Μαθητές του ΓΕΛ Παραμυθιάς για τη Μικρασιατική Καταστροφή

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων

Eκδήλωση για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή οργάνωσαν και και πραγματοποίησαν οι μαθητές της Γ’ Λυκείου του ΓΕΛ Παραμυθιάς Μάριος Γαλανόπουλος, Γιώργος Ρουσάκης, Ιάσονας Σακκάς και Δημήτρης Τσαρκοβίστας με τη βοήθεια των καθηγητών φιλολόγων Βασιλικής Παππά και Κωνσταντίνου Πρέντζα.

Απο την παρουσίαση:

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Μετά και την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, η Ελλάδα, με Πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αναλαμβάνει σημαντική πρωτοβουλία για την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή. Με τις ευλογίες των Μεγάλων Δυνάμεων, και κυρίως της Αγγλίας και της Γαλλίας, των οποίων τα συμφέροντα εξυπηρετούνταν από τη στρατιωτική παρουσία της χώρας μας στα Μικρασιατικά παράλια, ο ελληνικός στρατός ξεκινά την ολοκλήρωση του οράματος, στο οποίο στηρίχθηκε η ίδρυση του Νεοελληνικού κράτους: της Μεγάλης Ιδέας, της απελευθέρωσης δηλαδή όλων των αλύτρωτων πατρίδων.
Στο μεταξύ, οι εντολές της Αντάντ προς τον Βενιζέλο και τον έμπιστό του ύπατο αρμοστή Αριστείδη Στεριάδη ήταν πολύ συγκεκριμένες και αφορούσαν στην στρατιωτική κατάληψη περιοχών που άκμασε ο ελληνισμός, δηλαδή των εδαφών της Δυτικής Μικράς Ασίας. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα και κατά τη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου Ειρήνης του Παρισιού, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, γνωρίζοντας τις θηριωδίες των Τσετών σε βάρος των Χριστιανών Ελλήνων, Αρμενίων και Συρίων, ζήτησε και έλαβε άδεια επέκτασης των περιοχών που μπορούσε να καταλάβει ο ελληνικός στρατός, ώστε να τις αντιμετωπίσει. Οι περιοχές υπό ελληνικό έλεγχο οριοθετήθηκαν σε μια απόσταση 100 και πλέον χιλιομέτρων από τα μικρασιατικά παράλια.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στη Συνθήκη των Σεβρών που υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου 1920 στην πόλη Σεβρ της Γαλλίας μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ, που νίκησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Συνθήκη αυτή παραχώρησε στην Ελλάδα τον έλεγχο της Ανατολικής Θράκης, της Ίμβρου, της Τενέδου και της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης, ενώ η Κωνσταντινούπολη και τα στενά του Βοσπόρου τέθηκαν υπό τον έλεγχο και τη διοίκηση ολόκληρης της Συμμαχίας. Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, η για αιώνες παντοδύναμη και αχανής Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε. Ταυτόχρονα, την υπογραφή της συνθήκης πανηγύριζε όλος ο ελληνικός πληθυσμός, με τα πρωτοσέλιδα των διάφορων εφημερίδων να είναι χαρακτηριστικά του κλίματος ευφορίας που επικρατούσε στη χώρα:
«ΖΗΤΩ Η ΑΛΗΘΩΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΣ ΕΛΛΑΣ! ΤΡΟΜΕΡΑΙ ΣΥΜΦΟΡΑΙ ΑΝΑΜΕΝΟΥΝ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑΝ, ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ»
έγραφε η εφημερίδα Μακεδονία, ενώ η εφημερίδα Ακρόπολις ανέφερε:
«ΖΗΤΩ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ! ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ. ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΛΑΟΥ ΥΠΟ ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΨΑΛΛΟΥΝ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»
Η Ελλάδα των δύο ηπείρων (Ευρώπη και Ασία) και των πέντε θαλασσών (Ιόνιο, Αιγαίο, Μεσόγειος Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα και Προποντίδα) άρχισε να δημιουργείται. Η συγκεκριμένη, όμως, συνθήκη δεν τέθηκε ποτέ σε ουσιαστική εφαρμογή. Παρά την αποδοχή της από την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, οι Τούρκοι εθνικιστές
