Για 7η χρονιά, διακρίθηκε ο συγγραφέας Αλέξανδρος Νίκας, στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών 2019, όπου και απέσπασε Β’ Βραβείο Διηγήματος, με το διήγημα “Φόβος”.
Στον ίδιο διαγωνισμό έλαβαν μέρος και βραβεύτηκαν επίσης, η Ρούλα Ζαρανίκα στην Ποίηση, ο Σωτήρης Δημητρίου στο Χρονικό Μαρτυρίας και ο πάτερ Ηλίας Μάκος στο Διήγημα
Το διήγημα του Αλέξανδρου Νίκα, εξελίσσεται στην περιοχή μας και αναφέρεται στον φόβο για εισβολείς / διαρρήκτες, ενός ηλικιωμένου που μένει μόνος τους. Φόβος που εδραιώθηκε μέσα του από την εποχή της συγκατοίκησης στο χωρίο του με τους Τουρκαλβανούς και μετέπειτα από την εποχή της κατοχής και του εμφυλίου.
Πως θα αντιδράσει ο ηλικιωμένος ήρωας του διηγήματος, όταν κάποιο βράδυ θα βρεθεί αντιμέτωπος με εισβολέα; Η απάντηση στο πολύ ενδιαφέρων διήγημα που ακολουθεί:
Ψευδώνυμο: Αλωνάρης
Φόβος
Πρέπει να κόντευαν μεσάνυκτα και να τον είχε πιάσει ο ύπνος. Η τηλεόραση ήταν σχεδόν στη διαπασών αφού είχε ακούσει από μερικούς δημοσιογράφους σ’ ένα κανάλι της τηλεόρασης πως αν οι κλέφτες δούνε φώς ή ακούσουν οποιοδήποτε ήχο, δύσκολα θα παραβιάσουν ένα σπίτι μιας και δεν ξέρουν ποιος ή πόσοι είναι μέσα σ’ αυτό. Είχε πιστέψει αυτούς τους δημοσιογράφους της τηλεόρασης, αλλά και τους συγχωριανούς του που έλεγαν το ίδιο και δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι στο χωριό ξεχώριζε απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους, αφού ήταν ο μόνος που ήταν εκατό χρονών και μάλιστα όλοι γνώριζαν πως τα βράδια έμενε μόνος. Οι άλλοι ήξεραν ότι φοβόταν, όπως φοβούνται άλλωστε όλοι σχεδόν οι ηλικιωμένοι, και γι αυτό διπλοκλείδωνε κι είχε ασφαλισμένα όλα τα παράθυρα, αλλά οι διαρρήκτες δεν τα υπολογίζουν αυτά όπως οι ηλικιωμένοι.
Δεν είχαν περάσει ακόμη τα μεσάνυκτα, όταν ο Μανώλης άκουσε θόρυβο. Αμέσως ξύπνησε για τα καλά και τέντωσε ακόμη καλύτερα τα αυτιά του. Κατάλαβε πως ο θόρυβος έρχονταν από το παράθυρο που ήταν απέναντι του και σηκώθηκε από το κρεβάτι με λίγη δυσκολία, αλλά και με μεγάλη προσοχή. Δυνάμωσε ακόμη περισσότερο τον ήχο στην τηλεόραση και τον έφτασε στο τέρμα, έτσι ώστε όποιος ήταν έξω να καταλάβει πως ήταν ακόμη ξύπνιος, να τρομάξει και να φύγει. Μόλις σηκώθηκε πήρε καλού κακού το δίκαννο που είχε πάντα δίπλα στο κρεβάτι οπλισμένο και πλησίασε με αργά βήματα προς το παράθυρο που είχε ακουστεί ο θόρυβος. Κατάλαβε πως απ’ έξω δεν ήταν ένα άτομο αφού άκουσε να γίνεται διάλογος χαμηλόφωνα. Δεν δίστασε και φώναξε με όση δύναμη είχε. «Φύγετε• θα σας τουφεκίσω».
Άκουσε γέλια απ’ έξω από δυο τρία διαφορετικά άτομα και αμέσως το μυαλό του πήγε στη σπείρα των διαρρηκτών που είχαν κλέψει πολλά σπίτια. Μάλιστα μια φορά σ’ ένα διπλανό χωριό είχαν δέσει κάποιο ζευγάρι ηλικιωμένων και τους είχαν φιμώσει έτσι που παρ’ ολίγο να είχαν πεθάνει από ασφυξία. Πίστεψε πως ο Φόβος που σχεδόν σε όλη του τη ζωή τον κυνηγούσε, εκείνη τη νύχτα του έκανε επίσκεψη διαφορετική από τις άλλες που έκανε κάθε βράδυ. Εκείνο το βράδυ τον επισκέπτονταν με σάρκα και οστά που βρίσκονταν στα πρόσωπα των τριών ανθρώπων που είχε ξεχωρίσει πως ακούγονταν απ’ έξω. Οι διαρρήκτες συνέχιζαν την προσπάθεια χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τις απειλές του Μανώλη.
