Οι ιστορίες της βάβως | Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και τα κτήματα της πρόνοιας

Γράφει για την paramythia-online.gr η  Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Ακούστηκε στην Παραμυθιά μας, πως θα δοθούν χωράφια ή οικόπεδα σε οικογένειες. Η μάνα μου ρώτησε τον πατέρα μου αν δικαιούμαστε, ωστόσο εκείνος της εξήγησε πως είναι για τους ακτήμονες.

– Βασίλη εμείς δεν έχουμε τίποτε ούτε οικόπεδο ούτε χωράφια.
– Εγώ είμαι υπάλληλος έχω σταθερό μισθό δεν δικαιούμαστε.
– Για την τσούπρα ή για το παιδί…
– Τώρα η τσούπρα θέλει χωράφι ή το παιδί…;
– Βιργινία, είναι για να καλλιεργήσουν τη γη οι ακτήμονες, να έχουν κάτι δικό τους. να μπορέσουν να έχουν ένα κομμάτι ψωμί.

Εγώ νομίζω ήμουνα δέκα πάνω κάτω χρονών και ο αδελφός μου τρία χρόνια μικρότερος τα άλλα ήταν ακόμη πιο μικρά. Θύμωσε η μάνα μου, που οι άλλοι τα καταφέρνουν μα ο πατέρας της είπε πως του δίνουν οι κάτοικοι του Μούρτου (Σύβοτα) χίλιες ρίζες ελιές αρκεί να πάει εκεί δάσκαλος και να μείνει εκεί μαζί τους ως τη σύνταξή του.

– Στο Μούρτο (Σύβοτα) να με τρώει το νερό και η υγρασία, πα, πα, πα…
– Τότε κάτσε στο σπιτάκι μας και δόξα τον Θεό

Έκατσε η μάνα μας στο σπιτάκι μας μα όλο έψαχνε… Μια μέρα ήρθε ο παππούς μας στο σπίτι. Η μάνα μου του έφτιαξε καφέ του έβαλε και μια δυο τηγανίτες και ειπε παππούς:

– Με ειδοποίησαν από το Δημαρχείο να πάω θα μου δώσουν ένα κτήμα για την τσουπρούλα μας
– Εσύ έχεις δυο μεγάλες, τούτη είναι τσότση

Μου είπαν πως είναι κάτω από τον Αγιώργη δίπλα στο σταροχώραφο του..

– Ωραία έχει και νερό.
– Έχει και θα βάλω δένδρα, να έχει από όλα τα οπωρικά.

Η μάνα μου δεν μίλησε πάντα είχε σέβας όπως έλεγε η ίδια στον πεθερό της που ήταν Άγιος άνθρωπος. Πέρασαν μέρες πολλές εγώ πήγα με τον πατέρα μου να δω το κτήμα και μου άρεσε πολύ μονάχα που εκεί σε μιαν άκρη κάποιος έβγαλε άμμο. Το διπλανό χωράφι είχε ένα στάρι ψηλό με άγανο, και είχε αρχίσει να χρυσίζει. Έπιασα να κόψω ένα στάχυ. Τι ήταν και το έκανα; Άρχισε ένα μάθημα για την κίνηση μου την άσκεφτη. Γιατί αν μπει ο κάθε ένας και κόψει από ένα δυο κλπ τότε ο άνθρωπος τι θα θερίσει; Ήθελα πολύ να του πω, αμάν βρε πατέρα [όταν θύμωνα δεν τον έλεγα μπαμπά, τον έλεγα πατέρα] και κείνος μου απαντούσε αυτό είναι σωστό μπαμπά λένε τα γυφτάκια.

Ο παππούς έκανε σχέδια για μια στέρνα που θα μάζευε το νερό και πόσα και τι δένδρα θα έπαιρνε από το δασαρχείο να τα φυτέψει και που θα άφηνε τόπο για το σπίτι. Και μια μεγάλη κρεβατιά από τα σταφύλια τα δικά μας που είναι νόστιμα και δεν χαλάνε. Γέλαγε η μάνα μου, αυτή θα την κοιτάτε όλη σας τη ζωή κακομαθημένη, και κούναγε το γιακά της. Μα μένα τι με ένοιαζε; Έλεγα πως θέλω πολλές πορτοκαλιές λεμονιές μηλιές βερικοκιές και και και…

Μια μέρα λέει ο Δημήτρης, εγώ παππού μου, δεν θα έχω δένδρα; Είναι τέσσερα στρέμματα όλοι θα έχετε μπα θα άφηνα το Μπούλη μου χωρίς δένδρα; Και περνούσε ο καιρός και γω πήγαινα στο δασαρχείο και ρώταγα ποιο είναι καλό, ποιο τούτο, ποιο κείνο. Μου έδιναν από ένα φυτάκι για να με διώχνουν και γω γεμάτη χαρά το πήγαινα και το έβαζα σε ένα μέρος να το ποτίζω μη μου ξεραθεί.

Ήρθε η μεγάλη μέρα που θα έδιναν τα κτήματα. Τους είπαν προφορικά να παν από το Δημαρχείο και να κάνουν την αίτηση. Πήγε ο παππούς στο Δημαρχείο και όταν γύρισε ήταν γανιασμένος. Όταν γύριζε το μεσημέρι από το μαγαζί πέρναγε από το σπίτι μας, η μάνα μου τον καλωσόριζε και του είχε έτοιμο ότι καλό είχε κάνει, μα φα’ι,’ μα γλυκό.

