Οι ιστορίες της Βάβως | Επαγγέλματα και καθημερινότητα στη Παραμυθιά μιας άλλης εποχής

Γράφει για την paramythia-online.gr η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

Ανεβαίναμε την ανηφόρα του Αγιώργη κάτω από το δρόμο εμείς με τα χέρια κουνώντας και η Αλέξαινα με το ζαλίκι φορτωμένη και την ποδιά γεμάτη κεράσια και όλο να τρώει από κανένα.
– Θα τα φας όλα μέχρι να πας σπίτι της είπε ο πατέρας μου.
– Ας τα φάω πείνασα ωρέ διάολε πείνασα.

Είχαμε σταματήσει στο Καρυώτι στο μύλο που άλεθε καθώς γύριζαν οι μυλόπετρες. ολλή ώρα κοίταγα το άλεσμα. Η Χούβιανη ο λάκκος έφερνε το νερό πάνω με δύναμη οι πέτρες γύριζα και άλεθαν και άλεθαν. Ήταν πολύς κόσμος που περίμενε να αλέσει. Χάζευα καθώς έπεφτε το καλαμπόκι σπυριά- σπυριά και οι πέτρες το έλιωναν βγάζοντας αλεύρι κίτερο ή άσπρο κατά τον καρπό.\

– Πότε τις έσιαξες τις πέτρες τον ρώτησε μια κυρά, που του έφερε για άλεσμα στάρι.
– Μια χαρά είναι οι πέτρες.
– Φόντας άλεσα πριν μέρες είχαν πολλές πέτρες μέσα.
– Γιαννάκαινα για τούτο είναι οι σίτες να σιτίζεις μη σπάσει ο πάππους κανένα δόντι.
– Γέλα εσύ μα ο πάππους ας μην έχει δόντια τρώει και τα λιθάρια. Είναι γερός.
– Ωρε λεφτά έχετε γιατί δεν του βάζετε τα δόντια; Σκιάζεται να πάει στο γιατρό και τα δόντια όταν τον πάναγαν του τα έβγαζε o ………. με την δοντάγρια.

Τότε η Παραμυθιά είχε οδοντίατρο ο οποίος έκανε μόνος του τα δόντια δεν έστελνε σε οδοντοτεχνίτη. Τότε στη μόδα ίσως και λόγο οικονομικών δυσχερειών έβαζαν δόντια από νίκελ. Σαν ασημένια ήταν αυτά. Πολλοί όμως για να δείξουν τον πλούτο τους έβαζαν δόντια χρυσά ατόφια ή θήκες. Έλα όμως που χρυσά δόντια έβαζαν και οι γύφτοι; Πρόβλημα. Ο γιατρός πάντως τους έλεγε πως αν βάλουν νίκελ θα τα πάρουν στο τάφο τους όσα χρόνια και να ζήσουν. Μπορεί να σας φανεί περίεργο αλλά ήταν αλήθεια.

Το 1947 η μάνα μου είχε πρόβλμα με τα δόντια και ήταν έγκυος.
– Γέννα με το καλό και έλα να τα φτιάξουμε Βέργω της είπε ο γιατρός.
– Γέννησε σαράντισε και πήγε στο γιατρό.
– Τι θες να σου βάλω; Χρυσά νίκελ, ή κοκάλινα.
– Όποια είναι ποιο γερά του είπε η μάνα μου.
– Τα χρυσά είναι ευαίσθητα όμως τα ξαναφτιάχνεις το χρυσό το έχεις.
– Τα κοκάλινα λέω πως είναι για μια γυναίκα πιο όμορφα.
– Και τα νίκελ γιατρέ μου;
– Αυτά είναι τα πιο γερά, ύστερα στο πίσω μέρος είναι ποιος θα τα δει;
– Φαίνονται μα για τα δόντια σου εσύ αποφασίζεις.

Αποφάσισε νίκελ. Τα έβαλε τα χάρηκε μα όμως όταν γελούσε φαίνονταν. Ωραία είναι είπε μέσα της μα οι άλλες της λέγανε γιατί δεν έβαζες χρυσά και γιατί δεν έβαζες χρυσά. Ήρθα λέει στο γιατρό μια μέρα.
– Πονάς;
– Όχι όμως θέλω να αλλάξω τα δόντια να βάλω χρυσά.
– Βέργω μου θα τελειώσουνε τα δόντια σου με αυτή τη δουλειά, άστα τώρα κι αν ποτέ χαλάσουν τα φτιάχνουμε.
Δεν θα το πιστέψετε όταν πέθανε η μάνα μου τα είχε αυτά τα δόντια!!

Από τον μύλο ξεκίνησα στον οδοντογιατρό σας πήγα. Εκεί στο μύλο είχε στην αυλή μια πελώρια κερασιά που έκανε υπέροχα κόκκινα κεράσια.
– Ανέβα να μας κόψεις μου έλεγε η γυναίκα του μυλωνά είχαμε μαζί τους και μακρινό σόι.

Ανέβαινα και έκοβα πολλά γιατί μου έλεγαν γέμισε μικρούλα το σακούλι να φάμε να πάρετε και κοντά. Έδωσα το σακούλι στην κυρα μυλωνού και κατέβηκα πηδώντας σαν κατσίκι.
– Χάι καμάρι μου πλύντα λίγο να πάρουν και οι γυναίκες από δυο να δροσισθούν.

Έπλυνα και τα έβαλα στο τραπέζι πάνω και δίπλα ήταν τηγανίτες και ελιές μαύρες μεγάλες σαν κοκόσιες. Εκείνη την ώρα πέρναγε σιαπάνου και η Αλέξενα ζαλικωμένη με ξύλα φουρνόξυλα πουρνάρια και ασφάκες.
– Θα αφήσω τα ζαλίκι κάτω να το ξαναζαλωθώ μωρ πάει να μου πέσει, ξεκοτίσκα γυναικούλες μου ξεκοτίσκα..
– Άντε κάτσε πάρε μια ανάσα και φάε και δυο κεράσια.

Έκατσε έφαγε δυο τηγανίτες έχαψε και ελιές και κατόπιν λέει όμως αδερφή τα κεράσια θα τα πάρω για τα παιδιά.
– Να τα πάρεις, φάτε, γιατί δεν θα τα ματαβρήτε είπε στους άλλους.

Έσιαξε το ζαλίκι, γέμισε την ποδιά κεράσια και έχωσε άλλες τρεις τηγανίτες με μιας στο στόμα της.
-Θα πνιγείς ωρ έρμη.
-δώσε συ το φα’ι’ και μη σκιάζεσαι δεν πνίγομαι εγώ έχω γλούπο μεγάλο.

Πήραμε το δρόμο κατά την Παραμυθιά. Η ανηφόρα του Αγιώργη δεν μας κούραζε βλέπεις τότε ήμασταν μαθημένοι στα κατσάβραχα.
– Αν ήμουν γυναίκα μυλωνά δάσκαλε μου, δεν θα πείναγα ποτές. Μα είμαι γυναίκα σαμαρά και τα σαμάρια δεν τρώγονται.
– Κάποιοι πληρώνουν λεφτά για τα σαμάρια. Ο άντρας σου είναι ο καλύτερος σαμαράς.
– Δάσκαλε η καλύτερη δουλειά είναι φούρναρης και μυλωνας. Δεν σου λείπετε το ψωμί ποτές ακόμη και όταν φέρουν τα φαγιά μα μια πατάτα μα λίγο λάδι να νοστιμίσεις το ψωμί που θα έχεις.

Τώρα αυτήν τη φτώχεια αυτή την πείνα ήρθαν να μας τη θυμήσουν οι δανειστές μας, που ανάλγητοι σκληροί δεν φτάνει που μας πήραν το ψωμί, θέλουν να μας πάρουν και τα σπίτια. Αν ήταν εδώ μια από κείνες τις γυναίκες θα έλεγε, γιατί ωρέ αντίχριστοι θέλετε να μας πάρετε και τα σπίτια; Τι σας κάναμαν ωρέ τρισκατάρατοι;

Στη μικρή μας πόλη, υπήρχαν επαγγέλματα πολλά. Ανάμεσα ξεχώριζαν ο σιδεράς και ο ντενεκετζής. Στάθηκα τότε πολλές φορές να βλέπω το πυρωμένο σίδερο να το βαράει με δύναμη ο σιδεράς γκαπ γκουπ γκαπ γκουπ και να το βάζει στη φωτιά να ξαναγίνει κάρβουνο κλοκκινο για να το ξαναχτυπήσει. Κάποτε- κάποτε το έβαζε και στο νερό. Ήταν μαγικό να μεταμορφώνεται ένα κομμάτι σίδερο σε κοφτερή κασάρα σαν αυτή που είχε η Αλέξαινα και έκοβε τα πουρνάρια. Ακόμα έκανε τσεκούρια που έκοβαν μεγάλα δέντρα.

Δίπλα ήταν και ο ντενεκετζής που έκανε κουβάδες, κύπελλα, χωνιά, τρυμόνια, σίτες γερές όχι αυτές με το στεφάνι το ξύλινο και την υφασμάτινη σίτα όχι, αλλά, σιδερένια σίτα που ήταν κολλημένη σε ένα μπρούτζινο στεφάνι. Αυτές οι σίτες ήταν επαγγελματικές, ήταν για να σιτίζουν και να σουρώνουν τον ασβέστη.

Τότε στην περιοχή Παραμυθιάς είχε πολλά πάρα πολλά ασβεστοκάμινα και καρβουνοκάμινα. Σήμερα ασβέστη αγοράζουμε από τη Γερμανία το πιστέυεις ή όχι δεν έχει σημασία. Κάθε σπίτι, έπρεπε να έχει άσβεστο ασβέστη, ασβέστη πέτρα…. Αυτόν το έσβηναν στα σπίτια μέσα για να τα απολυμάνουν. Επίσης ασβέστωναν τους κορμούς των δένδρων για να μην ανεβαίνουν τα έντομα. Τη σκόνη του ασβέστη της έριχναν και στις καρυδιές τις καστανιές και τις αμυγδαλιές για να καρπίζουν, αν και ο τόπος μας έχει ασβεστολιθικά πετρώματα. Μα πιο πολύ να ασβεστώνανε κάθε παρασκευή το βράδυ σκάλες σοκάκια, τοίχια, ώστε να λάμπουν όλα το Σαββατοκύριακο.

Στο παζάρι και στα σπίτια έφταναν πολλοί επισκέπτες συγγενείς και φίλοι ή οι γονείς των παιδιών του γυμνασίου. Τα λουλούδια οι ασβεστωμένοι ντενεκέδες και οι πρασινάδες ήταν κάτι μαγικό. Μακάρι τα σοκάκια με την βοήθεια όλων να γίνουν λαμπερά και λουλουδιασμένα. Επειδή υπάρχει οικονομική δυσχέρεια κάποιος από το δήμο ας κάνει φυτώρια ετήσιων φυτών όπως εκείνα που είχαμαν παλιά, μόνο μια χρονιά και ύστερα αυτά μόνα τους θα γεμίζουν τους ντενεκέδες στα σοκάκια μας.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών




In this article

Join the Conversation