Και για τα χωριά της Θεσπρωτίας, που ούτως ή άλλως αργοσβήνουν, το “χτύπημα” θα είναι τελειωτικό από τη νέα ρύθμιση του υπουργείου Περιβάλλοντος, για την οποία έχει εκδοθεί Προεδρικό Διάταγμα, που τις επόμενες ημέρες θα δημοσιευθεί στο Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως (ΦΕΚ).
Το “χτύπημα” αφορά στην οριοθέτηση των μικρών οικισμών της χώρας, όπως είναι η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών της Θεσπρωτίας.
Μειώνονται αισθητά τα όρια των οικισμών και οικόπεδα και ιδιοκτησίες πολιτών σε χωριά με λιγότερους των 2.000 κατοίκων, μετατρέπονται σε… χωράφια, χάνοντας έτσι αυτόματα το μεγαλύτερο μέρος της αξίας τους.
Η δραστική και οριζόντια μείωση στα όρια των μικρών οικισμών, δημιουργεί πολλά και μεγάλα προβλήματα.
Μάλιστα ο δήμαρχος Μιχάλης Πλιάκος του δήμου Ζίτσας, που συνορεύει με τους δήμους Φιλιατών και Σουλίου, με επιστολή του προς την ΚΕΔΕ επισημαίνει: «Από τον περασμένο Φεβρουάριο είχαμε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις από την αναοριοθέτηση των μικρών οικισμών που επιβάλει το Προεδρικό Διάταγμα του Υπουργείου Περιβάλλοντος», επισημαίνει χαρακτηριστικά. Και προσθέτει: «Το σχέδιο του Π.Δ. όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, μετατρέπει εν μία νυκτί οικόπεδα πολιτών σε χωράφια, υπονομεύει οποιαδήποτε αναπτυξιακή προοπτική και τις προσπάθειες που καταβάλουμε ως αιρετοί της τοπικής αυτοδιοίκησης να ξαναζωντανέψουμε τους μικρούς αγροτικούς οικισμούς των Δήμων μας».
Ο Μιχ. Πλιάκος ζητάει «να αναληφθούν πρωτοβουλίες προκειμένου να «παγώσει» η επικείμενη δημοσίευση στην εφημερίδα της κυβέρνησης του Προεδρικού Διατάγματος και να διεκδικήσουν την τροποποίηση και αναθεώρησή του με όρους που θα προστατεύουν το περιβάλλον και ταυτόχρονα θα λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής (μορφολογία εδάφους, ορεινότητα, νησιωτικότητα, πληθυσμιακά κριτήρια κ.α.) χωρίς να στέκεται τροχοπέδη στις προοπτικές ανάπτυξης της ήδη γερασμένης και ερημωμένης ελληνικής περιφέρειας».
Μα δεν βλέπουν οι αρμόδιοι, ότι τα χωριά έχουν εγκαταλειφθεί, αφού τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα και ερμητικά κλειστά, ενώ άλλα από αυτά έχουν παραδοθεί στη φθορά του χρόνου. Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι εθνικής, ναι εθνικής, σημασίας θέμα να αναστραφεί αυτή η εγκατάλειψη των χωριών, γιατί “Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα”, όπως έλεγε ένα σύνθημα. Γι’ αυτό, πρέπει να προληφθεί ο ολικός αφανισμός των χωριών, που, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, σε λίγο καταφθάνει, και όχι να προωθούνται μέτρα, που ευνοούν την ερήμωση.
Πολλά είναι τα μέτρα, που μπορούν να παρθούν μήπως και μπορέσουν έστω και λίγο να ξαναποκτήσουν ζωή τα ζωριά, με κυριότερα τα κίνητρα για αγροτοτουριστικές επενδύσεις στα χωριά, η πριμοδότηση για επιστροφή οικογενειών, οι προσλήψεις με το στοιχείο της εντοπιότητας, η βελτίωση των υποδομών, η άρση του αποκλεισμού, που έχει να κάνει με την έλλειψη ιατρικής, ταχυδρομικής, τραπεζικής, εκπαιδευτικής πρόσβασης, η εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας με αποτελεσματικότερη αστυνομική φύλαξη, με επανίδρυση στρατιωτικών φυλακίων, όπου χρειάζεται κ.ά.
Δεν μπορούμε να κόβουμε τις ρίζες μας και να αφήνουμε μοιρολατρικά να παρακμάζουν, να αδειάζουν τα χωριά, χωρίς να έχουμε συνέπειες, χωρίς να τιμωρηθούμε από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής. Πέρα από το γεγονός ότι θα μας καταδιώκει πάντοτε η αγιάτρευτη νοσταλγία, πληρώνουμε τίμημα, ως ένα είδος φυσικής εκδίκησης, όταν αρνούμαστε αυτό, στο οποίο οφείλουμε, αυτό, που είμαστε.
Επιπλέον ο μαρασμός της υπαίθρου, αλλάζει άρδην τα δεδομένα σε γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Τα χωριά είναι η “ψυχή” της Ελλάδας και είναι αδήριτη ανάγκη να μη γίνει ανεκτό και επιτρεπτό το ξεκλήρισμά τους.