Οι Ιστορίες της Βάβως | Στη νηστεία των Χριστουγέννων…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Ήταν το 1952 στην Παραμυθιά, στα μέσα της νηστείας των Χριστουγέννων. Είχε αρχίσει από τις 15 Νοεμβρίου. Σαράντα μέρες τούτη η νηστεία.

Η νηστεία τηρούνταν με μεγάλη προσοχή. Φαγητά λαδερά με ελιές και τουρσιά.

Τυρί, γαλοτύρι, αυγά, τραχανάς, ήταν κρυμμένα στο κατώι. Τα αυγά έμπαιναν σε ντενεκέδες με στάχτη έτσι δεν κλούβιαζαν. Θα τα είχαμε για τα γλυκά των εορτών και για πίτες δίπλας κέικ μετά τα Χριστούγεννα…

Τα όσπρια ήταν τροφή δυνατή με ελιές και αλάδωτα ακόμη ήταν δυο φορές την εβδομάδα. Πατάτες λαχανόριζο ντολμάδες ορφανούς, λάχανα και λαχανόπιτες ορφανές, που ήταν πολύ καλές. Το γλυκό μας ήταν λουκουμάδες, τηγανίτες με μέλι, χαλβάς με αλεύρι ή σιμιγδαλένιος.

Και άμα λέγαμε πεινάω, μας έδιναν σύκα ξερά με ψωμάκι,, τα πορτοκάλια τούτη την εποχή ήταν τα φρούτα μας…

Τα βράδια ήταν ατελείωτα, και όταν η βροχή κράταγε τρεις πέντε και πάνω μέρες το σπίτι μας οι γωνιές του κοντά στο τζάκι ήταν το καλύτερο μέρος. Ήταν η φωλιά μας.

Τα βιβλία, σύντροφοι μας καλοί, όμως εμείς πιο πολύ θέλαμε παιχνίδια. Η μαύρη νύχτα η σκοτεινή πολλούς τους τρόμαζε. Πίστευαν όλοι στα φαντάσματα, και σε εξωπραγματικές καταστάσεις. Βέβαια ο παππούς και ο πατέρας έλεγαν στους άλλους να μην μας λένε κουταμάρες.

Ο Χριστός και η Παναγιά μας, ήταν βοηθοί μας σε κάθε πόνο. Το Κύριε ελέησον και το Κύριε βοήθησαν είναι αρκετό σε κάθε στιγμή. Και το καντηλάκι μας μπροστά στα εικονίσματα ήταν ο προστάτης μας.

Όμως σαν έφευγαν οι άντρες μας, οι ιστορίες αυτές, θρίλερ σας λέω, ήταν μπροστά μας με αναπαραστάσεις.
Φυσικά δεν πρέπει να βγάζουμε το Σταυρό μας και επί πλέον να λέμε Ιησούς Χριστός Νικά κι όλα τα κακά σκορπά.

Μια βραδιά ακούσαμε φωνές. Μας έκλεισαν μέσα. Ο πατέρας και ο παππούς, πήραν τα περίστροφα και οι γυναίκες βγήκαν κοντά τους.Τρέξτε, τρέξτε, φέρτε λιβάνι, του πήραν του τάδε, οι έξω από δω την φωνή… και σκιάζεται και δεν θέλει να σηκωθεί από το στρώμα.

Να φωνάξουμε τον γιατρό, λέει ο παππούς μου και ξεκινάει ο πατέρας μου να φέρει τον γιατρό. Ήρθε ο γιατρός μα η οικογένεια ήταν σίγουροι πως τον κτύπησαν οι έξω από δω στο κεφάλι με μια μπαστούνα ή κόπανο…. Πως το ξέρετε τους είπε ο γιατρός;

Με νόημα με το αριστερό μου χέρι μας έδειξε ότι κάποιος που δεν τον είδε τον χτύπησε με ένα κόπανο στα κεφάλι και όλο του το κεφάλι ταράχτηκε τρομερά. Δεν τον είδε όμως για να μας πει πως ήταν.

Μήνες δεν μιλούσε ο γείτονας μας και δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεββάτι.Ύστερα από μήνες άρχισε να μιλάει κάπως, και επιβεβαίωσε πως τον χτύπησε ο Σα’ι’τάνης και του πήρε την φωνή γιατί βγήκε έξω την νύχτα και ήταν το σαρανταήμερο.

Ο γιατρός μίλησε για συμφόρηση, όμως ποιος τον πίστευε. Εδώ ο ίδιος ο παθός, λέει φτου, φτου, φτου,, μιλάει λοιπόν ο ίδιος ο παθός,,και ξέρει τι λέει ο γιατρός; Αυτός λεφτά θέλει..