κάτω από την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, με σειρά διπλωματικών επιτυχιών, κατάφεραν να δημιουργήσουν επιφυλακτικό κλίμα ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις για την πιθανότητα επιτυχίας του ελληνικού εγχειρήματος, αλλά και υποψίες για μια πιθανή τουρκική νίκη στον πόλεμο. Έτσι, μολονότι η Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλάμβανε ευνοϊκούς για την Ελλάδα όρους κατά την υπογραφή της, στράφηκε τελικά εναντίον της χώρας μας λόγω των έξυπνων κινήσεων του Κεμάλ στην πολιτική σκακιέρα, όπως η υπογραφή συμφωνιών με τη Σοβιετική Ένωση, τη Γαλλία και την Ιταλία (1921).
Τη μεγαλύτερη όμως τροχοπέδη στις ελληνικές επιδιώξεις αποτέλεσε το εκλογικό αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, για τις οποίες ο πολιτικός Κ. Ζαβιτσιάνος είπε: «Η ενέργεια των εκλογών το 1920 ουδαμόθεν εδικαιολογείτο. Μεγαλύτερον πολιτικόν σφάλμα ήτο αδύνατον να διαπραχθή». Στις εκλογές αυτές, το Κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Βενιζέλο υπέστη συντριπτική ήττα από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Δημήτριο Γούναρη, που υποσχόταν απαλλαγή από τη «βενιζελική τυραννία» και τερματισμό του πολέμου, κερδίζοντας έτσι τις ψήφους των κουρασμένων από τον Διχασμό και τον συνεχιζόμενο πόλεμο πολιτών. Ο πρώτος που σχημάτισε κυβέρνηση ήταν ο Δημήτριος Ράλλης και η πρώτη του πράξη ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος, μόλις δέκα ημέρες μετά τη διεξαγωγή των εκλογών, για την επαναφορά του βασιλιά Κωνσταντίνου, με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο του τελευταίου του γιου, βασιλιά Αλέξανδρου. Το αποτέλεσμα και η επικύρωση του δημοψηφίσματος για επιστροφή ενός πολέμιου της Αντάντ στο θρόνο της Ελλάδας, ο οποίος τέθηκε και επικεφαλής του στρατεύματος, η καρατόμηση των ανώτατων αξιωματικών που πρόσκειντο στον Ελευθέριο Βενιζέλο και η αντικατάστασή τους από φιλοβασιλικούς έδωσαν την καλύτερη αφορμή στους συμμάχους να αποσύρουν τη στήριξη προς τα ελληνικά στρατεύματα. Η Ελλάδα από εκείνη τη στιγμή έπρεπε να συνεχίσει μόνη της. Αν και οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων Ράλλη, Καλογερόπουλου, Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη επέφεραν σημαντικές ιεραρχικές αλλαγές στο στράτευμα, η Ελλάδα συνέχισε απρόσκοπτα τις πολεμικές επιτυχίες της, καταλαμβάνοντας πολλά στρατηγικά σημεία, όπως το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, και φτάνοντας μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο, τον Αύγουστο του 1921. Η μάχη αυτή ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις για την ελληνική πλευρά, η οποία πέτυχε σημαντικά πλήγματα στον στρατό του Κεμάλ, του Φεβζί Πασά και του Ισμέτ Πασά. Ωστόσο, αυτή η σειρά επιτυχιών, κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και έπειτα, κόστισε στο ελληνικό στράτευμα τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και ανθρώπινο δυναμικό. Γύρω στους 25.000 στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, ενώ χιλιάδες άλλοι τραυματίστηκαν σε μια μακρόχρονη και κοπιώδη πολεμική αναταραχή, η οποία από τον Νοέμβριο του 1920 στερούνταν της στήριξης των Μεγάλων Δυνάμεων. Στη μάχη του Σαγγαρίου, ο ελληνικός στρατός ανακόπηκε από τα τουρκικά στρατεύματα, εξαιτίας της σωματικής και ψυχικής εξουθένωσης των στρατιωτών του, και αναγκάστηκε να περάσει σε φάση άμυνας, η οποία και διήρκεσε έναν περίπου χρόνο. Στο διάστημα αυτό, ο Κεμάλ βρήκε την τέλεια ευκαιρία να αναδιοργανώσει τον στρατό του και να σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια τη δική του αντεπίθεση. Ήταν πλέον φανερό ότι το μέτωπο είχε καταρρεύσει, η κατάληψη της Άγκυρας φάνταζε όνειρο θερινής νυκτός και η ολοκληρωτική καταστροφή δεν μπορούσε να αποφευχθεί.

