Aξιολόγηση καθηγητών: Ένα εργαλείο βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης | Γράφει η Χριστίνα Ευαγγελου

Ένα ζήτημα που απαιτεί ώριμη και ενδελεχή αντιμετώπιση, προκειμένου να επιτευχθεί η βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας

Η αξιολόγηση των καθηγητών είναι ένα θέμα που έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις στην Ελλάδα, με τους ίδιους τους καθηγητές να εκφράζουν συχνά αμφιβολίες και αντίθεση στη διαδικασία αυτή.

Παρά τις προσπάθειες για την εφαρμογή ενός διαφανούς και αντικειμενικού συστήματος αξιολόγησης, η αντίληψη ότι η αξιολόγηση μπορεί να μην είναι δίκαιη ή να μην αντικατοπτρίζει την πραγματική ποιότητα και αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού έργου παραμένει δυστυχώς διαδεδομένη.

Πράγματι, η αξιολόγηση των καθηγητών αποτελεί έναν σημαντικό θεσμό στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, όμως η αποδοχή της από τους ίδιους τους καθηγητές παραμένει μία πρόκληση.

Παρά την αναγκαιότητά της, προκειμένου να βελτιωθεί η διδακτική διαδικασία και η ποιότητα της εκπαίδευσης, η αντίδραση ορισμένων καθηγητών συνεχίζει να παραμένει αρνητική.

Πολλές συζητήσεις για το εν λόγω θέμα διεξάγονται, όχι μόνο μεταξύ των εκπαιδευτικών, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία.

Ενώ η αξιολόγηση έχει ως στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και την ανάδειξη των δυνατοτήτων και των αδυναμιών των εκπαιδευτικών, είθισται να παρατηρείται μια γενικευμένη αντίδραση από την πλευρά των ίδιων των καθηγητών.

Η αξιολόγηση των καθηγητών αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης, την προαγωγή της επαγγελματικής ανάπτυξης και την αναγνώριση της αποτελεσματικότητας τους.

Σε πολλές χώρες, η αξιολόγηση έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος και έχει υιοθετηθεί ως εργαλείο για τη συνεχή βελτίωσή της.
Ωστόσο, στην Ελλάδα, η εισαγωγή της αξιολόγησης έχει συναντήσει τροχοπέδη και την κριτική των εκπαιδευτικών και ορισμένων εκπαιδευτικών συνδικάτων.

Παρά τα πολλά οφέλη που μπορεί να επιφέρει η αξιολόγηση, οι περισσότεροι καθηγητές στην Ελλάδα συνεχίζουν να αντιτίθενται προς τη διαδικασία αυτή.
Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους, όπως ο φόβος της κριτικής, η ανησυχία για την ακεραιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και η αντίσταση σε οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος.

Επακολούθως, οι καθηγητές που αντιτίθενται στην αξιολόγηση συχνά επικαλούνται την άποψη ότι η εκπαίδευση είναι ένα πολύπλοκο και δύσκολο επάγγελμα που δεν μπορεί να μετρηθεί με τυποποιημένους κριτές.

Εκφράζουν επίσης φόβους για την πολιτικοποίηση της αξιολόγησης, την υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την απώλεια της αυτονομίας τους.
Ωστόσο, η αξιολόγηση των καθηγητών μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Η ανάδειξη των δυνατών σημείων, αλλά και των αδυναμιών του κάθε καθηγητή μπορεί να οδηγήσει σε επαγγελματική ανάπτυξη και βελτίωση των δεξιοτήτων διδασκαλίας.

Επιπλέον, η αξιολόγηση μπορεί να παρέχει χρήσιμα δεδομένα για τη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο πολιτικής για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος συνολικά.

Δεν αρκεί η αλλαγή που έχει υπεισέλθει τα τελευταία χρόνια στην περάτωση του εκάστοτε μαθήματος, η οποία αφορά στη διαδραστική διδασκαλία και στην εξαγωγή της γνώσης ήτοι τη δημιουργία ορισμών και κανόνων μέσα από τον ίδιο τον μαθητή, κάτι που εφήρμοζε ο πατέρας της φιλοσοφίας, ο Σωκράτης, μέσω της μαιευτικής και διαλεκτικής μεθόδου στους μαθητές του, η οποία βάζει στην άκρη τη στείρα απομνημόνευση και διδασκαλία.
Μέσω της αξιολόγησης ο κάθε καθηγητής θα προετοίμαζε το μάθημά του, θα ενέπνεε τους μαθητές του και θα αποτελούσε πρότυπο για εκείνους.
Το σχολείο δεν θα έπρεπε να αποτελεί χώρο όπου κατακτιέται η γνώση μέσω παπαγαλίας, αλλά χώρο που προετοιμάζει τους μαθητές για την πραγματική ζωή, αλλά και την αντιμετώπιση δυσκολιών που θα έρθουν.

Επιπρόσθετα, ο κάθε καθηγητής ιδανικά, θα γνώριζε τον κάθε μαθητή του προσωπικά και θα του ενίσχυε την αυτοπεποίθηση στην τόσο τρυφερή αυτή ηλικία.

Εκείνο που προκαλεί ξάφνιασμα, όχι μόνο στους γονείς και τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς, αλλά σε ολόκληρη την κοινωνία είναι η αδιαφορία των καθηγητών απέναντι στους μαθητές και το μάθημα, καθώς πολλοί από αυτούς, σύμφωνα με μαρτυρίες μαθητών δεν γνωρίζουν τα ονόματα όλων των μαθητών, δεν κάνουν καν μάθημα ή κατά την έκφραση αποριών η απάντηση που δίνεται, είναι: «αυτό το είπαμε νωρίτερα και αν πρόσεχες δεν θα ρωτούσες», με αποτέλεσμα οι μαθητές να σιωπώνται και κατ’επεκταση να αδιαφορούν για το μάθημα.