«Φύγετε, κρατάω το δίκαννο και είναι οπλισμένο» ακούστηκε πιο βροντερή η φωνή του υπέργηρου, αλλά απ’ έξω ακούγονταν καθαρά τα σιγανά γελάκια τους και συνέχισαν να τον αγνοούν.
Μετά από ένα πεντάλεπτο φόβου και τρόμου για τον Μανώλη, το πατζούρι άνοιξε απότομα και τότε είδε πως το άτομο που ήταν έξω από το παράθυρο φορούσε μάσκα, είχε ριγμένη πάνω του μια μαύρη κάπα σαν τον Χάρο και γελούσε δυνατά. Σήκωσε το όπλο και τον σημάδεψε λέγοντας «μην τολμήσεις να κόψεις τα σίδερα», αυτά που είχε βάλει ανάμεσα από τα παραθυρόφυλλα και τα παντζούρια, αλλά το γέλιο του νυχτερινού επισκέπτη ακούστηκε ακόμη πιο δυνατό. Την ίδια στιγμή το παράθυρο που ήταν πίσω του και δίπλα στην τηλεόραση άνοιξε με πολύ θόρυβο και μεγάλη δύναμη, τόση που έσπασε το τζάμι όταν το παραθυρόφυλλο κτύπησε στον τοίχο. Ο δυνατός ήχος που έρχονταν από την πλευρά της τηλεόρασης τον είχε εμποδίσει ν’ ακούσει αυτό που διαδραματίζονταν με το λιμάρισμα στα σίδερα σ’ εκείνο το παράθυρο. Ο Μανώλης είδε και σ’ αυτό μια μάσκα στο πρόσωπο του διαρρήκτη, είχε κι εκείνος μια κάπα σαν το Χάρο και κρατούσε στο ένα χέρι δρεπάνι. Δεν πίστεψε στην εκδοχή της επίσκεψης του Χάρου και κατάλαβε πως δέχονταν επίθεση από την σπείρα των κλεφτών που χρησιμοποίησαν αυτήν την αμφίεση για να τον τρομάξουν και να μην μπορεί να αντιδράσει μιας και θα παρέλυε από το φόβο. Όλη την ώρα έτρεμε έτσι κι αλλιώς από το φόβο και την αγωνία για τη ζωή του, πολλές φορές είχε ήδη φωνάξει πως κρατάει στα χέρια του οπλισμένο το δίκαννο, αλλά εκείνοι συνέχισαν να τον αγνοούν. Μόλις λοιπόν άνοιξε διάπλατα το παράθυρο έπαψε να ασχολείται με αυτόν που είχε δίπλα του, αφού άλλωστε εκείνος ήθελε ακόμη λίγο χρόνο για να κόψει τα σίδερα και έστρεψε το ενδιαφέρον του στο διάπλατα ανοικτό παράθυρο. Τέντωσε τα χέρια του κρατώντας σφικτά το δίκαννο και είπε άλλη μια φορά με όση δύναμη είχε η φωνή του «μην κάνεις καμιά ανοησία», εννοώντας να μην ανέβει στο παράθυρο.
Πέρασαν αστραπιαία από το νου του περιπτώσεις που ο φόβος ήταν εκείνος που τον κυβερνούσε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του μέχρι εκείνη τη στιγμή και αυτές δεν ήταν λίγες, μιας και συγκατοικούσε με τους Τουρκαλβανούς μετά την απελευθέρωση του 1913, αφού η περιοχή του στο ορεινό χωριό της Θεσπρωτίας που ζούσε ήταν από τα τελευταία που απελευθερώθηκαν κι εκείνοι έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να προσαρτήσουν την περιοχή στην Αλβανία. Πέρασε την διπλή κατοχή από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς με τους Αλβανοτσάμηδες να κυνηγούν τους Έλληνες για τον ίδιο λόγο. Πέρασε τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου που το χωριό του ήταν στο επίκεντρο των μαχών. Κυνηγήθηκε από τη Χούντα και φυλακίστηκε για κάμποσο διάστημα υποφέροντας από το ξύλο στις φυλακές και ένα σωρό άλλα γεγονότα, αλλά αυτό το αποψινό έκανε όλα τα προηγούμενα περιστατικά να παραμερίσουν τελικά από τη σκέψη του. Επικέντρωσε άμεσα την προσοχή του σε αυτό που διαδραματίζονταν πάνω στο παράθυρο και ξανάπε με όση δύναμη είχε και με σταθερή φωνή «μην κάνεις καμιά ανοησία»!
