Οι ιστορίες της Βαβως: Οι χοροί…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά   Κοριτσάκια μικρά, τα έβλεπα να χορεύουν και τα χαιρόμουν. Ίσως ήμουν 5-6 χρονών. Αυτά ήταν μεγαλύτερα 2-3 χρόνια από...

Γράφει για την paramythia-online.gr
η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

 

Κοριτσάκια μικρά, τα έβλεπα να χορεύουν και τα χαιρόμουν. Ίσως ήμουν 5-6 χρονών. Αυτά ήταν μεγαλύτερα 2-3 χρόνια από μένα μερικά και 5-6 πήγαιναν με το πλέξιμο στο λαιμό, σε κάθε εργασία. Έπλεκαν κάλτσες. Ήταν οι κάλτσες πολύ χρήσιμο ρούχο μια και τα παπούτσια τα φορούσαν μόνο σαν πήγαιναν στην εκκλησιά στο σχολείο ή σε κάποιο σπίτι επίσκεψη. Την άλλη μέρα γύριζαν ξυπόλυτα. Και γω κρυφά έκανα το ίδιο. Όλη μέρα που δεν είχαν σχολείο με τα λίγα πρόβατα, το πλέξιμο ένα κομμάτι μπομπότα και στη βοσκή.

Δεν διάβαζαν; Διάβαζαν στο σχολείο, όταν ο δάσκαλος έκανε μάθημα στις άλλες τάξεις. Πρώτη και Δευτέρα μαζί. Τρίτη Τετάρτη μαζί. Πέμπτη έκτη μαζί. Πρώτα ο δάσκαλος έκανε μάθημα στα μικρά, πρώτη δευτέρα. Και ήταν δύσκολο όταν έκαναν τα πρωτάκια πρώτα την δευτέρα τάξη και ύστερα την πρώτη.. Έτσι είχαν την ευκαιρία τα μεγάλα να διαβάσουν αφού τότε όλα τα παιδιά έκαναν δουλειές αγροτικές ή κτηνοτροφικές. Κανένα παιδί δεν μπορούσε να διαβάσει αν πρώτα δεν πήγαιναν στα ζώα ή στο χωράφι για κάποια εργασία.

Πολλές φορές πηγαίνανε όλα μαζί τσούρμο, κοντά και γω με το πλέξιμο που όλο και κάτι λάθος έκανα. Μόλις φτάναμε στα λιβάδια αφήναμε το πλέξιμο και αρχίζαμε το παιχνίδι. Μέσα στα παιχνίδια ήταν και ο χορός.

Τραγουδάγαμε συρτά σχολικά ή του τόπου και κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου,κάναμε έναν κύκλο και χορεύαμε. Μηχανικά μαθαίναμε. Κοιτάγαμε τα πόδια στα μεγάλα να δούμε τι κάνουν, πως χορεύουν οι πιο μεγάλες. Και παρά το ότι και μικρή ήμουν και κοντούτσικη μάθαινα. Ήταν σαν να γεννήθηκα με το χορό. Συρτό, στα τρία, τσάμικο, καγκέλι, φυσούν, κοστελάτα, τίποτε δεν μου ξέφευγε.

Τα κορίτσια τότε, μάθαιναν ακόμη πως έπρεπε να κοιτάν, να χορεύουν σεμνά, δεν έχει καμιά σχέση με το χορό που κάνουν σήμερα. Στον κύκλο όλες μαζί κρατούσαμε χέρι χέρι. Η πρώτη έβαζε το χέρι της στην μέση, τα μάτια χαμηλά και τα βήματα μικρά και ρυθμικά. Οι στροφές στα συρτά ή στα τρία, γίνονταν με χάρι λες και έβλεπες αερικά. Τα αγόρια χόρευαν δίπλα τσάμικό με τούμπες. Οι κοπέλες όταν χόρευαν τσάμικό τα βήματα από μόνα τους, δίνουν χάρη στο σώμα.

Και ήταν τόσο όμορφα, μέσα στη φύση, με ζέστα ή με κρύο, να γελάμε να τραγουδάμε να χορεύουμε. Και όμως, μόλις χθες ήταν που τρέχαμε να σωθούμε από τις σφαίρες και τις οβίδες. Ακόμα στο Ραχούλι ήταν δυο παιδιά που είχαν τραυματισθεί από νάρκη που επεξεργάζονταν. Και αυτά τα παιδιά αργότερα όταν πήγα στο χωριό δεν έρχονταν στο σχολείο μα τα άκουγες να τραγουδούν, να χορεύουν.

