Σταύρος Τζίμας για ΟΠΕΚΕΠΕ | Τα πρόβατα που λείπουν, τα εφαγαν οι λυκοι…

Οι ευθύνες

Στην όζουσα υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, η κυβέρνηση, κατά την αντιπολίτευση, “πιάστηκε με την γίδα στην πλάτη” Από μια άποψη, οι κατήγοροι , ΠΑΣΟΚ και οι “λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις”, δεν έχουν άδικο-η “βόμβα” όντως εξερράγη στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Έχουν ευθύνες ο σημερινός πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του; Προφανώς. Πρωτίστως γιατί δεν πάγωσαν τις ύποπτες επιδοτήσεις και δεν έστειλαν το σκάνδαλο αμέσως στον εισαγγελέα, ώστε να σπάσει το απόστημα.

Για ποιο λόγο δεν το έκαναν; πιθανότατα για τον ίδιο που δεν το έκαναν οι προκάτοχοί τους, ανεξαρτήτως κόμματος: διότι βολεύονταν οι πάντες.
Οι επιδοτήσεις ήταν διαχρονικά το “άγιο δισκοπότηρο” που δεν άγγιζε κανένας.
Το ευρωπαϊκό χρήμα έρεε, από τις αρχές τις δεκαετίας του 80 με την ένταξη στην ΕΟΚ, άφθονο, για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών στην γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και στην προστασία της γεωργικής παραγωγής από τις αδηφάγους αγορές.

.Το που πήγαιναν τα λεφτά για τις επιδοτήσεις, ήταν κοινό μυστικό.
Προικίζονταν θυγατέρες, επενδύονταν στην αγορά θηριωδών τρακτέρ και αγροτικών για καλλιεργήσιμες εκτάσεις ολίγων στρεμμάτων, πολλοί αγρότες και κτηνοτρόφοι μίσθωναν χωράφια και κοπάδια σε αλλοδαπούς απολαμβάνοντας οι ίδιοι από τις καφετέριες το χρήμα των επιδοτήσεων. Και ο κρατικός και κυβερνητικός μηχανισμός; αντί να ελέγξει αυστηρά την κατάληξη των κονδυλίων, πανηγύριζε:

Το ΠΑΣΟΚ γιατί ήταν ο Αντρέας που έδινε την «περήφανη μάχη» στην Ευρώπη και έφερνε άφθονο «χρήμα» για τους αγρότες, η Νέα Δημοκρατία γιατί εκείνη έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ και ο Έλληνας αγρότης μπορούσε να τρώει με χρυσά κουτάλια-άρα ψηφίστε εμάς-και ξωπίσω η Αριστερά που φώναζε φέρτε και άλλα απ αυτά που μας κλέβουν οι κακοί καπιταλιστές απομυζώντας τον λαό.

Ήταν οι εποχές που το έως τότε δημοφιλές ταπεινό τσίπουρο στα χωριά, είχε εκτοπιστεί στον κάμπο και τις στάνες από ένα νέο, «πιόμα», ονόματι «αγροτικό». Το ουίσκι έρεε…

Κάπως έτσι πορευτήκαμε κοντά τριάντα χρόνια-και έπειτα ήρθε η κρίση
Ανατρέχοντας πίσω, στην περίοδο των «παχιών αγελάδων», τότε που συμπεριφερόμασταν όπως ο άφρων πλούσιος της παραβολής, ο οποίος μέσα στην κάλπικη ευδαιμονία του αναφώνησε «ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά φάγε πίε και ευφραίνου» αλλά ο θεός του πήρε τη ψυχή (βλ οικονομική κρίση) , ο κάμπος και το βουνό έχουν να αφηγηθούν αμέτρητες ιστορίες, για την τύχη των επιδοτήσεων.

Και μπορεί τώρα ο Μητσοτάκης να βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, αλλά την ίδια “γίδα» , την κουβάλησαν στην πλάτη όλες, ανεξαιρέτως, οι κυβερνήσεις από το 1982 και εντεύθεν.
Γνώριζαν τι γινόταν, αλλά έκλειναν τα μάτια ή έκαναν πως δεν ήξεραν.

