια. Μαζί του είχε ένα παλτό μάλλινο. Όταν τον είδε στην πόρτα του φέρυ μπόουτ, έβαλε τα κλάματα. Είχε φοβηθεί πολύ. Και να, που ήρθε κάποιος να την πάρει. Ζεστάθηκε η καρδιά της. Έλα μάνα, πάμε στο σπίτι μας. Έτρεμε από τη συγκίνηση. Δεν τον περίμενε. Το ήξερε πως ήταν άρρωστος βαριά. Κάποιον από τους άλλους περίμενε μα δεν ήλθαν. Την πήγε στο σπίτι του στην Αθήνα. Της έβαλαν ένα ντιβάνι δίπλα στο ΄τζάκι να ζεσταθεί. Να απλώσει τα πόδια της. Κάτσε εδώ, της είπε η νύφη της, θα σου φέρω λίγο ζεστό γάλα να πιεις να ζεσταθείς.

Τι γυναίκα είναι τούτη η νύφη, την κοιτάει σα μάνα κι ας έχει τόσα παιδιά.
-Δεν ήθελα να σε ρίξω στο πηγάδι, του είπε.
-Ήθελες μάνα. Ίσως δεν άντεχες το κλάμα μου, ίσως δεν άντεχες να με βλέπεις να πεινάω.
-Δεν ήθελα παιδάκι μου.
-Ήθελες μα δεν κρίνεσαι, γιατί μάνα σε δύσκολους καιρούς,,, μες την ψυχή μας γίνεται χαλασμός, γίνεται πόλεμος. Ίσως δεν ήξερες, ίσως δεν άντεχες. Η πείνα μάνα σε αγριεύει.

Θυμάσαι μάνα, την άλλη πείνα το 1942. Ξερός ο κάμπος, σαψιαλιασμένος από τις φωτιές των οχτρών. Ο κάμπος δεν είχε στάχυ. Δεν είχε ρόκα καλαμποκιού. Όλοι έψαχναν μια ψάνα άγρια βρώμη, μια ψάνα στάρι ξεχασμένο. Τούτον τον καιρό στα μέρη μας μόνο λίγο λάδι είχε, μα ο οχτρός δεν άφηνε να μαζέψουν τον καρπό. Σα φαντάσματα τις νύχτες τα παιδιά μάζευαν όσες ελιές μπορούσαν. Άντε να βγάλεις λάδι στις πέτρες, μέσα στη σκάφη.
Θυμάσαι που δίναμε μια οκά λάδι για μια οκά καλαμπόκι;
Μπορούσες να χορτάσεις μάνα με λάδι και σταφίδες;
Αν δεν φας ψωμί, ότι να φας, δεν χορταίνεις. Όλο θα πεινάς.
Είχαμε λίγο λάδι, ψωμί δεν είχαμε. Είχαμε λίγες σταφίδες ψωμί δεν είχαμε.

Περνούσαν τα χρόνια μα δεν το ξέχασε ποτέ. Η μάνα του, το έφερνε βαριά. Και κείνος, είχε μια πληγή στα στήθια. Πέθανε πριν από τη μάνα του. Ήταν εκείνη εκεί και του χάυδευε τα λίγα μαλλιά του και το πρόσωπό του. Η μάνα πέθανε μετά από χρόνια. Το πίστευε, το πίστευε μονολογούσε, το πίστευε πως ήθελα να το ρίξω στο πηγάδι. Ποια μάνα πετάει το παιδί της στο πηγάδι και μάλιστα αγόρι. Φαντάζομαι πως τη διαφορά θα τη βρουν στον παράδεισο, γιατί οι βασανισμένοι εκεί πηγαίνουν. Το λέει και το Άγιο Ευαγγέλιο.

Αυτή την ιστορία, μου την είπε κάποτε η γιαγιά μου. Έγινε στην Παραμυθιά το 1917 από κατοίκους μόνιμους της Παραμυθιάς. Η πείνα ήρθε όταν οι ιταλοί είχαν αρπάξει πάλι την Θεσπρωτία μας, την πανέμορφη κόρη της Απείρου Χώρας, με το στέμμα της την Παραμυθιά που πολλές φορές έγινε πεδίο σκληρών μαχών. Καλές γιορτές και .ολοι με τα μάτια μας στραμμένα στο Χριστό μας, στη Ταπεινή Του Φάντη, ας βρούμε το νόημα της ζωής, ας βρούμε το σχοινί του παραδείσου, να κρατηθούμε γερά από αυτό. Αυτό το κομπολόι των προσευχών. Το κομποσκοίνι της πίστης μας, που κάθε κόμπος του, είναι και μια προσευχή.

Κύριε Ελέησον.

Φωτογραφία αρχείου


*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών


In this article

Join the Conversation