– Είσαι καλά πατέρα, τον ρώτησε, σε βλέπω λίγο κόκκινο. Που πιεσόμετρα να μετρηθούν…
– Γέρασα νύφη μου, είναι από την ανηφόρα. Μπροστά ο παππούς πίσω εμείς να δούμε αν ήταν καλά.
– Καλώς τα μου, είπε η γιαγιά μας. Τι καλό μας στέλνει η νύφη;
– Λαχανόπιτα γιαγιά μου, εγώ τα έμασα τα λάχανα.
– Λέω να πάτε στη σκαμνιά γίνκαν τα σκάμνα. Τα αγόρια έφυγαν εγώ έκατσα στην πόρτα.
– Παύλο μου είσαι καλά;
– Βάλε να φάμε καλά είμαι, έφαγαν οι τσούπρες;
– Έφαγαν θα δουλέψουν νυχτέρι απόψε έχουν να κάνουν πολλή δουλειά.
– Εσύ τι έχεις;
– Τίποτε Λένη μου, τίποτε, μου ζητάν κάτι χαρτιά και λέω να μη το πάρω το κτήμα.
– Τι σόι χαρτιά είναι αυτά ωρέ Παύλο, εσύ γράμματα ξέρεις τα κάνεις μοναχός σου και αν δεν μπορείς εδώ είναι και ο Βασίλης.
– Μπορώ αλλά μετάνιωσα, δεν το θέλω το κτήμα, μέχρι να μεγαλώσουν τα μικρά θα ξαναδώσουν.

Τη άλλη μέρα έστειλαν κάποιον από το Δημαρχείο.
– Κυρ Παύλε είναι τυπικό, από όλους τα ζητούν.
– Άντε παιδί μου στο καλό, δεν το θέλω το κτήμα ας το πάρει κάποιος άλλος.

Πέρασαν χρόνια πολλά, αυτό που με έτρωγε ήταν πως πάει το κτήμα μας. Ο παππούς μας έφυγε από τη ζωή, και αυτοί που γνώριζαν ήταν μαζί του, είχε δίκιο. Τούτο το δίκιο το μάθαμε και μείς πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Μέσα σε μια μικρή λευκή τσάντα είχε τα χαρτιά αυτής της υπόθεσης. Μέσα είχε και την άρνησή του στο κράτος μας.

Για να του έδιναν το κτήμα έπρεπε να προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Η έγγραφη απάντησή του, ήταν πως αν η πατρίδα δεν γνωρίζει τους αγώνες που έδωσα για την απελευθέρωσή της, αν ή πατρίδα δεν γνωρίζει τι έκανα μετά την απελευθέρωσή της ακόμα και το 1940 Ιερό λόχο να σκοτωθούν πριν την Πάτρα] είναι μια άλλη ιστορία, και μετά, τότε το κτήμα δεν το χρειάζονταν.

Ήταν δε ο Παύλος Χρήστου Παύλου ή Παυλίδης από το 1907 στο Ηπειρωτικό Κομιτάτο, με το Ντεληγιαννάκη και όλους τους Σελλιανίτες, αξιωματικός μετά του Ελληνικού στρατού, παραιτήθηκε και κατόπιν έφεδρος έως θανάτου. Τι πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων του ζήταγαν; Αν ήταν μετά το 1982 θα είχαν πάει όχι αληθινά αλλά πλαστά όπως έκαναν για να πάρουν σύνταξη Εθνικής Αντίστασης. Τα χαρτιά τα έχει με τις επωμιδές του τη φωτογραφία του Βενιζέλου η θεία μου η Γιωργίτσα. Μετά το θάνατο του παππού, ήθελε να το πάρει ο θείος μου ο Σωκράτης μα δεν το πήρε κανείς έπρεπε να υπογράψουμε πολλοί και θα κάναμε κάτι που ο παππούς μας δεν το ήθελε.

Πέρασα πριν τρία χρόνια με τα παιδιά μου, εκεί είναι μια ωραία πλατεία και από κάτω νομίζω πως είναι οι σχολές ΚΕΓΕ αν δεν κάνω λάθος. Κάθισα και έβλεπα τον τόπο γύρω μου και κείνος ο τόπος, μου μιλούσε, μου είπε τόσα πολλά, που με έπνιξε το κλάμα, ύστερα λέω να μη με λένε κλαψιάρα.

Αυτή είναι μια προσωπική ιστορία, όμως σαν τον παππού μου υπήρχαν πολλοί. ‘Ηταν αυτοί που έδωσαν και δεν ζήτησαν ποτέ τίποτε. Τώρα που τα χρόνια έχουν περάσει νοιώθω μια γλυκιά γεύση όταν σκέπτομαι τους ανθρώπους που με κουνάρησαν. Αυτούς που με έχτισαν σαν άνθρωπο.

Κάθε φορά στην εκκλησιά ανάβοντας ένα κερί μουρμουρίζω και ένα ευχαριστώ παππού μου ευχαριστώ γιαγιά μου και όπως είπε η ξαδέλφη μου η Βάσω στη μάνα της όταν της έλεγε στη προσευχούλα της να πει να έχεις καλά το θείο το Σωκράτη το Βασίλη τη Βιργινία, το Δημήτρη, την Αλεξάνδρα τον, τη, τον, τον, οπότε η Βασιλικούλα μισοκοιμισμένη έλεγε, έχει πολλούς ακόμα μαμά;

Εκεί λοιπόν στου Παραδείσου τις στοές έχει πολλούς δικούς μου πάρα πολλούς. Αιωνία τους η μνήμη.

Φωτογραφία αρχείου

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation