Οι Σουλιώτες τραγουδούσαν, χόρευαν και έπαιζαν και οι ίδιοι μουσικά όργανα, όπως μαρτυράει ο σωζόμενος ταμπουράς του Φώτου Τζαβέλλα, ο οποίος εκτίθεται σήμερα στο σπίτι – Μουσείο των Τζαβελλαίων στο Σούλι.
Κάθε πτυχή της ζωής τους ήταν συνυφασμένες με ανάλογα τραγούδια. Ειδικά οι Σουλιώτισσες, πήγαιναν παντού τραγουδώντας, στο χωράφι, στις πηγές για νερό, στα ζώα, στον αργαλειό, στη σαρμανίτσα όπου νανούριζαν τα παιδιά τους. Τραγουδούσαν στις γιορτές, στους γάμους, με μοιρολόγια αποχαιρετούσαν αυτούς που έφευγαν από τη ζωή. Τραγουδώντας πήγαιναν οι Σουλιώτες στον πόλεμο κι όταν γυρνούσαν νικητές, στήνανε χορούς στα πηγάδια και νέα τραγούδια έκαναν την εμφάνισή τους.
Το 1792 ο Αλή πασάς προσπάθησε να ξεγελάσει τους Σουλιώτες και με δόλο επιτέθηκε στο Σούλι με χιλιάδες στρατιώτες. Ήταν τότε που κρατούσε αιχμάλωτους τους 70 περίπου Σουλιώτες και ανάμεσα σε αυτούς και τον γιο του Λάμπρου Τζαβέλλα, Φώτο. Ο Λάμπρος έστειλε την ιστορική επιστολή προς τον Αλή πασά ‘’εάν ο υιός μου νέος καθώς είναι, δεν μένει ευχαριστημένος να πεθάνει για την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήσει και να γνωρίζεται ως γιός μου, προχώρησε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ’’. Έτσι απάντησε στην απειλή του Αλή πασά ότι θα σκοτώσει το παιδί του, εάν δεν του παραδώσει το Σούλι.
Οι Σουλιώτες αφού πρώτα ασφάλισαν τις γυναίκες και τα παιδιά στις σπηλιές δυτικά της Κιάφας, χωρίσθηκαν σε μικρά τμήματα και σε στρατηγικά σημεία, για να αντιμετωπίσουν τον πολυάριθμο στρατό του Αλή. Οι περισσότεροι τους περίμεναν στις παρυφές του λόφου της Κιάφας ανά δύο κρυμμένοι σε μικρά οχυρά, εκεί τους επιτέθηκαν με ορμή οι ορκισμένοι Τουρκαλβανοί και η μάχη κράτησε 4 ώρες μέσα στο λιοπύρι του Ιούλη, μέχρι που από τη ζέστη αχρηστεύθηκαν τα όπλα όλων των μαχόμενων και σταμάτησαν τον πόλεμο.
Οι γυναίκες όταν δεν άκουγαν πλέον πυροβολισμούς, νόμισαν ότι οι άντρες τους σκοτώθηκαν. Πρώτη η Μόσχω, η γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλλα, φώναξε ‘’εμπρός αδελφές μου ,άς πολεμήσουμε κι εμείς κι ας αποθάνουμε ελεύθερες’’. 300 γυναίκες με όπλα , πέτρες και σπαθιά όρμησαν με πολεμικές κραυγές εναντίον των έκπληκτων Οθωμανών, οι οποίοι δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο πράγμα, παρέλυσαν και αφού άφησαν τα όπλα τους, άρχισαν να τρέχουν και να φεύγουν άτακτα για να κρυφτούν. Οι Σουλιώτες, βλέποντας την αποκοτιά των γυναικών τους, έβγαλαν τα σπαθιά και πήραν στο κυνήγι τους περήφανους στρατιώτες του Αλή. Ο Αλή πασάς που παρακολουθούσε τη μάχη πάνω από το βουνό, όταν είδε το στρατό του να διαλύεται και να τον κυνηγούν οι γυναίκες, τραβούσε τα γένεια του και φώναζε ‘’Μπω, Μπω Μεντέτ Αλλάχ‘’ (έλεος Θεέ μου). Ο ίδιος για να γλυτώσει από την ορμή των Σουλιωτών και να μην πιασθεί αιχμάλωτος έφυγε τρέχοντας για τα Γιάννενα, αφού έσκασε δύο άλογα μέχρι να φτάσει. Το στράτευμα του Αλή ήταν περίπου 10.000 και οι Σουλιώτες λιγότεροι από 2.000.
