Οι ιστορίες της Βάβως | Μια Κυριακή του Μάη στον τόπο των απροσκύνητων Σουλιωτών

Γράφει για την paramythia-online.gr, η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά

Οι εκδρομές με τον πατέρα μας ήταν μαγικές. Τότε δεν το καταλαβαίναμε. Αυτές δεν ήταν εκδρομές, ήταν μάθημα Πατριδογνωσίας. ιστορίας, μυθολογία, γεωγραφία, οικολογία. Όλα σαν ένα μαγικό παραμύθι. Και ήταν αυτές οι εκδρομές, οι φωτογραφίες του μυαλού μου, που έμειναν ανεξίτηλες στον χρόνο. Που τις κατέγραφα αργότερα, γιατί φοβόμουν μην ξεχάσω, και δεν ήθελα να ξεχάσω.

Την πρώτη Κυριακή, ήρθε η έκπληξη. Με το φορτηγό του Ασβεστά, φίλου του πατέρα και συνάδελφου του θείου μας του Σωκράτη φτάσαμε στην Γλυκή. Θα μέναμε όλη την ημέρα. Θα βλέπαμε όλους τους συγγενείς αφού πρώτα θα πηγαίναμε να προσκυνήσουμε στους τάφους των προγόνων μας.

Περάσαμε στους συγγενείς μας, αφήσαμε τα δώρα της γιαγιάς και της μάννας μας που ήταν καφές ζάχαρη μαντήλι ή ποδιά για τις μεγάλες. Η μάννα μας έστελνε και μπουκάλια με βυσσινάδα για αρρωστικό. Τα βύσσινα τα είχε από το χωριό της το Λιβιάχοβο. Μετά αφού περάσαμε το γεφυράκι το σιδερένιο που είχε πάνω του ο Αχέροντας πήραμε το δρομάκι της Σκάλας της Τζαβέλαινας. Ήταν μια στενή ανηφόρα που εμάς δεν μας κούραζε. Και στην Παραμυθιά έτσι ήταν, ανηφόρες- κατηφόρες. Βέβαια εδώ ήταν πολύ πιο δύσκολα όμως εμείς ήμασταν παιδιά δεν αφήναμε βράχο για βράχο γκρεμό για γκρεμό που να μην ματώσουμε τα γόνατά μας και τους αγκώνες μας, καμιά φορά και το κεφάλι μας.

Αν χαζέψαμε; ΟΧΙ. Καλό μας έκανε. Πολλές φορές το χρόνο ανεβαίναμε αυτόν τον δρόμο τη Σκάλα της Τζαβέλαινας και φτάναμε στο Σούλι γεμάτοι περηφάνια. Σε τούτα τα άγρια μέρη, πολέμησαν οι πρόγονοί μας. Μην ξεχνάτε πως σε τούτον τον αγρότοπο ζούσαν αυτοί που δεν μπορούσαν να ζήσουν ραγιάδες σκλάβοι, με σκυμμένο κεφάλι.Και κει ακούγαμε τον πατέρα μας, να μας μιλάει, να μας μιλάει, για μάχες,για νίκες,για στεφάνια δόξας, για παιδιά και γυναίκες ηρωίδες που έδωσαν τα πάντα για τη λευτεριά.

Και μας μιλούσε ο πατέρας μας, για τους αγώνες των Σουλιωτών,τον τρόμο του Αλή σαν έριχνε στον αγώνα τους καλύτερους πολεμηστές του και κει που νόμιζε πως θα κερδίσει τούτο το βουνό των ξυπόλυτων, έχανε τους άνδρες του, που έτρεχαν να γλυτώσουν από του Φώτου το σπαθί του Λάμπρου το ντουφέκι. και έλαμπαν τα μάτια του, σαν μας μιλούσε για τα ματωμένα ράσα των δικών μας ρασοφόρων του Διονύσιου του Σκυλόσοφου, τιμή μας έλεγε να σε βρίζουν οι οχτροί σου.

Τον Σαμουήλ τον άλλο εθνεγέρτη ψυχών, που ακολούθησε τον δρόμο που του χάραξε ο Άγιος Εθνομάρτυρας δάσκαλός του, Κοσμάς ο Αιτωλός. Από τη οικογένεια των Θεμελήδων ήταν. Από τη Γιουργάνιστα που δυστυχώς το άλλαξαν το όνομα του χωριού και το κάνανε Γεωργάνιστα. Μα και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Ηπειρώτης ήταν. Οι γονείς του Κοσμά του Αιτωλού ήταν από τούτα τα μέρη. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός μπορεί να γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πατρίδα του έλεγε και την Ήπειρο, αφού και οι δυο γονείς του έφυγαν λόγο των τούρκων από τα Γραμμένια….

