Οι ιστορίες της Βάβως: θυμάμαι τοτε παλιά

Γράφει για την paramythia-online.grη Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*   Χθες δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Ήταν κάτι που με βασάνιζε. Ήταν τότε που τα χρόνια ήταν δύσκολα. Τότε πολλά παιδιά δεν...

Γράφει για την paramythia-online.gr
η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

 

Χθες δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Ήταν κάτι που με βασάνιζε.

Ήταν τότε που τα χρόνια ήταν δύσκολα. Τότε πολλά παιδιά δεν είχαν παπούτσια. Θυμάμαι ένα Χειμώνα που έριχνε χαλάζι και ένας συμμαθητής μου που δεν είχε παπούτσια έκανε πότε το ένα πάνω πότε το άλλο.

Το πλησίασε ένας μεγάλος και του είπε. Στάκα πέρα και θα σου φέρω πατούνια.

Πατούνια ήταν κάτι τομάρια όχι τσαρούχια που από κάτω είχαν γουρουνίσιο τομάρι και από μέσα και ως το καλάμι κάλτσες με τραγόμαλλο.
Ακόμα θυμάμαι πως στα παιδιά και σε πολλούς μεγάλους δεν έβλεπα σακάκι ούτε παλτό άλλα κάπα και ήταν η κάπα ένα ρούχο παλτό χωρίς μανίκια με κουκούλα. Τα παιδιά είχαν και άσπρες κάπες από άσπρο κατσικόμαλλο. Αυτό το ρούχο όσο και να έβρεχε δεν το περνούσε το νερό γιατί το κατσικίσιο μαλλί δεν κρατάει νερό.

Οι τσομπάνηδες, κοιμούνταν με τις κάπες τους μέσα σε βριζοκάλυβες. Όταν σε κάποια καλύβα μαζεύονταν πολλοί τότε άναβαν φωτιά έβγαζαν τις κάπες και από το τσιμπολόι τους το ψωμί και τις ελιές για να φαν όλοι παρές.

Παγούρια με νερό δεν κουβάλαγαν μαζί τους έχει πολύ νερό ο τόπος μας.

Όταν μαζεύονταν σε ένα σπίτι το χειμώνα γύρω από τη φωτιά για να ξάνουν μαλλι ή να κάνουν συντροφιά η νοικοκυρά έκανε κοκκόσιες ή πρατσαλέγκες [[ ή ποπ κορν]].

Πολλές φορές έλεγε η νοικοκυρά τι λέτε μωρέ γυναικούλες μου θα πάρουμε δυο χαψιές φα’ι’ ή να κάνω τραχανά με πολύ καυτερό πιπέρι; Και έβαζε την κατσαρόλα στη φωτά για τον τραχανά.

Ακούστε τις παροιμίες.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, ψωμί δεν έχει να φάει.
Τι να σου θυμηθώ κρεμμύδι μου κάθε μπουκιά και δάκρυ.
Λάχανα στη μάνα μου, λάχανα στον άνδρα μου κάλιο με τη μάνα μου πάρεξ με τον άντρα μου.
Πότε νεροτρίψα, πότε ρούφα δάγκα ποτέ ξερό ψωμί δεν έφαγα.

Θυμάμαι τόσα πολλά που με πνίγουν. Ντρέπεσαι που φοράς παπούτσια ρούχα όταν οι άλλοι δεν έχουν. Και για τα ρούχα δεν ήταν μεγάλο το πρόβλημα γιατί ή μάλλινα πλεγμένα, ή αργαλίσια ή το Καλοκαίρι λίγο αλατζά όλα καλά γιατί κάποια θα είχε μηχανή να τα έραβε τζάμπα. Μα κι αν δεν ήταν καμιά με μηχανή τότε τα έραβαν στο χέρι και τι περίεργο δεν ξηλώνουνταν με τίποτε. Στα παπούτσια όμως ήταν δύσκολα.

Δεν θέλω να θυμάμαι τα δύσκολα μα τα βλέπω που έρχονται και τρέμω, πως τόσο καλομαθημένοι νέοι και παιδιά θα αγωνισθούν. Δεν θέλω να θυμάμαι και να τα λέω. Όμως βλέποντας πως αυτά τα ξυπόλυτα τα πεινασμένα παιδιά όχι μόνο τα κατάφεραν αλλά έφτασαν και σε πολύ υψηλά αξιώματα.

Έκαναν ωραίες οικογένειες σπίτια και σήμερα ακόμα βοηθούν λες και δεν έμαθαν ποτέ να ξοδεύουν για τον εαυτό τους μα πως η μοίρα τους, τα έταξε να βοηθούν να δημιουργούν.

Χαμογελούν ενθαρρύνουν κι αν τους δείτε ποτέ να κλαιν είναι γιατί η ζωή τους γέλασε. Μπορεί να σου πουν πως τους μπήκε ένα τσάχαλο στο μάτι.

Εμείς οι μεγάλοι θα γίνουμε οι βράχοι που πάνω τους θα στηρίξουν τη ζωή τους πολλοί από τους νέους μας.

 


Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,

είναι συγγραφέας, ποιήτρια,
βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
In this article

Join the Conversation