Το πλέον εξοργιστικό όμως, αφορά σε περιπτώσεις εκπαιδευτικών με αλλοπρόσαλλη και ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι στους μαθητές τους, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το μικρό της ηλικίας των μαθητών, που δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ακούμε σχεδόν καθημερινά στις ειδήσεις, που αφορούν σε χυδαιολογίες και απρεπή αγγίγματα. Και να σκεφτεί κανείς πως κάποιες από αυτές βλέπουν το φως της δημοσιότητας, καθώς κάποιες αποκρύπτονται λόγω ντροπής, που σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να αισθάνεται ο μαθητής ή «μπαίνουν κάτω από το χαλάκι», πράγμα που αποτελεί συνηθισμένη τακτική της ελληνικής κοινωνίας.

Μάλιστα, στο παράδοξο της ελληνικής πραγματικότητας εντάσσεται το γεγονός πως απαιτεί ολόκληρη διαδικασία η παύση ενός ακατάλληλου διδάσκοντος, τη στιγμή που αξιόλογοι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί δύνανται να μείνουν εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ολόκληρη τη ζωή τους.

Είναι ηλίου φαεινότερο πως μέσω της αξιολόγησης ή και της διενέργειας ψυχολογικών τεστ σε διδάσκοντες, δεν θα ερχόταν αντιμέτωποι οι γονείς με τοιαύτες καταστάσεις, οι οποίοι εμπιστεύονται τις ζωές των παιδιών τους στους καθηγητές σε καθημερινή βάση.

Συμπληρωματικά, η εφαρμογή της αξιολόγησης στην Ελλάδα έχει αντιμετωπιστεί με διάφορες δυσκολίες, όπως η έλλειψη αντικειμενικών κριτηρίων, η ανεπάρκεια της κατάρτισης των αξιολογητών και η αντίσταση από τους ίδιους τους καθηγητές.

Επίσης, η πολιτιστική και ιστορική προσέγγιση προς την εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον, όπου η αξιολόγηση ενδεχομένως να μην αντιμετωπίζεται με την ίδια θετική προοπτική όπως σε άλλες χώρες.

Για να επιτευχθεί η αποδοχή της αξιολόγησης από τους καθηγητές, είναι σημαντικό να εφαρμοστούν δίκαιοι και διαφανείς μηχανισμοί αξιολόγησης.
Οι καθηγητές πρέπει να αντιληφθούν την αξιολόγηση ως ένα εργαλείο βελτίωσης και όχι ως μέσο καταστολής ή κριτικής.

Επιπλέον, πρέπει να δοθεί έμφαση στην εκπαίδευση και υποστήριξη των καθηγητών για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους και την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της αξιολόγησης.

Για να είναι αποτελεσματική η αξιολόγηση, είναι απαραίτητο να γίνεται με συνεργασία και συμμετοχή των καθηγητών.
Η αποδοχή της αξιολόγησης από τους εκπαιδευτικούς είναι κρίσιμη για την επίτευξη των στόχων της, καθώς επιτρέπει τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης.

Πρόκειται για πρόκληση που απαιτεί διαλογική προσέγγιση και συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών, των εκπαιδευτικών οργανισμών και της πολιτικής ηγεσίας.

Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί ένα σύστημα αξιολόγησης που θα είναι δίκαιο, διαφανές και θα αναγνωρίζει τόσο τις δυνατότητες όσο και τις ανάγκες των καθηγητών και των μαθητών, καθώς η εκπαίδευση πρέπει να είναι μαθητοκεντρική και όχι δασκαλοκεντρική.

Τέλος, η επιτυχής υλοποίηση της αξιολόγησης των καθηγητών απαιτεί τη συμμετοχή και την υποστήριξη όλων των ενδιαφερομένων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών, των γονέων και των μαθητών.

Μόνον έτσι θα μπορέσει να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης, που θα συμβάλλει στην ποιοτική βελτίωση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Για να υπερκεραστούν οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες των καθηγητών σχετικά με την αξιολόγηση, είναι απαραίτητο να υπάρξει ενημέρωση, εκπαίδευση και διαλογική προσέγγιση.

Οι εκπαιδευτικές αρχές, μαζί με τους καθηγητές, πρέπει να εργαστούν από κοινού για τη δημιουργία ενός διαφανούς, δίκαιου και αποτελεσματικού συστήματος αξιολόγησης.

Συνοψίζοντας, η αξιολόγηση των καθηγητών είναι ένα ζήτημα που απαιτεί ώριμη και ενδελεχή αντιμετώπιση, προκειμένου να επιτευχθεί η βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και η ανάδειξη των καλύτερων πρακτικών στον τομέα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Παρά την αντίσταση που αντιμετωπίζει, είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί με δίκαιους και διαφανείς μηχανισμούς, προκειμένου να γίνει αποδεκτή και να οδηγήσει σε βελτίωση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας στη χώρα μας με ένα πιο αποτελεσματικό και ποιοτικό εκπαιδευτικό σύστημα με στόχο την αποδοτικότητα του μαθητή και όχι το ξεβόλεμα του εκπαιδευτικού.

In this article