Θωμάς Γαλανόπουλος | “Οσο υπάρχουν εκκλησίες θα υπάρχουν καμπάνες”

Οι ατέλειωτες ώρες που περνούν στο χυτήριο, αποτελούν ακράδαντη απόδειξη του πάθους για την τέχνη αυτή

Ο ήχος της καμπάνας είναι δεμένος με την θλίψη και την χαρά μας, με τις γιορτές και τις επετείους, με τους πολέμους και την ειρήνη και αμέτρητες μνήμες. Ο θριαμβευτικός τους ήχος το Δεκαπενταύγουστο, που σε καλεί στη Λειτουργία της μεγάλης εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σε όλη την χώρα, αυτή την χρονιά δεν θα είναι το ίδιο χαρούμενος, αλλά δεν θα σταματήσει να μας συνεπαίρνει.

Η πανδημία και οι φωτιές του φετινού καλοκαιριού, που λαμπάδιασαν ακόμα μια φορά τον τόπο μας και σάρωσαν σπίτια και δασικές εκτάσεις, δεν θα σταματήσουν τον ήχο απ’ τις καμπάνες που αγέρωχες δεσπόζουν στα καμπαναριά της κάθε Παναγιάς στη χώρα μας. Και όμως κάποτε, όταν το καμπαναριό στην εκκλησία του «Αξιον Εστί», στις Καρυές του Αγίου Αρους είχε πάρει φωτιά, με το νερό που έριξε η Πυροσβεστική έσπασαν δύο καμπάνες που είχαν κατασκευαστεί το 1874 και το 1781 από Ρώσους τεχνίτες. Οι μοναχοί ζήτησαν πιστά αντίγραφα από δύο αδέλφια, τον Θωμά και τον Χρήστο Γαλανόπουλο, που ήξεραν να κατασκευάζουν καμπάνες και να συνεχίζουν την τόσο σπάνια αυτή τέχνη, που κρύβει μέσα της, εκτός από τις τεράστιες δυσκολίες, ολάκερη την θρησκεία μας με τις παραδόσεις και τους θρύλους της.

Τα αδέλφια και οι δύο γιοι τους, συντηρούν σήμερα στον κάμπο της Παραμυθιάς, στο Καρυώτι, ένα από τα τελευταία εναπομείναντα χυτήρια καμπάνων στην Ελλάδα, ηλικίας 250 χρόνων και ένα από τα 6 εργαστήρια στην Ευρώπη, και φτιάχνουν καμπάνες με προορισμό το Ισραήλ, την Κύπρο, τη Ρουμανία, την Σερβία, την Ρωσία, την Αμερική και την Αυστραλία και πολλές άλλες χώρες στην Ευρώπη.

Οπως αναφέρει στην εφημεριδα της ομογένειας “Εθνικός Κήρυξ” ο Θωμάς Γαλανόπουλος, το 60% της παραγωγής φεύγει για το εξωτερικό. Το 95% από τις καμπάνες στην Ελλάδα, έχει κατασκευαστεί από την οικογένεια Γαλανόπουλου μέσα στα χρόνια. Στις καλές εποχές, το χυτήριο παρήγαγε 120 τόνους καμπάνες, τον χρόνο που προορίζονταν για κωδωνοστάσια σε όλη την Ελλάδα. Η παραγωγή όμως έπεσε, λόγω της κρίσης και η εσωτερική ζήτηση κατέρρευσε, αφού η οικοδόμηση και οι εργασίες αποκατάστασης εκκλησιών σταμάτησαν και οι πιστοί μείωσαν την υποστήριξή τους.

Το κόστος μιας καμπάνας ξεκινάει από 100 ευρώ και φτάνει μέχρι 200.000 χιλιάδες, ανάλογα τα κιλά που έχουν. Οι 10 τόνοι κοστίζουν 200 χιλιάδες. Η πιο μεγάλη καμπάνα που έχει βγει από το χυτήριο βρίσκεται στον ιερό ναό Ιωσήφ και Μαγδαληνής, στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης και ζυγίζει 3 τόνους και 350 κιλά.

Η τέχνη της κατασκευής, η οποία παραμένει εν πολλοίς αναλλοίωτη από τον 12ο αιώνα, απαιτεί κυρίως χειρωνακτική εργασία. «Από το παρελθόν πολλά πράγματα άλλαξαν», μας είπε ο Θωμάς Γαλανόπουλος, «αλλά τα μυστικά του επαγγέλματος μένουν τα ίδια. Την εποχή του πατέρα και του παππού μου, χρειαζόταν μία ολόκληρη ημέρα για να λιώσουν 100 κιλά μέταλλο. Σήμερα, τέσσερις μεγάλοι φούρνοι, σύγχρονα χυτήρια, που θερμαίνονται με πετρέλαιο και αέριο, σε τρεις ώρες λιώνουν δύο τόνους μέταλλο».

