Οι ιστορίες της Βάβως | Τα καλοκαιρινά βράδια μας…

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά*

Το Καλοκαίρι, ήταν όμορφο, και γω δεν θα πήγαινα φέτος στην οικοκυρική σχολή. Πήγαινα στο γυμνάσιο. Καλή μαθήτρια ήμουν, και ήξερα πως φέτος θα ήμουν και επίσημα ο βοηθός του πατέρα μου.

Το Καλοκαίρι μας θα ήταν γεμάτο περιπέτειες. Ο πατέρας, μου πήρε ένα χοντρό τετράδιο  εκατό φύλλων, και τρία μολύβια μπικ. Ακόμα γράφαμε με πένα και μελάνι. Είχα και μια ωραία τσάντα και νάσου κυρία σοβαρή  και με γυαλιά καινούρια, πολύ ωραία φτιαγμένα στην Αθήνα. Τα έχω ακόμη. Θα αρχίζαμε από τα χωριά της Ρίζας. Περπατώντας ένα πρωί, με τη δροσιά, ακούγαμε το πουλιά και τον αγέρα να μας μιλούν. Αν κουράζουμαν ο πατέρας μου έλεγε, πάμε, πάμε μη μας πιάσει ο ήλιος. Και δεν μας έπιασε. Σε όλο το δρόμο ακούγαμε σκυλιά και τσομπαναραίους να  χουγιάζουν. Γεμίσαμε τα παγούρια μας νερό στη βρύση του Λευτροχωριού  και πήραμε το δρόμο για το Σαλονίκη.

Διαδρομή παραμυθένια, δάση, πουλιά, λουλούδια, μυρωδιές από τα βότανα, τσάι,  θυμάρι, φασκόμηλο, κλπ Φτάσαμε στο χωριό, στην πλαγιά σπίτια δίπατα πέτρινα με πετροσκεπές,  μάντρες από άσπρη πέτρα και ξυλοδεσιές για λιασοποριές.  Στο μεσοχώρι καθήσαμε να ξεκουρασθούμε και μετά να ανηφορίσουμε για το σπίτι που θα μας φιλοξενούσε.

Φτάσαμε λοιπόν  στη  Σαλονίκη ένα πολύ όμορφο χωριό. Εδώ δεν υπήρχε ζέστη, ο αγέρας δροσερός, βουρδούλιζε το χωριό  ακόμα και το μεσημέρι.. Εκεί είδα το πιο παράξενο σχολείο. Χτισμένο σε ένα λόφο, σαν φτιαγμένο μνημείο, μικρό λόφο πολύ μικρό τόσο όσο το σχολείο και μια μικρή αυλή ίσα με λίγα μέτρα, το σχολείο πολύ μικρό, πέτρινο σκεπασμένο με πλάκα, στη δυτική πλαυρά κάτω από το λόφο σε ένα πλάτωμα,  χαμηλά κάτω συνέχιζε το κτίριο, έτσι που το σχολείο έδειχνε παρέα πάνω από το κάτω ισόγειο.  Ήταν πολύ χαμηλά ίδιο κτίριο σκεπασμένο και κείνο με πλάκα. Ήταν ένας χώρος σαν γραφείο, σαν σπίτι, σαν μαγαζί, τι να σας πω. Μετά από πολλά χρόνια, ματαπέρασα από τα μέρη αυτά

Το σχολείο χωρίς παιδιά, το κτίριο κουφάρι έστεκε εκεί και κάτω ένα καφενείο έτοιμο να πέσει, που δεν είχε παρά μόνο καφέ και νερό και τσίπουρο με μεζέ ελιές και ψωμί από του καφετζή.. Μείναμε σε μια οικογένεια που τη φιλοξενούσε η μάνα μας, όταν έρχονταν στην Παραμυθιά

Ο πατέρα πριν φύγουμε από την Παραμυθιά μου είπε. Εσύ θα ρωτάς τις γριές και θα γράφεις ότι νομίζεις πως σου αρέσει. Είσαι ελεύθερη να γράφεις ότι θες όπως θες. Υπεύθυνη με εφόδια το τετράδιο τα στυλό ένοιωσα μεγάλη πολύ μεγάλη. Εκείνο που ρώτησα και έμαθα ήταν πως ζουν. Η Βάβω μου είπε, μια χαρά δόξα τον Θεό. Αλήθεια τη ρώτησα πως στέλνουν τα παιδιά στο γυμνάσιο αφού δεν είχαν  χρήματα. Έχουμε βιος μου είπε η κακω Δήμαινα. Έχει και το βουνό ξύλα. Και η Παραμυθιά έχει λεφτά. Εμείς εκεί, κάθε Σάββατο στο παζάρι πουλάμε και αγοράζουμε. Το βιος είναι πλούτος. Το βιος είναι λεφτά.