Τα ίδια τραγούδια τραγουδούσαν στην Παραμυθιά, στην Σέλλιανη στο Ραχούλι, στις Παγκράτες, στο Ζερβοχώρι. Μετά τη Ρίζα και πέρα από το Διχούνι στα Κουρεντοχώρια οι χοροί και τα τραγούδια άλλαζαν. Στα χωριά υπήρχε κάπου κάπου ένα γραμόφωνο. Όμως στην Παραμυθιά είχαν έρθει και λίγα ραδιόφωνα το ένα ήταν το δικό μας. Το ραδιόφωνο και κάποια θεατρικά μπουλούκια έφεραν τα λαϊκά, τα ρεμπέτικα, και τα ελαφρά.

Έτσι άρχισαν σιγά σιγά τα αγόρια να χορεύουν χασάπικο, χασαποσέρβικο, ζεϊμπέκικο. Ακόμη στις οικογενειακές συγκεντρώσεις στην πόλη μας χόρευαν ταγκό βάλς καθώς στο γραμμόφωνο έπαιζαν οι πλάκες με τη βελόνα, να γυρίζει η πλάκα και κάθε τόσο να αλλάζουν βελόνα. Είναι αλήθεια πως η ζωή της πόλης είχε άλλη γεύση.

Μα σαν ήταν γιορτές, γάμοι ή ακόμη πανηγύρια αρραβώνες, ο Λάμποβος, αυτά πήγαιναν πέρα και όλοι χόρευαν τα δημοτικά μας τραγούδια. Στη βρύση στα Τσερίτσιανα, στου Παπαλάμπρου την αυλή, Ένας αητός, μα για τις γυναίκες πιο πολύ στα τρία, η τριγώνα, η κοντούλα η λεμονιά, τα παιδιά της Σαμαρίνας, και το άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ.

Πολλά ήταν τα τραγούδια που χορεύαμε. Μα και πολλά ήταν του τραπεζιού. Σε τούτην τάβλα πούμαστε, τα δασιά πλατάνια, μη με παίρνεις χάρε, μα το πιο ξακουσμένο το Μάνα με τα πολλά παιδιά. Βλέπεις τότε οι πιο πολλές γυναίκες είχαν πολλά παιδιά. Ήταν και τα τραγούδια της ξενιτιάς που έκανα τα μάτια να βουρκώνουν…

Με αυτά τα τραγούδια του τραπεζιού άρχιζαν. Μα σε λίγο άρχιζε ο χορός μέχρι που κάποιος να έλεγε. Άντε νύχτωσε για τα καλά, πάνε στα τσιωτόρια μας.Καληνύχτα…. Και άντε καλό ξημέρωμα, αύριο με υγεία, φεύγανε ξεκούραστοι ψυχικά, για να κοιμηθούν, βαριά. Και να ξυπνήσουν νύχτα, να αρχίσουν τις δουλειές νύχτα, πριν το χάραμα, γιατί αν χάσεις το προυνό έχασες τη μέρα όλη.

Δεν χρειάζονταν να χτυπήσει πέντε το ρολόι ή να λαλήσει ο κόκορας ο κόσμος ξύπναγε μόνος του, από συνήθεια, πριν χαράξει ο Θεός τη μέρα.

Μια από τις πιο δύσκολες δουλειές στα χωριά ήταν το κουβάλημα του νερού με τη βαρέλα στην πλάτη. Αυτό στα χωριά, στην Παραμυθιά έχει κάθε γειτονιά βρύση ή πηγάδι. Στα χωριά όμως επειδή η γυναίκα ήταν και για σπίτι ( βαριές δουλειές), έπρεπε να το δείχνει. Ακόμα κι αν είχαν γομάρι ή άλογο κάπου κάπου έφερναν νερό με τη βαρέλα στην πλάτη για να δείξουν πόσο δυνατές ήταν.

Τώρα τα παιδιά πάνε στα δημοτικά μπαλέτα και στην Αθηνα πηγαίναμε, βλέπεις ο χορός δίνει χάρη στο σώμα και ξεκουράζει ψυχικά. Κορίτσια, τραγουδάτε και χορεύετε. Μια ώρα χορός την ημέρα όποιος χορός και δεν θα πάρετε κιλά.  Μια ώρα χορός και είναι η ξεκούραση από το φορτίο της ημέρας.

Από τα οχτώ μου χρόνια χόρευα όλους τους χορούς του τόπου μας, από τα δώδεκα όλους και λαϊκούς και ευρωπαϊκούς τα αγόρια μας οι δάσκαλοί μου. Και η σκολίωση διορθώνεται με το μπαλέτο.Ο χορός κάνει χαρούμενους για να μη πω ευτυχισμένους τους ανθρώπους.

Φωτογραφία αρχείου.


*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation