Η Terna, ο εθνικός διαχειριστής του ιταλικού δικτύου, και ο ΑΔΜΗΕ, ο διαχειριστής του ελληνικού συστήματος μεταφοράς, υπέγραψαν σήμερα στη Ρώμη, στο πλαίσιο της διακυβερνητικής συνόδου κορυφής Ιταλίας-Ελλάδας, μνημόνιο συνεργασίας.
Το MoU περιγράφει τους κύριους όρους και προϋποθέσεις για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη μιας νέας ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ των δύο χωρών.
Η νέα ζεύξη συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης (HVDC) μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας θα αποτελέσει ένα βασικό έργο υποδομής που θα υποστηρίζει τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία και τις μελλοντικές επεκτάσεις του δικτύου.
Θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές και θα ενισχύσει τη θέση της Ιταλίας και της Ελλάδας ως κόμβων ηλεκτρικής ενέργειας στη Μεσόγειο.
«Η νέα υποθαλάσσια ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια στη νότια Ιταλία και θα διευκολύνει την αποτελεσματική προμήθεια ενέργειας, επιτρέποντας τη χρήση νέων πόρων και διατηρώντας την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ των δύο χωρών. Λειτουργώντας παράλληλα με την υφιστάμενη διασύνδεση, η οποία λειτουργεί από το 2002, το έργο αυτό θα αυξήσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας», δήλωσε η Giuseppina Di Foggia, επικεφαλής της της Terna. «Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ένα διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας είναι το κλειδί για τη διασφάλιση ενός αξιόπιστου και βιώσιμου δικτύου».
«Η ηλεκτρική διασυνδεσιμότητα διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην προώθηση των κλιματικών στόχων της Ευρώπης και της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Ο νέος ενεργειακός διάδρομος μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας όχι μόνο θα επεκτείνει την ικανότητα ανταλλαγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια και θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, προσφέροντας απτά οφέλη στους καταναλωτές και των δύο χωρών.
Ο ΑΔΜΗΕ και η ΤΕΡΝΑ, αξιοποιώντας την εκτεταμένη τεχνική εμπειρογνωμοσύνη τους και την ισχυρή σχέση συνεργασίας, είναι σε θέση να υλοποιήσουν με επιτυχία αυτό το στρατηγικό έργο υποδομής», δήλωσε ο Μάνος Μανουσάκης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ. Η υποδομή θα έχει δυναμικότητα μεταφοράς έως 1.000 MW και θα εκτείνεται συνολικά σε περίπου 300 χλμ, συμπεριλαμβανομένων περίπου 240 χιλιομέτρων υποθαλάσσιου καλωδίου εγκατεστημένου σε βάθος έως και 1.000 μέτρων.
Θα συμπληρώσει την υφιστάμενη σύνδεση των 500 MW που λειτουργεί από το 2002. Η ΤΕΡΝΑ και o ΑΔΜΗΕ αναμένεται να επενδύσουν περίπου 1,9 δισ. ευρώ στο έργο.
Στην ιταλική πλευρά, το υποθαλάσσιο καλώδιο θα καταλήξει στο δήμο Melendugno, ενώ ο νέος σταθμός μετατροπής θα κατασκευαστεί στο δήμο Galatina, και οι δύο στην επαρχία Lecce.
Το τριετές Μνημόνιο Συνεργασίας θεσπίζει μια κοινή δομή διακυβέρνησης του έργου για τον καθορισμό της συνολικής στρατηγικής και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων.
Η ΤΕΡΝΑ και ο ΑΔΜΗΕ θα συνάψουν επίσης μεταγενέστερες συμφωνίες που θα διέπουν την από κοινού διαχείριση των διαδικασιών υποβολής προσφορών για την προμήθεια καλωδίων και σταθμών μετατροπής, καθώς και την υλοποίηση της υποδομής.
Όπως κατέγραφε το WEN, Η διασύνδεση Ελλάδας-Ιταλίας αφορά στην ανάπτυξη μιας νέας υποθαλάσσιας γραμμής (Θεσπρωτία – Γαλατίνα), η οποία θα τριπλασιάσει το περιθώριο ανταλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας από 500 MW σήμερα σε 1.500 MW
Όπως ανακοινώθηκε, το ενεργειακό έργο που προωθούν οι δύο Διαχειριστές είναι στρατηγικής σημασίας σε περιφερειακό επίπεδο και έχει ήδη ενταχθεί στο πιο πρόσφατο Δεκαετές Πλάνο Ανάπτυξης Δικτύων του ENTSO-E.
Η ένταξη της διασύνδεσης σε καθεστώς PCI/PMI είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς θα της εξασφαλίσει την απαραίτητη αδειοδοτική επιτάχυνση και τους αναγκαίους κοινοτικούς πόρους χρηματοδότησης προκειμένου να υλοποιηθεί.
Η νέα διασύνδεση έχει προϋπολογισμό της τάξης των 1,8 δις ευρώ, κόστος που θα το μοιραστούν 50-50 οι δύο Διαχειριστές. Η ολοκλήρωση του έργου, τοποθετείται στο δεύτερο εξάμηνο του 2031. Το έργο αναμένεται να διευκολύνει την απορρόφηση ενέργειας από μονάδες ΑΠΕ και στα δύο Συστήματα, ενισχύοντας παράλληλα τη σύγκλιση των αγορών.
Η διασύνδεση GR.ITA II
Η διασύνδεση Ελλάδας-Ιταλίας αφορά στην ανάπτυξη μιας νέας υποθαλάσσιας γραμμής (Θεσπρωτία – Γαλατίνα), η οποία θα τριπλασιάσει το περιθώριο ανταλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας από 500 MW σήμερα σε 1.500 MW.
Όπως ανακοινώθηκε, το ενεργειακό έργο που προωθούν οι δύο Διαχειριστές είναι στρατηγικής σημασίας σε περιφερειακό επίπεδο και έχει ήδη ενταχθεί στο πιο πρόσφατο Δεκαετές Πλάνο Ανάπτυξης Δικτύων του ENTSO-E.
Η ένταξη της διασύνδεσης σε καθεστώς PCI/PMI είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς θα της εξασφαλίσει την απαραίτητη αδειοδοτική επιτάχυνση και τους αναγκαίους κοινοτικούς πόρους χρηματοδότησης προκειμένου να υλοποιηθεί.
Η νέα διασύνδεση έχει προϋπολογισμό της τάξης των 1,8 δις ευρώ, κόστος που θα το μοιραστούν 50-50 οι δύο Διαχειριστές. Η ολοκλήρωση του έργου, τοποθετείται στο δεύτερο εξάμηνο του 2031. Το έργο αναμένεται να διευκολύνει την απορρόφηση ενέργειας από μονάδες ΑΠΕ και στα δύο Συστήματα, ενισχύοντας παράλληλα τη σύγκλιση των αγορών.