Ένα δυνατό «χα, χα, χα» ακούστηκε από τον διαρρήκτη που αγνόησε την προειδοποίηση του παππού κι ανέβηκε στο περβάζι του παραθύρου. Αμέσως ο ήχος του γέλιου του σκεπάστηκε από τον ήχο της εκπυρσοκρότησης. Ο Μανώλης είχε πατήσει τη σκανδάλη και είχε σημαδέψει καλά. Η μάσκα εξαφανίστηκε από το οπτικό του πεδίο και ο γδούπος ήταν ανατριχιαστικός μόλις το κορμί έπεσε στην τσιμεντένια αυλή.
Ασυνάρτητες κραυγές ακούστηκαν από τους άλλους δυο διαρρήκτες, αυτόν που είχε παραβιάσει το πατζούρι και από τον άλλο που στέκονταν λίγο παραπέρα και κρατούσε κινητό τηλέφωνο στο χέρι κι εξαφανίστηκαν. Αμέσως ακούστηκε απ’ το διπλανό σπίτι «πατέρα είσαι καλά;» αλλά ο Μανώλης που εν τω μεταξύ είχε πετάξει το δίκαννο στο πάτωμα, είχε καθίσει στο κρεβάτι κι έβαλε το κεφάλι του στα δυο του χέρια. Το μυαλό του όμως αμέσως σχεδόν καθάρισε, έπιασε το τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία. Είπε ποιος ήταν, πως είχε πυροβολήσει κάποιον διαρρήκτη και να ειδοποιήσουν το Κέντρο Υγείας για να στείλει ασθενοφόρο. Το περιπολικό δεν άργησε να φτάσει και στην αυλή υπήρχαν πολλοί συγχωριανοί. Όλοι κοιτούσαν από το παράθυρο τον Μανώλη και τον παρηγορούσαν, ενώ δεν είχαν πειράξει καθόλου τον διαρρήκτη που ήταν εντελώς ακίνητος. Ο αρχιφύλακας πλησίασε και μόλις τράβηξε τη μάσκα από το πρόσωπο του διαρρήκτη, όσοι ήταν στην αυλή πάγωσαν. Στο τσιμέντο κείτονταν ακίνητο ένα δεκαεφτάχρονο παιδί, το εγγόνι του καλύτερου φίλου του Μανώλη που είχε πεθάνει πριν χρόνια. Ο αστυφύλακας ακούμπησε την καρωτίδα του έφηβου και διαπίστωσε πως ζούσε και γι’ αυτό έκανε νόημα με γρήγορες κινήσεις στους τραυματιοφορείς να τον μεταφέρουν άμεσα στο Κέντρο Υγείας.
Όλοι γνώριζαν για το φόβο που είχαν οι ηλικιωμένοι και περισσότερο από αυτούς ο αιωνόβιος Μανώλης κι έτσι κάποια νέα και άμυαλα παιδιά του χωριού ήθελαν να διασκεδάσουν με το φόβο του. Έβαλαν μάλιστα στοίχημα πως θα παραβίαζαν κάποιο παράθυρο ή πόρτα και τότε θα έβλεπαν πως θα αντιδρούσε ο «γέρο Μανώλης» όπως τον έλεγαν. Ένας μάλιστα από αυτούς είχε επιφορτιστεί με το καθήκον να βιντεοσκοπήσει την επιχείρηση για να την ανεβάσουν μετά στο διαδίκτυο και να γελάνε. Γι’ αυτό φόρεσαν τις μάσκες• για να τον τρομάξουν, αλλά και για να μην αναγνωριστούν. Δεν υπολόγιζαν σε καμία περίπτωση ότι ο Φόβος που διακατείχε τον «γέρο Μανώλη» σ’ όλη του τη ζωή, εκείνο το βράδυ θα έφερνε σε πέρας την αποστολή του. Μόλις ο αστυφύλακας του πέρασε τις χειροπέδες, ο Μανώλης του είπε με μάτια κατακόκκινα και γεμάτα πόνο: «Καλύτερα να μ’ είχε πάρει ο Θεός μια ώρα αρχύτερα» και συμπλήρωσε «ας όψεται ο φόβος»!
Join the Conversation