Οι ιστοριες της βάβως: Αχ Μάνα μου

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Καθισμένη στο πλατύσκαλο της σκάλας που πήγαινε κατά το κατώι, κοίταγε την μεγάλη πορτοκαλιά μας και μουρμούριζε. Αχ μάννα...

Προσευχή έκανε, ΄έλεγα μέσα μου, μα γιατί στη σκάλα και γιατί όταν μοιρολόγαγε το Μήτσιο της. Το πρόσωπό της όμως κάτασπρο κι αρρυτίδαστο έδειχνε σαν να ήταν νέα. Ήταν η γιαγιά μου τότε 55 χρονών. Άνοιγε τη τσέπη της, έβγαζε το ντενεκεδένιο κουτάκι με τις πράσινες μέντες και έλεγε πάρτε να γλυκάνει το στόμα σας γυναίκες μου, γιατί πολύ- πολύ μας βασάνισε ο χάρος.

Η γιαγιά μου στα μοιρολόγια της έλεγε νταντέματα στο θείο μου. Πιο κάτω μια γειτόνισσα μάλωνε με το χάρο και του έλεγε. Αν είχες χάρε δυο παιδιά θα σού παιρνα το ένα, να σου μαράνω την καρδιά σαν έκαψες κι εμένα.
Ζύμωνε η γιαγιά μου ψωμάκι, έφκιαχνε φαγάκι κι όλο δόξα τον Θεό έλεγε. Κάναμε χίλιες ζαβολιές, μα ήταν σαν να μην τις έβλεπες.
-Μάλωσέ τα κάπου κάπου, μαμά, της έλεγε ο πατέρας μας.
-Τι κάνουν παιδάκι μου, αυτά είναι ευλογημένα παιδάκια.
-Και μεις τότε ντρεπόμασταν, και τρέχαμε να τη φιλήσουμε, και να την αγκαλιάσουμε. Εκείνη μας φιλούσε τα μαλλάκια μας τα γραμμένα όπως μας έλεγε…

Τα χρόνια πέρασαν. Μεγαλώσαμε. Ήρθαν κι άλλα μέλη στην οικογένεια και άλλα παιδιά.

Εκείνη η γιαγιά μας γερασμένη στέκουνταν ορθή. Είχε χάσει τον παππού μας.  Αυτός αναπαύκε έλεγε και ένα δάκρυ χάραζε γραμμή στο πρόσωπό της που όμως ακόμα ήταν αρρυτίδιαστο.
Με τα παιδιά στις διακοπές τρία αυτοκίνητα φτάναμε στη μικρή μας πόλη.
-Γιαγιά θα πάμε να φάμε έξω.
-Ήρθαν τα παιδιά μου, και θα φάνε έξω.

Τι τα θέλω τα ξάλμα έλεγε για τα χέρια της, αν δεν μπορούν να κάνουν μια πίτα για τα παιδιά μου. Και έκανε την κριγιασόπιτα, στο μεγάλο σινί και την έψηνε στη γάστρα. Και πάνω στην πυρουστιά, στη φωτιά, έβαζε το κακκάβι να κάνει και μπαρμπουνοφάσουλα λουβιά φρέσκα από τον κήπο. Έβγαζε και τυρί μπόλικο από τον ντενεκέ. Οι ντομάτες είναι από την Σταυραινα μας έλεγε.Το πήρα από το Ζορκάδι το τυρί, το έχει από τον τάδε τέτοιο τυρί δεν έχει η Αθήνα. Κασέρι και γραβιέρα έπαιρνε από τα παιδιά του Κωλέτση νομίζω..
– Εντάξυ όμως αύριο θα φάμε έξω. Και το μεσημέρι και το βράδυ.
-Κάνει πολύ το αυτοκίνητο να μας πάει στη Γλυκή;
-Όχι σαν να πάς με τα πόδια στο Ραχούλι και λιγότερο.
-Ε΄τότες να με πάτε στο Νίκο, να φάμε εκεί, να δω και την ξαδέρφη μου, να δω και τους κουμπάρους μας, τους Τσιαλαίους. Πέταγε η καρδιά της και με τη μάννα μου ήταν σε ευθεία γραμμή. Ότι έλεγε η γιαγιά μας το πισθάγκωμε η μάννα μας.