Το ιστορικό αυτό γεγονός τραγουδήθηκε πολύ και υπάρχουν πολλές παραλλαγές τραγουδιών, στην ‘’ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΛΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΓΑΣ‘’ του Χριστόφορου Περραιβού βρίσκουμε την πρώτη
‘’Τρία μπαιράκια φαίνονται ‘πο κάτω από το Σούλι, το ένα του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του Σελιχτάρη,
Το τρίτο το καλύτερο είναι του Μετζομπόνου. Ο Δήμο Δράκος φώναξε ‘πο πάνω από το Σούλι,
Που πας Μουχτάρη Σκοταρά και σκύλε Σελιχτάρη. Δεν είναι εδώ το Χόρμοβο, δεν είναι η Λαμποβίτσα,
Να πάρτε σκλάβους τα παιδιά, γυναίκες δίχως άντρες. Εδώ είναι το Σούλι το κακό, εδώ ‘ν το Κακοσούλι
Που πολεμάν μικρά παιδιά, γυναίκες δίχως άντρες, που πολεμάει η Τζαβέλλαινα σαν τ’ άξιο παλληκάρι
Η κυρά Μόσχω φώναξε ‘πο πάνω από την Κιάφα, πούστε παιδιά Σουλιώτικα και σεις οι Τζαβελλαίοι
Μαζί μου όλοι τρέξετε και άντρες και γυναίκες, τους Τούρκους κατακόψετε, σπόρο να μην αφήστε
Να μείνουν χήρες κι ορφανά, γυναίκες και παιδιά τους, να λεν στο Σούλ΄τους σκότωσαν, Σουλιώτισσες γυναίκες. Η Μόσχω τότε όρμησε με το σπαθί στο χέρι, τώρα να ιδήτε πόλεμο, γυναίκικα ντουφέκια.
Σαν τους λαγούς εφεύγανε και πίσω δεν κυττάζουν, πέταξαν τα ντουφέκια τους, μόνον για να γλυτώσουν’’.
Από τη συλλογή του Γ.Χασιώτη και Α.Ιατρίδου το ‘’Κοπέλες αχ τα Γιάννενα, νυφάδες αχ το Σούλι,
Τα μαύρα να φορέσετε, τα μαύρα να ντυθήτε. Το Σούλι θα χαρατσωθεί, χαράτσι θα πληρώσει.
Άμα το ήκουσε η Τζαβέλλαινα, βαριά της κακοφάνει. Παίρνει και ζώνει το σπαθί, παίρνει και το ντουφέκι και πάνει δίπλα τα βουνά και βγαίν’στο καραούλι, φωνάζει μια, φωνάζει δυό, φωνάζει τρεις και πέντε . Που είστε παιδιά Σουλιώτικα σαίνια και ξεφτέρια, για βγάλτε τα λαμπρά σπαθιά, τσακίστε τα θηκάρια. Κάμτε γιουρούσι μια φορά πως είστε μαθημένα – Πάρτε τους Τούρκους εμπροστά..’’
