Μετά από λίγα χρόνια παντρεύτηκε τη Σταυρούλα Ζαχαριά και η ζωή του ζευγαριού ακολούθησε πάνω – κάτω την ιστορία και την πορεία που είχαν όλες οι ορεινές κοινωνίες της χώρας μας: σκληρός καθημερινός αγώνας στα πετροχώραφα του άγριου τόπου τους και έπειτα ξενιτεμός στις φάμπρικες της Γερμανίας όπου δούλεψαν για 25 χρόνια ώστε να προκόψουν και να μπορέσουν κάποτε να γυρίσουν πάλι πίσω…
Σήμερα, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους ζουν στο χωριό Γαρδίκι της Θεσπρωτίας, όπου τους συνάντησε τυχαία η αποστολή του «Εθνος – Κυνήγι». Τσοπάνος στο πατρικό κοπάδι ξεκίνησε τη ζωή του ο Δημήτρης, θυμάται ακόμα την εαυτό του να ροβολάει το βουνό που ήταν γεμάτο από άσκαστα πυρομαχικά της Κατοχής και του Εμφυλίου…
Ολοι οι άνθρωποι του τόπου προσπαθούσαν τότε να φτιάξουν από τα διαλυμένα όπλα που έβρισκαν παντού, μια «ιδιοκατασκευή» που θα… λειτουργούσε σαν κυνηγετικό όπλο!
Ετσι περνούσαν την ώρα τους, αυτό μηχανευόταν η φτώχεια τους, αυτό έκανε και ο Δημήτρης. Και κάποια στιγμή, ύστερα από πολλές προσπάθειες και δοκιμές, κάτι κατάφερε. Μαζί με τον γαμπρό του Μιχάλη Σπύρου έφτιαξαν ένα… παράξενο όπλο, οπότε ο Δημήτρης έγινε και… «επισήμως» κυνηγός! Εκείνο το όπλο είχε μια κάννη από «παλιακό» γκρα, κοντάκι… πελεκημένο από τον ίδιο και προσαρμοσμένο ένα κινητό ουραίο από πολεμικό τουφέκι που ταίριαζε εκεί.
Τα φυσίγγια τα γέμιζαν με μπαρούτι που έβγαζαν από σφαίρες πολεμικών που ήταν διάσπαρτες στα βουνά. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν σίγουρα μια… «εξέλιξη» από τις πέτρες που έριχνε κάποτε στους λαγούς! Ηταν χρόνια που όλοι οι συγχωριανοί κυνηγούσαν λαγούς, πέρδικες, φάσσες και αλεπούδες.
Με τον Βασίλη Ζαχαριά (κάτω) που χαίρεται να εμπιστεύεται στον γέροντα την καραμπίνα του.
“Κατορθώματα”…
Στο Τσαγκάρι πολλοί ήταν επίσης εκείνοι που ασχολούνταν με τα κουνάβια, τα οποία έπιαναν με δόκανα για να πουλήσουν τα δέρματά τους σε μια αγορά που τότε ακόμα τα ζητούσε…
Ανάμεσα σε αυτή τη γενιά των έμπειρων ορεσίβιων κυνηγών, που ήξεραν σε ποια τούφα ακριβώς λουφάζει ο λαγός, ή σε ποια τρύπα ξαποσταίνει η αλεπού και το κουνάβι, ο Δημητρός και ο Μιχάλης κατάφεραν να ξεχωρίσουν, με τρόπο που να γίνεται κουβέντα γι’ αυτούς στους καφενέδες του χωριού. Ονομα δεν είχε το όπλο τους, αλλά ήταν… φωτιά και λάβρα!
«Επεσε ο γκρας, τέλειωσε ο λαγός» έλεγαν χαρακτηριστικά οι συγχωριανοί σαν άκουγαν το όπλο των δύο φίλων να βροντάει…
Εκείνο το αυτοσχέδιο όπλο αντικαταστάθηκε αργότερα με ένα 12άρι δίκαννο, σαν ο Δημήτρης έπιασε λίγα λεφτά στα χέρια του… Έπειτα όμως, το 1960, ήρθε ο καιρός να φύγει μετανάστης στη Γερμανία και το δίκαννο πουλήθηκε. Τα πράγματα όμως είχαν πάρει τον δρόμο τους, από εκείνη τη μέρα που ο μικρός τσοπανάκος έριξε εκείνη την πέτρα στον λουφαγμένο λαγό…
Ετσι, την πρώτη φορά που ήρθε για «διακοπές» στη γενέτειρα γη στο Τσαγκάρι, ο μετανάστης Δημήτρης Τσίρης κουβαλούσε μαζί του και ένα 16άρι «Σαιντ Ετιέν», που το άφησε στο χωριό για να κυνηγάει όταν θα έρχεται στην πατρίδα.
Σήμερα, αυτό το ίδιο όπλο βρίσκεται στα χέρια των εγγονών του, Δημήτρη και Γιάννη, που ακολούθησαν τα χνάρια του… Ο Δημήτρης Τσίρης πριν από λίγα χρόνια σταμάτησε πια να κυνηγάει, λόγω προβλημάτων στην όραση. Ο ίδιος ζει πλέον στο πεδινό Γαρδίκι, αλλά την ημέρα που συναντηθήκαμε θέλησε να πάμε μαζί στο χωριό του το Τσαγκάρι, μια «αετοφωλιά» ψηλά στο Σούλι!
Ετσι κι έγινε… Κάτσαμε λοιπόν και μιλήσαμε για εκείνες τις μέρες στο παλιό καφενείο του Ζαχαριά, ένα καφενείο που μετράει πάνω από μισό αιώνα ζωής.
Εκεί, στο χωριό του, ο γέροντας ένοιωσε σαν να αναστήθηκε. Αγνάντεψε με τα ασθενικά του μάτια τις πλαγιές και τις κορφές ένα γύρο και θυμήθηκε… Για κάθε μια κάτι είχε να πει: με τι ζουλάπι συναντήθηκε, τι θήραμα χτύπησε, με ποια παρέα ήταν, πώς το μοίρασαν και σε ποιο σπίτι ή μαγαζί το γλέντησαν μετά.
«Τι σου άρεσε περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια που κυνηγούσες μπαρμπα- Δημήτρη» τον ρώτησα κάποια στιγμή…
– «Να βγάζει τον λαγό το σκυλί, να τον κυνηγάει και να τον γυρνάει να τον τουφεκίσεις. Εμένα ποτέ δεν μου άρεσε να βαράω λαγό στην τούφα» μου απάντησε
Join the Conversation