Στην ορεινή Ελλάδα, οι κομπίνες με τα αιγοπρόβατα, άγγιζαν τα όρια του κωμικού. Κτηνοτρόφοι δήλωναν και έπαιρναν επιδοτήσεις για πολλαπλάσια ζώα, εν γνώσει και με την ανοχή των τοπικών αρχών. Όταν το πράγμα “ξεχείλωσε” και υπό την πίεση των Ευρωπαίων ξεκίνησαν έλεγχοι, οι βοσκοί ειδοποιημένοι από “δικούς” τους ανθρώπους στις διευθύνσεις Γεωργίας ότι την επομένη θα γίνει καταμέτρηση στο κοπάδι τους, τη νύχτα “δανείζονταν” τα πρόβατα ή τα γίδια του γείτονα, ώστε να βγει ο αριθμός που είχαν δηλώσει.
Και όταν το κόλπο έγινε αντιληπτό από τους “κουτόφραγκους” και ξεκίνησαν αιφνιδιαστικές εφόδους, κρυφά από τις διευθύνσεις Γεωργίας, προβαλλόταν συνήθως η δικαιολογία ότι οι αριθμοί δεν έβγαιναν γιατί τα ζώα που έλειπαν τα είχαν φάει οι…λύκοι. Ήταν τότε που οι κτηνοτρόφοι σάρκαζαν στα καφενεία, λέγοντας πως όπου νάναι «θα έχουμε λύκους στο μπόϊ γαϊδουριού, από την καλοφαγία…”.

Μεγάλο πάρτι γινόταν και στον κάμπο με τις αποσύρσεις γεωργικών προϊόντων, πρωτίστως ροδάκινων στην Μακεδονία, αλλά και πορτοκαλιών στην Αργολίδα, την ‘Αρτα και αλλού.

Παλαιός συνεταιριστής που βίωσε το “γλέντι” με τα λεφτά για τις αποσύρσεις στην “Μέκκα του ροδάκινου”, Ημαθία και Πέλλα δηλαδή, περιγράφει, ανωνύμως για προφανείς λόγους, στην “Κ”, το πως γινόταν το “ πάρτι”.

“Επιδοτούνταν τότε οι αποσύρσεις για να προστατευθεί ο παραγωγός από τους εκβιασμούς της αγοράς. Δηλαδή, αν εσύ, ήθελες να πουλήσεις το ροδάκινο εκατό δραχμές το κιλό και η αγορά σου έλεγε εξήντα και άμα θέλεις, μπορούσες να πεις, προτιμώ να τα πετάξω στην χωματερή, με συμφέρει καλύτερα γιατί θα έχω καλύτερη τιμή”.

“Οι αποσύρσεις γίνονταν υποχρεωτικά μέσω των οργανώσεων παραγωγών, των συνεταιρισμών δηλαδή, ο οποίος και πλήρωνε στον παραγωγό τα χρήματα της επιδότησης, που ερχόταν από την ΕΟΚ. Στην Ημαθία και την Πέλλα είχαν δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό πάνω από εκατό οργανώσεις παραγωγών, συνεταιρισμοί δηλαδή.

Παρέδιδε, λοιπόν, ένας παραγωγός, π.χ, πέντε τόνους ροδάκινα. Τα παραλάμβανε ο συνεταιρισμός, από την πλατφόρμα του τρακτέρ, για να τα πάει με φορτηγό δημοσίας χρήσεως, στην χωματερή. Στο φορτηγό για να αυξήσουν το βάρος του φορτίου, προσέθεταν πέτρες ή νερό, αφού είχαν φράξει τις εξόδους της καρότσας με ειδικό αφρό, και έτσι ζύγιζαν πολλαπλάσιες ποσότητες απ ο,τι ήταν η παραγωγή.

Μια άλλη μέθοδος ήταν να ρίχνουν την ημέρα στην χωματερή τα ροδάκινα, τη νύχτα να τα ξαναφορτώνουν και να τα ξαναρίχνουν αφού τα ζυγίσουν και πάλι, την επομένη.

Μια τρίτη, πιο εξελιγμένη, ήταν να αυξάνουν το βάρος του φορτίου με τηλεχειριστήριο την ώρα που το φορτηγό ζυγιζόταν στην ηλεκτρονική ζυγαριά. Κατ αυτόν τον τρόπο εισέπρατταν από την Ευρώπη ποσά για εικονικές ποσότητες που δήθεν αποσύρονταν.

Ο παραγωγός, που γνώριζε φυσικά τι γινόταν, πληρωνόταν σε διπλάσια ή και τριπλάσια τιμή και έφευγε ικανοποιημένος. Έμενε και ένα πλεόνασμα χρημάτων στον συνεταιρισμό, το οποίο με λογιστικά τεχνάσματα (εικονικές παραλαβές φορτίων, κ.α.), καρπώνονταν οι διάφοροι αγροτοπατέρες και επιτήδειοι του συστήματος».