Από την συλλογή του Ζαμπέλιου ‘’Τρία πουλάκια κάθονταν στον Αι Λια στη ράχη, τόνα τηράει τα Γιάννενα, τ’άλλο το Κακοσούλι. Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει Αρβανιτιά μαζώχτηκε πάγει στο Κακοσούλι. Τρία μπαιράκια κίνησαν, τα τρι’ αράδ’ αράδα. Τόνα ‘ταν του Μουχτάρ πασά, τάλλο του Μετζομπόνου, το τρίτο το καλύτερο ήταν του Σελιχτάρη. Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα –Πούστε παιδιά του Μπότσαρη, παιδιά του Κουτσονίκα; Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει, στο Τεπελένι να μας πάει, ν’ αλλάξουμε την πίστη. Ο Κουτσονίκας χούγιαξε από τον Αβαρίκο. Μην το φοβάσαι παπαδιά, στο νού σου μην το βάνεις, τώρα να ειδής τον πόλεμο, τα κλέφτικα ντουφέκια, πως πολεμούν η κλεφτουριά κι αυτ’οι Κακοσουλιώτες.
Τον λόγο δεν απόσωσε, την συντυχιά δεν είπε, να δεις τους Τούρκους κ’έφευγαν πεζούρα και καβάλα.
Άλλ’έφευγαν κι’αλλ’ έλεγαν, πασά μ ‘ανάθεμά σε, μέγα κακό μας ήφερες τούτο το καλοκαίρι.
Εχάλασες τόση Τουρκιά σπαήδες κι Αρβανίτες. Κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι.
Έλα πασά τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι; Γύρισ’εδώ στον τόπο μας στην έρημη την Κιάφα.
Εδώ να στήσεις το θρονί, να γένης και σουλτάνος.’’
Από τα τραγούδια που συγκέντρωσε ο Γάλλος φιλόλογος Φωριέλ το 1824.
‘’Στα μέσα στα Τσερίτσανα, στην άκρη από το Σούλι, Μπουλουκμπασίδες κάθονταν ψηλά στο παλιοκλήσι. Κ’ εκύτταζαν τον πόλεμο, πούκαναν οι Σουλιώτες.
Πως πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες.
Κι ο Κουτσονίκας φώναξε από το μετερίζι. Παιδιά μ’ σταθήτε όλ’ στεριά σταθήτε όλ’ αντρειωμένα.
Γιατ’ έρχετ’ ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες. Και ύστερα εγύριζε τον λόγο προς τους Τούρκους.
Που πας Μουχτάρ τ’ Αλή πασά; Που πάγεις παλιολιάπη; Δεν είν’εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ ο Αι Βασίλης,
Να πάρεις σκλάβους τα παιδιά, να πάρεις τις γυναίκες. Είναι το Σούλι το κακό στον κόσμο ξακουσμένο.
Που πολεμά η Τζαβέλλαινα σαν τ’ άξιο παλληκάρι, βαστά φυσέκια στην ποδιά και το σπαθί στο χέρι
Και με ντουφέκι σισανέ εμπρός απ’ όλους πάγει.‘’
Από την επιλογή δημοτικών τραγουδιών του ARNOLD PASSOW
‘’Τρεις περδικούλες κάθονται στο Σούλι μες το κάστρο
Η μια τηράει τα Γιάννενα, η άλλη το Τεπελένι
Κ΄η τρίτη η καλύτερη μοιριολογάει και λέει
Εδώ δεν είν’ το Χόρμοβο, δεν είν’ το Τεπελένι
Μα είν’ το Σούλι το κακό, το Σούλι ξακουσμένο
Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες γκαστρωμένες
Που πολεμάει Τζαβέλλαινα κ’ η Χάιδω μοναχή της
Πώχει ντουφέκι μαντσαρί και τα κουμπούρι’ ασήμια
Και το σπαθί της ντιμεσκί το βγάζει και ξορμάει.’’
Οι παραλλαγές γι’ αυτή την μάχη είναι πολλές, αφού κάθε χωριό στο Σούλι και τη Λάκκα είχε τη δικιά του. Αυτά τα τραγούδια είναι και μια απάντηση σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι οι Σουλιώτες έμαθαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα τον 18ο αιώνα.
Το αρχαιότερο κλέφτικο τραγούδι που βρίσκεται στη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών της Ηπείρου του Π. Αραβαντηνού, αναφέρεται σ’ έναν καπετάνιο τον Μαλάμο, με καταγωγή από την Γλαβίτσα (Αυλότοπος) Σουλίου. Χρονολογείται το 1580 και μιλάει για το πώς από αρματωλός έγινε κλέφτης.