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΦΑΓΩΝ

Το Μέτωπο στο Σαγγάριο πέφτει, και η Αντίστροφη μέτρηση για την καταστροφή της Σμύρνης ξεκινάει. Ο Γενικός πρόξενος των Η.Π.Α. Τζόρτζ Χόρτον, γράφει : «Τότε άρχισαν να φτάνουν οι ηττημένοι, σκονισμένοι και κουρελιασμένοι Έλληνες στρατιώτες, με το βλέμμα να κοιτάζει ίσια μπροστά, σαν υπνοβάτες… Χυνόντουσαν στην πόλη σε ένα ατέλειωτο ποτάμι με κατεύθυνση το σημείο της ακτής όπου είχε αποσυρθεί ο ελληνικός στόλος. Περπατούσαν σιωπηλοί, σαν φαντάσματα, χωρίς να κοιτούν ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Κάπου κάπου, κάποιος στρατιώτης κατέρρεε από εξάντληση στο πεζοδρόμιο ή στο κατώφλι μιας πόρτας». Ο Τούρκικος στρατός κατευθύνεται προς τα παράλια της Μικράς Ασίας. Ο Αριστείδης Στεριάδης στην ερώτηση του Γεωργίου Παπανδρέου: «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;» απαντά :«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα, θα ανατρέψουν τα πάντα.»
9 Σεπτεμβρίου 1922
Στις 11:00 το πρωί, Τούρκικο ιππικό μπαίνει στην Σμύρνη και κινείται κατά μήκος της προκυμαίας. Ένας Αρμένιος πετάει μία βόμβα, μέσα από το πλήθος, στην κεφαλή της φάλαγγας. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η Αρμένικη συνοικία δέχεται το πρώτο χτύπημα. Στην Σμύρνη φτάνουν και οι Τσέτες. Ο Αμερικανός Πρόξενος γράφει : «Γύρω στις έντεκα το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου 1922 ακούστηκαν κραυγές τρόμου. Βγαίνοντας στην πόρτα του Προξενείου είδα ένα πλήθος πρόσφυγες, κυρίως γυναίκες, να εφορμούν με τρόμο στο κτίριο αναζητώντας άσυλο…». Το Απόγευμα της ίδιας ημέρας, βασανίζεται φριχτά ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Μαρτυρίες αναφέρουν : «τον έσυραν από το Διοικητήριο έως την τουρκική αγορά και στις συνοικίες των δυο τσεσμέδων, και από εκεί τον έφεραν αιμόφυρτο στην πλατεία Τιρκλίκ. Τα ράσα του σκισμένα, τα γένια ξεριζωμένα, τα μάτια βγαλμένα. Η δεσποτική ράβδος του λάφυρο του όχλου. Ό,τι απέμεινε από το σώμα του το κρέμασαν στην πλατεία»
10 Σεπτεμβρίου 1922
Ο Κεμάλ φτάνει στην Σμύρνη το πρωί. Από το μπαλκόνι του διοικητηρίου δηλώνει επισήμως την νίκη του Τούρκικου στρατού. Υπόσχεται πως οι νομοταγείς πολίτες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα. Προφανώς, εννοούσε μόνο τους Τούρκους. Οι Αρμένιοι διατάσσονται να παραδώσουν τα όπλα. Παρόλα αυτά αρνούνται με αποτέλεσμα όλο το βράδυ να μάχονται των Τούρκων υπερασπίζοντας τα σπίτια τους. Ο Μάικλ Σμίθ γράφει : «Τη νύχτα της 10ης Σεπτεμβρίου, η σφαγή των Αρμενίων είχε γίνει συστηματική και πήρε μέρος σ’ αυτήν και ο τουρκικός στρατός. Διαδραματίστηκαν φρικιαστικές σκηνές, σωστό μακελειό. Αρμένιοι που είχαν συγκεντρωθεί στις εκκλησίες τους περικυκλώθηκαν και οδηγήθηκαν στο θάνατο».
11 Σεπτεμβρίου 1922
