Οι ιστορίες της Βάβως: Τα Χριστούγεννα της αγωνίας…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά* 1945. Κάπου εκεί στο τέλος του Νοέμβρη ήρθε το μεγάλο κακό. Έπρεπε όλες οι οικογένειες των ανταρτών του ΕΔΕΣ να...

Στο καθημερινό τους τραπέζι, έβαζαν σε όλους πιάτο πετσέτα ποτήρι και σε μένα. Στο σπίτι μας πιάτο έβαζαν στους άνδρες και στους ξένους, οι γυναίκες τρώγανε μαζί εκτός από τη θεία μου τη Γιωργούλα που τη φωνάζαμε Γιωργίτσα που ήταν πολύ σιχασιάρα. Στο σπίτι της νονάς, υπήρχε πιάνο, ακορντεόν, κιθάρα, σε ειδικό δωμάτιο. Τα Χριστούγεννα που ήρθαν μας βρήκαν χωρίς τον πατέρα μας. Η μάνα μου ένοιωθε άσχημα μα τι να κάναμε;
Ένας συγγενής τους γιατρός μας ανέλαβε μάνα και κόρη. Εγώ όλο στο γιατρό ήμουνα, που μου μάθαιμε πιάνο και έλεγε τι έξυπνη που είναι η κουτσούνα μου. Στα γεράματα έμαθα πως κουτσούνα είναι η περιστερούλα και η παπαρούνα.

Τα χριστούγεννα, ήταν και στην Κέρκυρα μαζεμένα, λόγο του πολέμου. Υπήρχε καλό φαγητό μα οι μέρες ήταν σχεδόν ίδιες. Πηγαίναμε στην εκκλησία που ήταν μεγάλη, σαν τη μεγάλη εκκλησιά της Παραμυθιάς. Εκεί έμενε ο Άγιος Σπυρίδωνας και όλα τα σπίτια είχαν Σπύρο ή Σπυριδούλα. Ούτε τηγανίτες έκαναν της πλάκας, ούτε μπακλαβά, ούτε πίτες ούτε φιογκάκια. Κάτι γλυκά ψωμιά έκαναν και κάτι παράξενα γλυκά. Και τραγούδαγαν άλλα τραγούδια. Εγώ ήθελα το τραγούδι του παππού μου μα δεν το ήξεραν. Και επειδή φώναζα και δεν έσκαζα, το είπε η μάνα μου. Τι ωραίο είπαν όλοι και μετά η μάνα μου, τους έκανε μάθημα στα τραγούδια της Παραμυθιάς και της Λάκκας. Η μάνα μου παρακάλεσε να την αφήσουν να κάνει κρεατόπιτα και κολοκυθόπιτα γλυκιά.
– Να μην κουραστείς είπε η νονά.
– Δεν κουράζομαι είπε η μάνα μου.

Πήγαμε τη νύχτα στην εκκλησία και γυρίσαμε να φάμε τη σούπα και να ξεκουραστούμε.
Η σούπα ήταν από κοτόπουλο που το είχαν σκεπασμένο με κρέμα. Εγώ δεν έφαγα ήθελα το κοτόπουλο όπως το έκανε η γιαγιά μου.

Το μεσημέρι φάγαμε τις πίτες και όλοι φώναζαν κουμπάρα τι ωραίες πίτες.  Θα τις ξανακάνουμε είπε η μάνα μου. Αύριο αν με αφήσετε θα σας κάνω κρέας που το κάνει ο πατέρας μου. Όλα τους άρεσαν πολύ. Και ξανάκανε τα φαγητά και πίτες και η Όλγα μάθαινε και ξεκουράζονταν.

Αυτά ήταν τα πρώτα πικρά Χριστούγεννα της ζωής μου, χωρίς τον πατέρα, τους παππούδες, θείους, θείες. Μα ο καιρός δυστυχώς μου έφερε και άλλες πικρές γιορτές και Χριστούγεννα, έτσι είναι η ζωή. Ένα παραμύθι που έχει την καλή νεράιδα, το βασιλόπουλο, τα παλάτια, μα έχει μάγισσες κακές και δράκους και ο αγώνας, να τους ξεφύγεις.

Η Κέρκυρα έγινε αγαπημένη. Εκεί γεννήθηκε και βαπτίσθηκε ο αδελφός μου. Αν τον κλώτσησα, όχι, ήταν τόσο μικρούλης και η μάνα μου, μου είπε πως μπορώ να παίζω μαζί του. Το ζούληξα και έκλαιγε. Τον κούνησα και σταμάταγε. Και όταν ήθελα αγκαλιά με έπαιρνε η μάνα μου.

Μια μέρα όμως μου είπε πως είμαι μεγάλη και οι μεγάλοι δεν θέλουν αγκαλιά. Έτσι δεν ήθελα και γω αγκαλιά.

Φωτογραφια αρχείου


*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών


In this article

Join the Conversation