΄΄Μαλάμος ερροβόλαγε, να πάη να προσκυνήση, βάνει τους γέροντες μπροστά κ’εκείνος από πίσω
-Αγάλι’ αγάλια γέροντες, κάτι να σας ρωτήσω, εψές είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμώμουν
Εις το λαιμό είχα δυό σπαθιά και άλλα δυό στα χέρια
Μαλάμο, τα εινόρατα στο νού σου μην τα βάνεις, τα είνορα είναι ψέμματα, και μην τα συλλογιέσαι
Εκίνησαν, κι επάγησαν στου Μπέη τα σαράγια
-Πολλά τα έτη Μπέη μου –Καλώς τον καπετάνιο, Μαλάμο, τι μου ήφερες, χάρισμα να μου δώσεις;
– Χίλια φλωριά καζάντισα, αυτά είναι δικά σου, σούφερα κι ασημόκουπα και δέκα χρυσά ζάρφια.
– Τσιμπούκι φέρτε, μπρε παιδιά, του καπετάν Μαλάμου. Εις το τσιμπούκι απανωθιό σηκώθηκεν ο Μπέης, και διάταξε τς’ ανθρώπους του κρυφά να τον σκοτώσουν.
Τον Μπέη αρκουμάστηκεν ο δούλος του Μαλάμου.
-Μαλάμο, σήκου, ας φύγουμε, γιατί θα σε σκοτώσουν.
Ρίχνοντ’ απ’ τα παράθυρα και βρέθηκαν στο δρόμο.’’
Ο Μαλάμος το 1585 μαζί με τους αρματωλούς της Λάκκας Μάρκο Πούλιο και της Λάμαρης (Ζάλογγο) Δράκο συμμετείχαν σε ένα επαναστατικό κίνημα εναντίον των Οθωμανών, με την υποκίνηση της Βενετίας, κατέλαβαν την Άρτα κι εφτασαν μέχρι τα Γιάννενα. Εκεί νικήθηκαν από τις ενισχυμένες Οθωμανικές δυνάμεις και διασκορπίσθηκαν στα βουνά. Όσοι κατέφυγαν στα βουνά του Σουλίου, εγκαταστάθηκαν στον οικισμό του Σούλη και δημιούργησαν τα ελεύθερα χωριά του Σουλίου.
Δεν είναι τυχαίο, ότι στο Σούλι ζούσαν οι φάρες των Μαλαμαίων και των Δρακαίων από την αρχή της δημουργίας του Σουλίου και πολεμούσαν σε όλες τις μάχες διαχρονικά μέχρι και την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913.
Η ελληνική γλώσσα είναι η μητρική γλώσσα των Σουλιωτών, εφόσον Ηπειρώτες από τα γύρω χωριά της Λάκκας, του Ζαλόγγου και της Παραμυθιάς κατέφευγαν και κατοικούσαν την περιοχή του Σουλίου.
Η Σουλιώτικη ντοπιολαλιά, είναι το αντικείμενο της έρευνας του Αρσένη Ντόκου από την Φροσύνη ( Κορύστιανη) Σουλίου. Το βιβλίο ‘’ΣΟΥΛΙ, ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ‘’εκδόθηκε το 2023 από τον εκδοτικό οίκο ‘’ΒΕΡΓΙΝΑ΄΄ και περιέχει λέξεις, τοπωνύμια, επίθετα και παροιμίες.
Μια ελληνική διάλεκτος, με πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις, που δείχνει ότι η ευρύτερη περιοχή του Σουλίου, κατοικείται από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και ο γλωσσικός πλούτος των δημοτικών μας τραγουδιών.
*Η Λαμπρινή Πανταζή – Ντόκου, ειναι Γραμματέας της Αδελφότητας ΤΟ ΗΡΩΪΚΟ ΣΟΥΛΙ