Οι Τούρκοι περικυκλώνουν την Αρμένικη συνοικία για την τελική εξόντωση. Μέχρι τις επόμενες δύο ημέρες έχουν σφαγιασθεί 30.000 Αρμένιοι που ζούσαν εκεί. Οι Τούρκοι βιάζουν τις γυναίκες και πετάνε τα πτώματα τους στον δρόμο. Ο Χάρλοου γράφει στους New York Times : «Οι Τούρκοι απολαμβάνουν τόσο πολύ τις σφαγές τους, ώστε φτάνουν στο σημείο ακόμα και να τραβάνε επίσημες φωτογραφίες των βασανιστηρίων και των σφαγών. Είχα στα χέρια μου πολλές τέτοιες επίσημες φωτογραφίες, τις οποίες παρέδωσα σε κάποιον Αμερικανό πρόξενο για να τις στείλει στην Ουάσινγκτον. Αυτές απεικονίζουν τον Τούρκο κυβερνήτη μιας επαρχίας, έναν Τούρκο στρατηγό ανώτερους κληρικούς και άλλους αξιωματούχους, ντυμένους με τα καλά τους, να χαμογελούν κοιτώντας τον δήμιο να βασανίζει τα θύματα μπροστά στα μάτια τους».
12 Σεπτεμβρίου 1922
Η Σμύρνη φλέγεται. Τα σπίτια των Ελλήνων και Ευρωπαίων τυλίγονται στις φλόγες. Άδεια ή μαζί με τους κατοίκους τους. Οι Έλληνες τώρα είναι οι επόμενοι που θα εξοντωθούν.
13 Σεπτεμβρίου 1922
Μια πόλη 700.000 χιλιάδων ανθρώπων τυλίγεται στις φλόγες, με πλείστους από αυτούς να εγκλωβίζονται στην προκυμαία μεταξύ ενός τείχους πυρκαγιάς, της θάλασσας, και των αναθυμιάσεων του καπνού. Όσοι βρίσκονται στο λιμάνι, ή όσοι κατευθύνονται προς αυτό σφάζονται επιτόπου. Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί βλέποντας από τα πλοία τους την φρίκη άρχισαν να εκκενώνουν τους πολίτες τους και τους πολίτες της Σμύρνης με Ευρωπαϊκή καταγωγή. Φαίνεται πως οι Έλληνες δεν θεωρούνταν αρκετά Ευρωπαίοι ώστε να αξίζουν να μην σφαγιασθούν.
14 Σεπτεμβρίου 1922
Οι Έλληνες στην προκυμαία πλέον, από απόγνωση πηδάνε μέσα στο νερό. Προσπαθούν να φτάσουν ως τα πλοία και να σωθούν. Όμως οι σύμμαχοι(;) ρίχνουν ξανά στην θάλασσα όσους καταφέρνουν να κολυμπήσουν μέχρι εκεί, ενώ βάζουν μουσική ώστε οι πολίτες να μην ακούν τους Έλληνες που σφάζονται στην προκυμαία. Το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου μόλις οι Ευρωπαίοι έφυγαν από την Σμύρνη, οι Τούρκοι καίνε τα προξενία τους και ρίχνουν πετρέλαιο στην προκυμαία με σκοπό να κάψουν ζωντανούς τους 400.000 Έλληνες που ήταν εκεί. Η φωτιά ήταν τόσο δυνατή, που μέχρι και οι Ευρωπαίοι στα πλοία ένιωθαν την ζέστη σε απόσταση 180 μέτρων.
15 Σεπτεμβρίου 1922
Όλα είχαν καταστραφεί. Η φωτιά έσβησε μόνο όταν δεν είχε μείνει κάτι άλλο να κάψει. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας έχει ξεριζωθεί, και μια προσχεδιασμένη γενοκτονία έχει ολοκληρωθεί. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ενώ 600.000 είχαν σφαγιασθεί. Ο Χόρτον μετά την καταστροφή δηλώνει : «H πιο έντονη εντύπωση μου από την Σμύρνη είναι η ντροπή που ανήκω στο ανθρώπινο είδος». Κανένας, δεν βάζει το παιδί του σε μια βάρκα, εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά. Κανένας δεν εγκαταλείπει την πατρίδα του με αυτόν τον τρόπο, εκτός αν δεν έχει μείνει κάτι άλλο από στάχτες και πτώματα. Και κανένας δεν αποχωρίζεται το παιδί του, εκτός και αν αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να γλιτώσει. Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα. Η Προσφυγιά, έχει και αφορμή, έχει και αιτία. Το μάθαμε από τους παππούδες μας που ήρθαν απ’ την Μικρά Ασία!