Και παίρναμε μαθήματα κι ανάσες λευτεριάς και δόξας. Ύστερα ακούγαμε για τις γυναίκες της Σουλιώτισσες, αυτές τις ηρωίδες που κράτησαν στο βυζί το παιδί και στην πλάτη το ντουφέκι.΄΄ Με τα φυσέκια στην ποδιά.΄΄ Είναι οι ίδιες γυναίκες που έστησαν το χορό του Ζαλόγγου. Ήταν και οι δικές μας εκεί. Βέβαια βρέθηκαν άνθρωποι προδότες που θέλουν να μην υπάρχουν αυτοί οι ήρωες. Άλλος τους κάνει αλβανούς, ξεχνώντας πως άλλο αρβανίτης και άλλο αλβανός. Ακόμα και αυτοί οι μουσουλμάνοι της περιοχής το γνώριζαν καλά πως λίγοι ήταν οι τούρκοι. Οι πιο πολλοί ήταν εξωμότες που πρόδωσαν πατρίδα και θρησκεία για πλούτη. Αυτοί οι ίδιοι είναι και σήμερα προδότες του έθνους και της πατρίδας μας. Οι υλιστές άθεοι.

Τραγουδούσαμε τραγούδια όπως:
Στη βρύση στα Τσερίτσιανα στον πάτο από τη χώρα.
Μπουλκ- πασάδες κάθωνταν κι όλο Μαργαριτιώτες,
κι αγνάντευαν τον πόλεμο,πως πολεμάει το Σούλι
πως πολεμούν, μικρά παιδιά γυναίκες σαν τους άνδρες.
Πως πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν πρώτο παληκάρι.
Φέρνει φουσέκια στην ποδιά,στερνάρια στο ζωνάρι.
Ας έρθουν οι παλιότουρκοι τίποτε δεν μας κάνουν

Και πριν φύγουμε, προσκυνούσαμε ακόμη μια φορά νοερά εκείνους τους αγωνιστές, το Σούλι, το αιματοβαμένο. Σαν τα κατσίκια παίρναμε το δρόμο της επιστροφής.Εύκολη η κατηφόρα. Ήταν ένα παιχνίδι αυτό. Είχαμε φάει τις τηγανήτες που μας είχε η μάννα μας στο χάλκινο νταβά,με μπόλικη ζάχαρη.

Στην ποταμιά, στην άκρη στη γέφυρα καθόμαστε για ξεκούραση. Ο Νίκος μας συγγενής μας έφερνε φρούτα από τα περβόλια του και μεις σε λίγο φεύγαμε για τη Γλυκή, στους κουμπάρους μας. Εκεί θα έρχονταν να πιει τον καφέ του και να μας πάρει ο αείμνηστος Ασβεστάς που θα μας γύριζε στην πόλη μας. Ήταν Παραμυθιώτης.

Όσο χαρούμενα ήμασταν το πρωί, τόσο κουρασμένα είμασταν το απόγευμα. Όταν το αυτοκίνητο ξεκινούσε για την Παραμυθιά, εμείς στην καρότσα πάνω σε μια κουρελού κοιμώμασταν και ξυππνούσαμε με κόπο σαν φτάναμε στην Παραμυθιά. Ο αείμνηστος Ασβεστάς αγαπούσε πολύ τον πατέρα μου, γιατί όπως έλεγε κάθε φορά που μας έβλεπε, πως ο πατέρας μας, του έσωσε τη ζωή. Ήταν στον καιρό του εμφυλίου.

Κάποιος τον κατηγόρησε για κάτι πολύ κακό. Εκείνος δεν ήταν εκεί που τον κατηγορούσαν. Ήταν σε κάποιο χωριό και κει ήταν και ο πατέρας μου. Το άκουσε ο πατέρας μου και ευτυχώς πριν βγει η απόφαση έτρεξε και είπε την προσωπική του μαρτυρία για τον Ασβεστά. Ο κύριος Σταυρόπουλος, δέχθηκε την μαρτυρία του πατέρα μου και ο ασβεστάς αθωώθηκε. Από τότε όπου μας έβλεπε ήθελε να μας πάρει στο αυτοκίνητο να μας πάει στον προορισμό μας…

Αυτό το γράφω για να δείτε πως τότε μέσα στη φωτιά του αδελφικού πολέμου πολλοί για να κερδίσουν κάτι, πολλές φορές ήταν γη ή σπίτι, κατηγορούσαν σαν προδότες κάποιους άλλους.  Ο αείμνηστος Ασβεστάς ήταν αριστερός, αλλά όχι προδότης. Τώρα που οι καιροί είναι δύσκολοι ας είμαστε ενωμένοι μια ψυχή.

Φωτογραφία αρχείου, από εορτασμό στο Σούλι. Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.

*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.




In this article

Join the Conversation