Ο πατέρας με άφησε στο σπίτι και πήγε στο καφενείο. Εκεί θα έβλεπε φίλους, θα έβλεπε συγγενείς, θα κουβέντιαζαν για τα παλιά και θα έκαναν σχέδια για τα καινούρια. Ήταν δικός τους άνθρωπος ο πατέρας μου, ήταν μαζί στην αντίσταση, πέρασαν μαζί όλα τα δύσκολα…. Εγώ εκεί στην αυλή του σπιτιού, μια αυλή με λίγο βασιλικό και μαντζουράνα δυο τριανταφυλλιές είχε δροσιά. Το βουνό έφερνε αγέρα και άκουγες κουδούνια πολλά από τα κοπάδια που πήγαιναν κατά τα κουτσέκια τους. Τα μαντριά τους.

Το σπίτι είχε πολλά παιδιά που με είπαν δασκάλα. Δε γέλασα, μα έτσι  ήταν  στα χωριά.  Στα χωριά   έλεγαν και τη μάνα μου δασκάλα κι ας μην είχε τελειώσει το Δημοτικό. Έγραψα την ιστορία που μου είπε η γιαγιά και βάλθηκα να χεριάζω και να δένω  κάτι χόρτα χεριές χεριές. Δεν γνώριζα τι ήταν. Ρώτησα και η απάντηση ήταν. Σουφροχόρτι. Πολλά βότανα είχαν σε τούτο το χωριό. Την άλλη μέρα σαν έπεσε ο ήλιος φύγαμε για το σπίτι μας. Κάτσε ωρέ δάσκαλε λίγο, άσε το τσουπρί. Θα πάμε και σε άλλα χωριά. Δασκάλα θα την κάνεις δάσκαλε; Αν την κάνεις να τη στείλεις στο χωριό μας.

Ο πατέρας μου είπε.  Ας γίνει ότι θέλει, είναι καλό και αγαθό κοριτσάκι. [ Δεν θέλω αντιρρήσεις ] το είπε ο πετέρας μου. Αν τον άκουγε η μάνα μου θα του έλεγε πως είμαι διάολος με κέρατα. Αργά κάπου στις δέκα είμασταν στην Παραμυθιά. Η  μάνα μου με κοίταζε περίεργα. Αυτή έκατσε στο χωριό, έφαγε το τσίγκλαβο; Και έκατσε και εργάσθηκε, και έφαγε ήταν πολύ ωραία, και ήθελε να καθήσουμε ακόμα. Έπρεπε να γυρίσουμε  όμως.  Την άλλη εβδομάδα θα την πάρω μαζί μου στην Καρύτσα, που θα πάμε για κάποιες διαφορές που έχει ο τόπος μας από την Καρύτσα. Θα μάθει σεργιανιάρα και δεν θα μαζεύεται.

Την άλλη μέρα το βράδυ στη γιαγιά μας κάτω από την καρυδιά με το τετράδιο στα χέρι θα διάβαζα το πρώτο μου λαογραφικό  κείμενο. Ο παππούς με   έβαλε δίπλα του, η γιαγιά κάτω από το γλυκό φως που σκόρπιζε το σούρωπο έφκιαχνε τα μυτάρια του αργαλειού, χωρίς λάμπα.

Φέγγει το φεγγάρι σαν ήλιος. Νυχτώνει πολύ αργά τα βράδυα του Καικαιριού, αλήθεια υπάρχει νύχτα σκοτεινή όταν λάμπει το φεγγάρι, όταν αναβοσβύνουν τα αστέρια  στον καθαρό ουρανό;;;Χωρίς φεγγάρι χωρίς αστέρια μόνο συννεφιασμένη είναι η νύχτα;  Υπάρχει, μα  τα βράδυα του Καλοκαιριού  τα σύννεφα κρύβονται για να έρθουν σαν μπόρα εκεί στις πέντε το απόγευμα.