Υπήρχε και συνέχεια, αυτή τη φορά μεταξύ συνεταιρισμών και κονσερβοποιίων.

Τι γινόταν;

Έλεγε η ΕΟΚ στους βιομήχανους: Αν πληρώσετε εβδομήντα δραχμές το κιλό τα συμπύρηνα ροδάκινα, εγώ θα σας δώσω και είκοσι δραχμές το κιλό ως επιδότηση μεταποίησης. Ερχόταν ο βιομήχανος έλεγε στον συνεταιρισμό: «Ξέρεις, θα μου χρεώσεις ογδόντα δραχμές το κιλό τα ροδάκινα, θα σε πληρώσω ογδόντα με κατάθεση στον λογαριασμό του συνεταιρισμού, αλλά θα μου δώσεις μαύρα κάτω από το τραπέζι από τα πλεονάσματα που έχεις, τα «αδέσποτα» δηλαδή δέκα δραχμές πίσω επιστροφή, μαύρα. Οπότε ο βιομήχανος είχε κόστος παραγωγής φθηνότερο από ο,τι φαινόταν στα βιβλία. Φαινόταν δηλαδή να πληρώνει ογδόντα δρχ το κιλό, ενώ πλήρωνε στην πραγματικότητα εβδομήντα ή και εξήντα- έπαιρνε, δηλαδή, μαύρα.
Με αυτόν τον τρόπο έβγαινε στην διεθνή αγορά και πωλούσε πιο φτηνά την κομπόστα.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην αμερικανική αγορά που ήταν προνομιακό πεδίο για την ελληνική κομπόστα, να χτυπηθούν τα αμερικανικά εργοστάσια κομπόστας τα οποία δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ελληνική διότι επιδοτείτο από την ΕΟΚ δια της αποσύρσεως η τιμή της πρώτης ύλης.

Αναρωτιούνταν οι αμερικανοί βιομήχανοι: «Καλά, τόσο αγοράζετε το ροδάκινο, τόσο πληρώνετε την ζάχαρη, τόσο τα μεταφορικά, τόσο τα εργατικά, πως διάολο γίνεται να έχετε τόσο χαμηλό κόστος, π.χ να έχετε κόστος ένα δολάριο το κουτί και να το πουλάτε ενενήντα σεντς;

Ήρθαν λοιπόν στην Ελλάδα εδικοί του αμερικανικού κράτους, μιλάμε για τα τέλη του 80 αρχές 90, και έψαξαν να δουν τι γίνεται . Πήγαν στα χωριά και ρωτούσαν με διερμηνείς τον κόσμο-ήταν στελέχη του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας-τι γίνεται με το ροδάκινο, πως πάει η παραγωγή, πως και πόσο πουλάτε κ.λ.π. Άρχισαν οι γεωργοί να κελαηδούν, να τους λένε για τις αποσύρσεις, ότι ζύγιζαν χαλίκια, ότι επιστρεφόταν στην κονσερβοποιία μαύρο χρήμα, κ.λ.π. Όλα αυτά τα κατέγραφαν και σε κάποιες περιπτώσεις είχαν και βιντεοσκοπημένες συνομιλίες και συνεντεύξεις. Επιστρέφουν, λοιπόν, στην Αμερική και κάνουν μια εμπεριστατωμένη έκθεση προς την ΕΟΚ, που έλεγαν «κοιτάξτε να δείτε οι Έλληνες κάνουν αυτή την ιστορία με ευρωπαϊκά λεφτά και μας ανταγωνίζονται αθέμιτα με αποτέλεσμα να κλείνουν τα δικά μας τα εργοστάσια.