Η ΥΠΟΔΟΧΉ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ

Θα περίμενε κανείς, η ελεύθερη και λυτρωμένη Ελλάδα, να τους παράσχει την οφειλόμενη συμπαράσταση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη. Όσοι Έλληνες κατόρθωσαν να διαφύγουν της ανείπωτης σφαγής, γεύτηκαν την απόλυτη αδιαφορία αλλά και το μίσος των ίδιων των ομοεθνών τους. Αρχικά, κατέθφασαν κατά χιλιάδες σε όσες πόλεις της Ελληνικής επικράτειας διέθεταν λιμάνι και εγκαταστάθηκαν σε αστικές ή ημιαστικές περιοχές, ενώ πολλοί προχώρησαν στην δημιουργί προσφύγικών οικισμών με όραμα την εξέλιξη τους σε μία Νέα Σμύρνη, μια Νέα Ιωνία, μια Νέα Σελεύκεια. Η εργατική διάθεση των Ελλήνων προσφύγων βορύβησε τους γηγενείς, καθώς η έλευση τους αύξησε τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας σε μία Ελλάδα πλήρως αποδυναμωμένη. Έτσι, τόσο πρακτικά ζητήματα όπως το προαναφερθέν, όσο και η αδυναμία του Ελληνικού κράτους να μεριμνήσει, γέννησαν αισθήματα μίσους ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες. Πολλοί πρόσφυγες μαρτυρούν αργότερα γεγονότα που σοκάρουν. «Θα σε δώσω στον πρόσφυγα αν δεν φας όλο το φαγητό σου!» έλεγαν οι γηγενείς Έλληνες στα παιδιά τους για να τα φοβερίσουν. Μάλιστα, αρκετοί δεν δίσταζαν να τους αποκαλούν «Τουρκόσπορους», ανεμπολώντας το γεγονός πως ήσαν Έλληνες που με μαρτυρικό τρόπο, είδαν την αρχέγονη πατρίδα τους να γίνεται στάχτη απο τα Τουρκικά στίφη. Ωστόσο, παρ’ όλα τα εμπόδια που συνάντησαν, η διάθεση τους να χτίσουν την ζωή τους από την αρχή δεν κάμφθηκε ποτέ. Αμέσως μετά την άφιξη τους, οι Έλληνες πρόσφυγες προέβησαν στην εκτέλεση μεγάλων έργων που η μεταπολεμική Ελλάδα είχε τεράστια ανάγκη. Ο μαζικός ερχομός τους αποτέλεσε αιτία για την άνθιση του γεωκτηνοτροφικού τομέα, την πραγματοποίηση εγγειοβελτιωτικών έργων, αλλά και την επέκταση του οδικού δικτύου μέσω της διάνοιξης νέων δρόμων. Τέλος, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε συμβολή τους στην ανάπτυξη του πολιτισμού. Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, οι πρόσφυγες μετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό και την τεχνογνωσία τους.
Αγαπητοί αναγνώστες, τα 3 εκατομμύρια των Ελλήνων που ζούσαν για χιλιάδες χρόνια στον Πόντο και την Μ. Ασία, περιοχές που σήμερα ανήκουν στο Τούρκικο κράτος, ξεριζώθηκαν πλήρως. Περί τα 2 εκατομμύρια πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, ενώ όσοι δεν το κατόρθωσαν, θυσιάστηκαν στο βωμό της δημιουργίας ενός ομογενοποιημένου Τουρκικού κράτους. Σφαγιάσθηκαν υπούλως και ανάνδρως κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Το αίμα αυτών των ανθρώπων συνιστά τεκμήριο για την γενοκτονία και τον αφανισμό κάθε Ελληνικού στοιχείου απο την πατρίδα που γεννήθηκε, μεγάλωσε και εν τέλει εκδιώχθηκε. Ακόμη, επιβεβαιώνει την ανάγκη μνημόνευσης της πλούσιας ιστορίας μας, καθώς όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία του είναι αναγκασμένος να την ξαναζήσει!



In this article

Join the Conversation