Ολο και περισσότεροι επισκέπτες στο σπίτι-μουσείο των Τζαβελλαίων στο Σούλι

Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος

Όλο και περισσότερα άτομα επισκέπτονται το σπίτι-μουσείο των Τζαβελλαίων, που από το 2021, ανακαινισμένο, έχει, κατά διαστήματα, ανοιχτές τις πόρτες του.

Το ακόμη πιο ενθαρρυντικό είναι ότι και σχολεία, όχι μόνο κατά τις εορτές Σουλίου, αλλά και στις αρχές Ιουνίου, επισκέφθηκαν το Μουσείο, όπως αυτό από την Λευκάδα.

Τα κειμήλια, τα οποία κατά καιρούς εκτίθενται, αλλά και οι προτομές του Λάμπρου και της Μόσχως Τζαβέλλα στην αυλή, «ζωντανεύουν» χρόνους αλλοτινούς

Ο απόγονος της φάρας των Τζαβελλαίων αείμνηστος ταξίαρχο ε.α. Λάμπρο Τζαβέλλα, που από το 1985 ανέλαβε την πρωτοβουλία ανακαίνισής του και από ερείπια, που ήταν, το αποκατέστησε με την παραδοσιακή μορφή του.

Σήμερα, τη φροντίδα του έχει αναλάβει ο πολύ δραστήριος γιος του Κώστας Τζαβέλλας, ο οποίος με σοβαρότητα διασώζει και προβάλλει την παράδοση του Σουλίου. Με αγνή αγάπη για τους προγόνους του και το Σούλι, έχει ενστερνιστεί το σουλιώτικο πνεύμα και φρόνημα.

Στο εσωτερικό του σπιτιού ο επισκέπτης απαντά έναν θησαυρό ιστορίας, με κειμήλια των οικογενειών των Τζαβελλαίων και των Μποτσαραίων, καθώς και ζωγραφικά πορτρέτα των ηρώων και ηρωίδων του Σουλίου.

Με την καρδιά πλημμυρισμένη από συναισθήματα, που συγκλονισμένη στέλνει δάκρυα ευγνωμοσύνης, θυμίαμα θυσίας, αντικρύζει κανείς την οικεία των Τζαβελλαίων, τα εκθέματα και ολόκληρο το Σούλι.

Τι να πρωτοτραγουδήσει ένας ταπεινός προσκυνητής της Σουλιώτικης γης; Τη λεβεντογέννα ανθρώπινη γενιά, που μεγαλούργησε, ή τα αγέρωχα βουνά με την αυστηρή τους έκφραση και το άγριο μεγαλείο ή τις ανήλιαγες λαγκαδορεματιές με τις ποικίλες αποχρώσεις;

«Τα γενόμενα στο Σούλι είναι θαύμα Θεού». Η επιγραμματική αυτή φράση, το νόημα της οποίας νιώθει κανείς ως μυρωμένη πνοή του χθες στο σήμερα, έστω και αν βρεθεί λίγες στιγμές στον ιστορικό τόπο, δεν ανήκει σε Έλληνα επαινέτη και θαυμαστή της δόξας των Σουλιωτών, αλλά στο Γενικό Προβλεπτή των Ενετών στα Επτάνησα, που την έγραψε, το 1772, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν ο Αλής επιτεθεί στο Σούλι.

Τότε 600 άνδρες του Σουλίου αντιπαρατάχθηκαν απέναντι σε 12.000 Αλβανούς και τους γονάτισαν, τους ταπείνωσαν, τους εξολόθρευσαν και τους μαυροφόρεσαν.

Ακριβοπληρωμένος ο αέρας του ηρωισμού πάνω στα μέρη του Σουλιού, όπου στηλίτες ασκητές της λευτεριάς, άξιοι για αιώνιο έπαινο, σε αντίθεση με εμάς τους σύγχρονους, που δε λογαριάζουμε ολότελα τιμή και αξιοπρέπεια, μες της ανήκουστης σκλαβιάς το χειροπιαστό σκοτάδι, έκαναν να καίει ζωηρή η φλόγα σ’ αυτό το βουνίσιο βωμό, όπου το αδούλωτο φρόνημα και ανίκητο ήταν και άπαρτο και σεβαστό και ιερό.

Έδρασαν αποφασιστικά στην ξερή και άγονη και τραγικά μεγαλοπρεπή αυτή γωνιά της ελληνικής γης, όπου εμπνεύστηκαν, μετουσίωσαν και ενσάρκωσαν τον φωτερότερο απ’ όλους τους σκοπούς τους, αυτόν της λευτεριάς. Και από των πυρωμένων βράχων τη λαμπράδα μίλησαν εύγλωττα, με τη γλώσσα των όπλων, ποιοι και από ποιους ήταν και σε τι απέβλεπαν.

Ο χρόνος άφησε την πατημασιά του πάνω στον κακοτράχαλο τούτο βράχο, που η γραμμή του ακουμπάει δυνατά στον ουρανό, φορτωμένη ερειπωμένα αρχοντικά, μισογκρεμισμένα, αλλά και ορθά, σαν τους λαβωμένους Σουλιώτες πολεμιστές, που δεν άφηναν παρά νεκροί τον αγώνα.

Τυλιγμένα στην αχλύ του θρύλου και της σιωπής, έχουν αποθέσει στους αιώνες τα μυστικά τους. Λιθάρια μαυρισμένα από τις μπόρες και τη φωτιά, θυμίζουν στον επισκέπτη, πως εδώ κάποτε κατοικούσαν γίγαντες, πως η ιστορία του Σουλιού, υπήρξε και θα υπάρχει. Ανήκει στη σφαίρα του τραγουδιού, ως ύμνος ανδρείας, ως συνώνυμο της λεβεντιάς, της ευψυχίας, της ευτολμίας, της αυταπάρνησης μέχρι θανάτου για τη θεϊκιά κι όλο αίματα πατρίδα.

In this article