Ή παίρνετε μέτρα και κόβετε τις αποσύρσεις ή σας επιβάλλουμε δασμούς σε μια σειρά προϊόντα». Οπότε η Κοινότητα άλλο που δεν ήθελε. Λέει στους συνεταιρισμούς: α, έτσι είστε; Του χρόνου θα έχετε δικαίωμα να αποσύρετε- μέχρι εκείνη τη στιγμή μπορούσες να αποσύρεις το 100% της ποσότητας που παραλάμβανες- το 80% της ποσότητας που πουλήσατε. Οπότε έπρεπε εσύ να πουλήσεις, για να πετάξεις το 80% της πωληθείσας ποσότητας. Την άλλη χρονιά θα πετάξετε το 60% της πωληθείσας ποσότητας και έφτασε στο τέλος στο 5%,. Σήμερα λοιπόν είναι το 5% επί των πωλήσεων που θα κάνεις. Έτσι τελείωσε το πανηγύρι. Αποτέλεσμα; Χρεοκόπησαν οι συνεταιριστικές οργανώσεις, γιατί όλες είχαν στραφεί στην απόσυρση και στα πλεονάσματα. Ως συνέπεια από τις πενήντα οργανώσεις στην Ημαθία και άλλες στην Πέλλα νε μην έχουν μείνει παρά δέκα περίπου στον κάθε νομό. Όλες οι άλλες χρεοκόπησαν».

Κάπου εκεί όταν η ΕΟΚ άρχισε να σφίγγει τα πράγμα και ξύπνησε αναγκαστικά και το ελληνικό κράτος. «Έρχεται και λέει, θα έχετε ονομαστικές καταστάσεις, άρα τα λεφτά που σας βάζω εγώ από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, για τις αποσυρθείσες ποσότητες θα πρέπει να είναι ονομαστικοποιημένα και θα τα βάζω εγώ απ ευθείας στους λογαριασμούς των αγροτών. Δεν περνούσαν μέσα από τον συνεταιρισμό, οπότε τα πλεονάσματα δεν είχαν νόημα. Πήγαιναν στον αγρότη και δεν τα τσέπωναν οι αγροτοπατέρες. Έτσι μαζεύτηκε η κατάσταση»

Η «Κ» ρώτησε παλιό βουλευτή της περιοχής αν γνώριζαν οι πολιτικοί, τις απάτες.
«Όλοι ήξεραν τι γινόταν. Υπήρχε μια καθολική συμμετοχή στην λογική του ότι έπαιρναν λεφτά από κάτι που ήταν ξένο προς εμάς, δεν ήταν από δικά μας ταμεία», απάντησε.

Δεν βαραίνουν, ωστόσο, αμαρτίες του είδους μόνο τα ροδάκινα της Μακεδονίας ή τα αιγοπρόβατα της Ηπείρου, ούτε φυσικά όλους τους αγρότες και κτηνοτρόφους.
Στα μπλόκα της Θεσσαλίας οι αγροτοσυνδικαλιστές ωρύονταν , με το περίφημο σύνθημα «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά».

«Αυτοί οι μάγκες πήγαιναν στα εκκοκκιστήρια και σε συνεννόηση με τους εκκοκιστές ζύγιζαν αέρα. Έβαζαν και έβγαζαν τις πλατφόρμες μέσα από τα εκκοκκιστήρια, τις ξαναπήγαιναν στην πλάστιγγα , ενώ ήταν το ίδιο βαμβάκι. Εμφάνιζαν περισσότερο προϊον από αυτό που παρήγαγαν», μας είπε πρώην υπουργός που συγκρούστηκε με τους «καπεταναίους του κάμπου» και θέλησαν να τον φάνε ζωντανό..

Όταν η κρίση μας χτύπησε την πόρτα και ο τότε Φιλανδός επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ολι Ρέν , ακούγοντας την «βουή των επερχόμενων γεγονότων», ευχήθηκε με το γνωστό «καλό κουράγιο Έλληνες», έλαβε αγωνιστική απάντηση, του τύπου «δεν θα πάρεις πίσω τα Καγιέν Όλι Ρεν, Ολι Ρεν»

Ήταν η εποχή που στον ελληνικό αλλά και στον ευρωπαϊκό τύπο είχαν δει το φως δημοσιεύματα ότι στον κάμπο της Θεσσαλίας είχαν πωληθεί αναλογικά τα περισσότερα τζιπ Πόρσε Καγιέν.

Η υπόθεση, τέλος, του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού στην δεκαετία του 80, που βαφτιζόταν ελληνικό για να εισπράττουν εκείνοι που το εισήγαγαν με καραβιές στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, επιδοτήσεις από την ΕΟΚ…» ήταν μια κραυγαλέα, όχι μοναδική ωστόσο, περίπτωση απάτης με το ξεκοκάλισμα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης και της Ευρώπης μπήκε φυλακή ένας υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Ήταν ο μόνος…

Εφημερίδα “Καθημερινή”

In this article