Είναι μαγικές οι νύχτες του Καλοκαιριού, και πόσοι διάττοντες, πόσα αστέρια, πέφτουν χαράζοντας γραμμές ονείρων στα εφηβικά μάτια, ιστορίες αγάπης τρυφερής, πόσο όμορφα είναι τα χρόνια της πρώτης μας νεότητας, που η αθωότητα η τρυφερότητα και τα όνειρα  μπλέκουν σε στεφάνι μυστηρίων,  ένα αγνωστο μυστήριο,που έχει το δικό της παραμύθι, τη δική του πονεμένη ή τρυφερή ιστορία. Ω πόσα μπορεί να ζήσει ένα παιδί μονάχα στα όνειρα και να τα κρατήσει σαν αλήθειες  φυλαχτά σε όλη του  τη ζωή;;;.;;;

Ένα χαμόγελο, μια λέξη τρυφερή, αρκούν να στήσουν μια ιστορία, ένα παραμύθι.;;. Μα στην πόλη μας το ρολόι της, μέρα- νύχτα μας φέρνει στην πραγματικοτητα. Όταν  νυχτώσει, αν η πόλη γύρει να κοιμηθεί να ξεκουράσει την ψυχή της  και χτυπήσει το ρολόι δέκα, ακόμα είναι μέρα. Τα αστέρια τότε ήταν φωτεινά και ο ουρανός ….    γαλάζιος.. Τα κορίτσια με τη Γιωργίτσα,  κάθονταν και μιλούσαν για τη δουλειά της μέρας. Να βάλω πορτοκαλάδες; Βάλε Γιωργίτσα είπε η γιαγιά μας, μα ποια θα φέρει κρύγιο νερό από το Σέμπεη. Εγώ πετάχτηκε η Λευτερία που πήγε για νερό. Η πορτοκαλάδα ήταν ένα σιρόπι που βάζαμε δυο δάχτυλα στο ποτήρι και το γεμίζαμε νερό. Έτσι με το αναψυκτικό στα κύπελα   σε λίγο όλοι θα άκουγαν την ιστορία μου, κάτι που μου είπαν και έγραψα. Να τους πω τι έγραψα. Πήρα ύφος. Είχα διαβάσει το παραμυθάκι μου καλά.

Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας πατέρας. Δούλεψε τη γη και τα κοπάδια  του μια ζωή. Και σαν άρχισε να γερνάει που τα μοίρασε στα παιδιά του. Γέρασε πιο ο γέρος  πολύ,  δεν τον άκουγαν τα πόδια του, ήταν σε μεγάλη ηλικία. Πέθανε και η γριά του και απόμεινε κούτσουρο στη γωνιά. Οι νύφες του και τα παιδιά του άρχισαν να τον βαριούνται. Πότε του έβαναν λάχανα να φάει πότε ξερό ψωμί με ένα χαλκό νερό.

Σιγά σιγά τον πήγαν στο καλύβι που είχαν για το γομάρι. Το άσπρισαν βέβαια  το καλύβι, του έβαλαν ένα στρώμα από τσάφκες ένα χράμι από τη βάβω του και μια χασιά φλοκιάρα. Του πήγαν ακόμη  ένα κούτσουρο να κάθεται  και του χάραξαν μια γωνιά για να ανάβουν φωτιά τον Χειμώνα. Δεν είπε κουβέντα, μα κι αν έλεγε,  ποιος θα τον άκουγε;

Σιγά σιγά τον ξέχασαν. Πότε του έστελναν ένα χαλκό νερό και λίγο ψωμί. Μια μέρα που είχε πάει ένας φίλος του να δει τον παππού, τρόμαξε  βλέποντας την κατάντια του, και του είπε. Θες να σε φροντίζουν τα παιδιά σου βλάμη; Μα τι να κάνω του λέει ο έρμος ο παππούς. Θα έρθω εγώ αύριο και θα τα  πούμε. Την άλλη μέρα πάει ο γέρος να δει τον παππού και να του πάει λίγο καπνό, σπίρτα και μέλι. Τα δίνει στον παππού και του λέει στο αυτί, να μου πεις ευχαριστώ βλάμη και κούνα το ντενεκέ να ακουστεί ως όξω το κούνημα.