Και πηγαίναμε. Μα η μάννα μας το πρωί έστελνε τον αδελφό μου τον Παύλο να πει στο Νίκο να έχει ψητό κατσίκι από το Σούλι. Και κείνος είχε και φρέσκα ψάρια από το ποτάμι. Και καλαμπόκια που θα τα έψηνε στη φωτιά όταν αποσώζαμε το φαγητό. Της άρεσαν της γιαγιάς τα ψάρια. Της μάνας μας τα γεμιστά. Και μόλις φτάναμε έμπαινε στην κουζίνα με τη θεια και έξω ένα τραπέζι με τριάντα άτομα. Και πέρναγαν γνωστοί και το τραπέζι μεγάλωνε. Και όσο να κόψουν το κατσίκι το τραπέζι γέμιζε λουκάνικα ψημένα, τυρί και ομελέτες.

Να και γω στα καλαμπόκια να μαζέψω βλίτα, εγώ το βλίτο. Και να τα πλύνω στο ποτάμι και να τα βράσω για σαλάτα. Μάζευα και μια τσάντα τρυφερά και στύφνο και αντράκλες με μπόλικο άνηθο να κάνουμε λαχανόπιτα με τυρί. Ετούτη Λένη σου μοιάζει, της έλεγαν και η γιαγιά έλεγε τη μάννα της μοιάζει, είναι προκομέμη. Γιατί πότε έμαθε να κάνει δουλειές; Έλεγε η μάνα μου. Ξέρει άλλα νυφούλα μου.

Η μάννα μου, που ήταν μια δυνατή, δυναμική γυναίκα. Δεν μπορούσε να καταλάβει το δεν μπορώ. Όλα τα μπορεί ο άνθρωπος, θεριό είναι ο άνθρωπος έλεγε. Έσκαψα τη γη με τα χέρια μου να θάψω το μαξούμι μου και γύρω έπεφταν τα βόλια και οι μπόμπες. Η μάννα μου πάντα κοίταγε να μην στεναχωρήσει τα πεθερικά της. Ήταν καλοί άνθρωποι. Τους είχε μεγάλο σεβασμό. Η μάννα μας ήταν από άλλη γενιά, τρανή. Φαίνουνταν κι ας τη γνώριζες για πρώτη φορά. Ήταν σαν να είχε άστρο.

Είχε τα χαρακτηριστικά λαδιά μάτια της μάνας της που τα είχε από τη γιαγιά της ,με καφετιές βούλες μέσα. Έτσι σαν αστέρι λαμπερό έζησε στο τόπο μας. Μα κι όταν ξετοπίσαμαν και πάλι έλαμπε, περίεργο πράγμα. Μέχρι σαν έβγαζε λόγο η αγράμματη μάννα μου της τετάρτης δημοτικού, όλοι την άκουγαν με προσοχή.Τη χειροκροτούσαν και ξεσήκωνε ένα μικρό χαμό… Ο λόγος της ήταν κοφτός και σταθερος. Πολλά μεγάλα και μικρά περνάει ο άνθρωπος. Εκείνο που του γλυκαίνει τα στερνά είναι η αγάπη και η γιαγιά μας την είχε όπως και η μάννα μου.

Η γιαγιά μου στα στερνά της ήταν στη θεία μου τη Γιωργίτσα και έφυγε πλήρης ημερών. Η Γιωργίτσα πρώτη νοσοκόμα. Η μάννα μου που είχε το ίδιο καρφί στην καρδιά της με τη γιαγιά μου αφού και κείνη έχασε το Χρήστο μας στα είκοσί του χρόνια. Είχε χάσει όμως πολλά παιδιά μικρά δυο τριών χρονών… Πίκρες που έχει η ζωή, και βάσανα μεγάλα. Έχει και χαρές πολλές. Μα την έλλειψη του παιδιού δεν την ξεχνάς ποτέ.

Η γιαγιά μου πάντα συμμερίζονταν τη μάννα μου. Έχασε τόσα παιδιά έλεγε. Πικρό λόγο δεν μου είπε, κι ας ήτανε φαρμάκι από το θάνατο η καρδιά της. Αυτά τα λίγα λόγια, γράφτηκαν σαν μια προσευχή στη μνήμη της μάνας μου και της γιαγιάς μου. Μπορεί και για τον εαυτό μου, που με ευλόγησε ο Θεός με καλά παιδιά κι εγγόνια.

Μου λένε είσαι τυχερή. Και είμαι. Αφού μένω με τα παιδιά μου που με σέβονται και με αγαπούν. Και γω τα αγαπώ πολύ και να δεις που σκέφτομαι πότε θα τελειώσει ο Παναγιώτης μου να παντρευτεί με την κοπέλα του να δω και δισέγγονα

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,
είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

In this article

Join the Conversation