Οι καμπάνες είναι ένα κράμα από χαλκό και κασσίτερο και την ώρα που φτιάχνονται και λιώνουν τα μέταλλα στους φούρνους, η θερμοκρασία στο εργαστήρι φτάνει και τους 65 βαθμούς. Τα καλούπια μπορεί να χρειαστούν και δυο χρόνια, για να τα φτιάξουν σε διάφορα μεγέθη. Το βασικό μέλημά τους είναι να έχει καλές αρμονικές και να ακούγεται πολύ μακριά, όπως η καμπάνα 2,5 τόνων που έφτιαξαν για ένα μοναστήρι στη Ρουμανία, που ο ήχος της ακουγόταν σε απόσταση 45 χιλιομέτρων. Οι ατέλειωτες ώρες που περνούν στο χυτήριο, αποτελούν ακράδαντη απόδειξη του πάθους για την τέχνη αυτή «που πρέπει να είσαι τρελός, για να καταπιαστείς μαζί της».

Εμείς είμαστε ευγνώμονες στα αδέλφια Γαλανόπουλοι και στα παιδιά τους, γιατί όπως είπε ο Μαρσέλ Προυστ «μόνον οι τρελοί δημιουργούν αριστουργήματα».

Πληροφορίες Χυτήρια: Καρυώτι Παραμυθιάς, 46200, Θεσπρωτία τηλ.: (6660 23124 – 23081, κιν.: 6978 771250 & 5 / Πολυδεύκους 33, 18545 Πειραιάς τηλ.:210 4178971, κιν.: 693 6069597

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ

Οι καμπάνες πήραν την ονομασία τους από την περιοχή της Καμπανίας, της Ιταλίας, καθώς εκεί βρίσκονταν τα κατάλληλα μέταλλα για την παρασκευή καμπανών. Εμφανίσθηκαν στη Δύση τον 6ο αιώνα και στην Ορθόδοξη Εκκλησία εισήχθησαν κατά τον 9ο αιώνα. Η κατασκευή τους ήταν τέχνη που αναπτύχθηκε στα μοναστήρια. Στη Δύση έκαναν ειδικές τελετές για να τις εγκαινιάσουν, να τις βαπτίσουν με αγιασμένο ύδωρ και έλαιο και να τις στολίσουν με επιγραφές και άλλες διακοσμήσεις.

Στην Ελλάδα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας απαγορεύθηκε η χρήση της για να μην ταράσσεται ο ύπνος των νεκρών μουσουλμάνων, σύμφωνα με τη δική τους θρησκευτική αντίληψη. Εξαίρεση αποτελούσαν το Αγιον Ορος, τα Ιωάννινα και μερικά νησιά, όπου επιτρεπόταν η χρήση της καμπάνας ως ειδικό προνόμιο.

Οι σπουδαιότεροι κατασκευαστές καμπανών υπήρξαν τεχνίτες από το Βέλγιο και την Ολλανδία. Μάλιστα, η μεγαλύτερη καμπάνα του Κόσμου βρίσκεται στη Μόσχα. Κατασκευάστηκε κατά τα έτη 1733-1735 και ζυγίζει 180.000 περίπου κιλά. Το 1737, στη διάρκεια μιας πυρκαγιάς, έσπασε και έτσι δεν ήχησε ποτέ.

Επίσης, στη Ρωσία υπάρχει σχολή κωδωνοκρουσίας. Ο κωδωνοκρούστης, ο οποίος πρέπει να είναι ορθόδοξος, έχει εξελιχθεί σε πραγματική τέχνη. Οι μαθητευόμενοι πρέπει να έχουν σχετικές μουσικές γνώσεις καθώς και αίσθηση του ρυθμού.

Στην αίθουσα των μαθημάτων υπάρχει ένα σετ από τις 7 βασικές καμπάνες, τον χειρισμό των οποίων πρέπει να γνωρίζει ο κωδωνοκρούστης. Μάλιστα, η συγκεκριμένη πρακτική ξέφυγε από τα όρια της Ρωσίας, με αποτέλεσμα ακόμα και λάτρεις του ήχου της καμπάνας από χώρες της Βαλτικής να απευθυνθούν σε αυτή τη σχολή.



In this article

Join the Conversation