Μέσα στην πολύ μεγάλη αμάθεια ζούσανε οι άνθρωποι των χωριών μας. ΄Έπαιρναν γάτες για τα ποντίκια. Έφερναν φάκες φάκες για τα ποντίκια,,,όμως έφερναν και τον παπά να πει την δική του ευχή να φύγουν τα ποντίκια.

Σε κάποιο σπίτι δεν άναβε η φωτιά. Έβαζε ξύλα η κυρά έβαζε σπίρτο, άναβε την φωτιά μα αυτή τίποτε. Άναβε πάλι η φωτιά και μετά, μια φουπ φλόγες και έσβηνε πάλι η φωτιά…

Πάει στον παπά. Παπά μου του λέει υπάρχει αερικό στο σπίτι μας. Η φωτιά δεν ανάβει με τίποτε ή ανάβει και ο έξω από δω την σβήνει…

Πάει ο παπάς στο σπίτι και λέει στην νοικοκυρά να ανάψει την φωτιά και άρχισε να κάνει το ευλογητός. Βλέπει ο παπάς την νοικοκυρά να βάζει κάτω τα χοντρά ξύλα κι από πάνω τα λιανά, άρχισε το κύριε ελέησον κύριε ελέησον.

Τα λιανά από κάτω τα χοντρά από πάνω κύριε ελέησον. Βάζει η γυναίκα τα λιανά από κάτω τα χοντρά από πάνω και ανάβει η φωτιά. Δίνει στον παπά μια δραχμούλα του φιλάει το χέρι κι από τότε έφυγε το αερικό και η φωτιά άναβε αμέσως. Πολλά τα μυστήρια της ζωής μας τα χρόνια εκείνα τα παλιά.

Και μπορεί ο αγράμματος κόσμος να μην μπορούσε να εξηγήσει τα ανεξήγητα όμως έτσι απλο’ι’κά δόξαζε τον Κύριο μας. Γιατί τα θαύματα του Χριστού μας ήταν εκεί που δεν χωράει αμφιβολία στον πιστό άνθρωπο…

Μέσα στην απλο’ι’κότητά τους, οι άνθρωποι του παλιού καιρού, που δεν ήταν και πολύ παλιός, είχαν πίστη άκουγαν την καρδιά τους και λειτουργούσαν με την ψυχή τους. Είναι η πίστη που οδηγεί στον παράδεισο.

Στο σπίτι μας, υπήρχε η λαμπάδα της πίστης στον Χριστό μας, όμως δεν είχαν τις δεισιδαιμονίες. Αυτές τις είχαν οι αγράμματες γυναίκες.Και τι περίεργο ! Οδηγώντας την ζωή τους, μέσα από τα μονοπάτια της άγνοιας, έφτανα σε ωραίες οικογένειες που τις σκέπαζε η αγάπη του Χριστού μας.

Πολλά τους τα είχε διδάξει η εμπειρία. Πολλά είχαν τη σημασία τους και ήταν σωστά.

Όταν γένναγε μια γυναίκα όλες οι γειτόνισσες έπρεπε να της πηγαίνουν τα μπακανικια. Τα λεχωνικά. Και της πήγαιναν. Έτσι έτρωγε καλά η μάνα, και είχε γάλα για το μωρό.

Δεν θα γράψουμε τι ακριβώς γινότανε ΄΄γιατί κάποιοι αντιγράφουν και τα παρουσιάζουν για δικά τους. Ακόμη σαν ήταν ασαράντιστη η γυναίκα, δεν έπρεπε να μπαίνει ξένος η σπιτίσιος το βράδυ, εκτός κι αν πέρναγε πάνω από το κεραμίδι που έκαιγε στην πόρτα γεμάτο κάρβουνα αναμμένα και θυμίαμα..

Αυτά σκοπό είχαν τη προστασία της λεχώνας και του μωρού από τα μικρόβια. Κάποτε αυτά θα ξεχαστούν και η ιστορία θα τα ξεχάσει μα θα μείνουν σαν μύθοι.

Σαν μύθοι που μια φορά κι έναν καιρό τις έλεγαν οι γιαγιάδες στο παραγώνι ενώ οι φλόγες της φωτιάς φώτιζαν τους τοίχους φκιάχνοντας μαγικές εικόνες..που περνούσαν μέσα στα παιδικά μας μάτια, σαν παραμύθια μυθικά, και σαν ιστορίες παλιές πολύ παλιές.

H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά,είναι συγγραφέας, ποιήτρια,βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

 

In this article

Join the Conversation