Την άλλη μέρα, να ο βλάμης του με φρέσκο τυρί ανάλατο, για το βλάμη του. Περίεργη η μια νύφη, πάει άκρη να ακούσει τι λένε οι γέροι, και ακούει τον πεθερό της να λέει κουνώντας τον ντενεκέ. Εσύ θα τα πάρεις βλάμη μου άμα πεθάνω, τούτες εσύ θα τις πάρεις που με τηράς.

Τα παιδιά μου, δεν με τηράνε ίτσου. Μη σκανιάζεις έχεις χρόνια.  Βλέπει η μικρή νύφη τη μεγάλη, να και κείνη στον τοίχο  μπας και ακούσει τίποτε.  Άκουσε λοιπόν  το γέρο να κουνάει το ντενεκέ και να λέει. Αφού δεν με κοιτάν ας τα πάρουνε οι ξένοι. Σε δυο μέρες πάει ο μεγάλος γυιος στον πατέρα του και του λέει. Πατέρα θα σε πάρω σπίτι μου. Δεν θέλω παιδί μου, καλά είμαι εδώ, αν μπορεί η νύφη, ας μου πλένει κανένα σκουτί κι ας μου φέρνει λίγη τρίψα δεν έχω δόντια ο δόλιος να φάω το ψωμί ξερό.. Πάει και ο μικρός ο γιος να πάρει τον πατέρα, τα ίδια ο γέρος, και άμα άκουγε τα βήματα από τις νύφες του κούναγε τον ντενεκέ και έλεγε όποιος με κοιτάει καλύτερα αυτός θα τα πάρει ετούτα. Πέρασε καλά ο παππούς μέχρι που πέθανε. Τα παιδιά του βρήκαν στον ντενελέ καρφιά αντί για λίρες. Έτσι ο παππούς έφυγε ευχαριστημένος.  Μα αυτό το παραμύθι το λέμε και εδώ στην Παραμυθιά μου λέει η γιαγιά μου,.

Μην τρέχεις καμάρι μου στα χωριά θα στα πω εγώ είπε σοβαρά σοβαρά η γιαγιά μου. Ήταν το βάπτισμα του πυρός. Ο πατέρας μου πίστευε στο σχολείο. Πίστευε πως ότι θες,  μπορείς να το κάνεις. Στη ζωή μας η προσπάθεια δεν τελειώνει ποτέ.  Βέβαια πολλές ιστορίες έμαθα και έγραψα. Όταν ωρίμασα άρχισα να γράφω δικές μου ιστορίες και ποιήματα. Μα εκεί στα τριάντα άρχισα ξανά να ψάχνω , μα τώρα δεν ΄΄εψαχνα παραμύθια, τώρα έγραφα ιστορίες που δεν έχουν τέλος τόσες πολλές είναι.

Στα δυο μου βιβλία, στο Μπίρομ Μπίρομ – Λέλημ- Λέλημ και στο Γριές και άγριες έχω αληθινές ιστορίες μαγικές. Στα βιβλία που δεν έχουν εκδοθεί και  είναι πάνω από δέκα υπάρχει ένας κόσμος αληθινός που γεννήθηκε μέσα στις γάνες και τη λάσπη μα είναι ακριβά διαμάντια.

Σήμερα κάνω κάτι που δεν μου αρέσει, ανοίγω τη δική μου καρδιά διάπλατα στον κόσμο, Είναι σαν ένας χαιρετισμός στα παλιά αυτά που βρίσκονται κρυμμένα πίσω από το δάκρυ της νεότητάς μας.

Είναι κομμάτια της δικής μας ζωής, είναι κομμάτια της ψυχής μας, που αν τα πετάξεις ένα- ένα, δεν θα μείνει παρά μια γυμνή αλήθεια μια άδεια προβιά.  Μα όπως γράφει ο ποιητής. Ζωή, ζωή, χωρίς πνοή, χαμήλωσέ με λίγο. Τη φυλακή σου άνοιξε και άσε με να φύγω.

Δραπέτης στις βουνοπλαγιές… Να ήταν όλα ψέματα και ψέμα η αλήθεια να ξαναγύριζες ζωή όπως στα παραμύθια.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation