«Τα Σάββατα όταν είχε καλό καιρό ξυπνούσε αξημέρωτα, δε θα ‘ταν πέντε, και πήγαινε στην αρχή του χωριού εκεί που πέρναγε το μονοπάτι για την Παραμυθιά. Ανέβαινε στο ύψωμα και περίμενε να περάσουν οι χωριάτες που πηγαίνανε στο παζάρι. Άντρες με τα μουλάρια βαρυφορτωμένα και γυναίκες ζαλικωμένες με καυσόξυλα ίσα με το βάρος τους, ανηφόριζαν αγκομαχώντας το δικό τους Γολγοθά· το πέρασμα του Σταυρού. Και με ζέστη και με κρύο, και με χιόνι και με βροχή. Όλο το χρόνο. Άλλοι με δαδιά και άλλοι με φανάρια αναμμένα, μέχρι να ξημερώσει, για να μη τσακιστούνε στο δύστροπο μονοπάτι. Καθόταν στο χώμα στηρίζοντας το πρόσωπό του στα λυγισμένα γόνατά του και παρατηρούσε σιωπηλός αυτήν την παράξενη λιτανεία να ανηφορίζει σαν ένα υπερφυσικό φωτεινό φίδι ως την κορυφή του βουνού. Μέχρι που έσβηνε και το τελευταίο φανάρι. Μόνο τότε έτρεχε ξανά πίσω στο χωριό.»*
Το μονοπάτι του Σταυρού, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, αποτελούσε την μοναδική οδική σύνδεση της Παραμυθιάς με τα Σουλιοτοχώρια.
Πρόκειται για μουλαρόδρομο, ο οποίος διέρχεται από μία επικίνδυνη ορεινή στενωπό, εκτεθειμένη σε γκρεμό, σε υψόμετρο 1205 μέτρων στο όρος Γκορίλας.
Η σύνδεση με την Παραμυθιά, το μοναδικό αστικό κέντρο στην περιοχή, ήταν ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους των τεσσάρων χωριών των Σκαπέτων**.
Οι Σκαπετινοί Σουλιώτες, μετέφεραν τα προς πώληση προϊόντα τους στην Παραμυθιά, είτε φορτωμένα σε μουλάρια, είτε στην πλάτη, και εκεί αγόραζαν τα άκρως απαραίτητα για το σπίτι και την οικογένεια. Οι γυναίκες έφταναν ζαλικωμένες συνήθως καυσόξυλα και επέστρεφαν ξανά στο χωριό τους, φορτωμένες με βάρος που πολλές φορές ξεπερνούσε το σωματικό τους.
Η συντήρηση του μονοπατιού γινόταν με το σύστημα της αγγαρείας, δηλαδή με προσωπική εργασία των Σκαπετινών, χωρίς φυσικά αμοιβή.
Δύο φορές το χρόνο, από μία εβδομάδα, πραγματοποιούσαν όλες τις απαραίτητες εργασίες, όπως στήριξη των ξερολιθιών που κρατούσαν το μονοπάτι, επισκευή και βελτίωση του καλντεριμιού που ήταν στρωμένο στα σημεία με λάσπη και στις μεγάλες κλίσεις για να μαγκώνουν τα πέταλα των μουλαριών, επαναχάραξη στις σάρες που με την παραμικρή μπόρα γέμιζαν χαλίκια και πέτρες. Αλλά και κάθε φορά που περνούσαν το καθάριζαν από πέτρες, κλαδιά και χώματα. Όπως επίσης και μετά από θεομηνίες, που εκείνη την εποχή δεν ήταν διόλου σπάνιες.
Τα επόμενα χρόνια, με την κατασκευή αμαξιτού δρόμου από την Γλυκή, το μονοπάτι άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται.
Μόνο λίγοι κάτοικοι της Φροσύνης που έμεναν κοντά στην αρχή του μονοπατιού επέμεναν να το χρησιμοποιούν, γιατί έφταναν γρηγορότερα από το λεωφορείο στην Παραμυθιά. Βλέπετε μέχρι το 1983 ο δρόμος Γλυκή – Τσαγγάρι ήταν χωμάτινος. Όσο για την Φροσύνη, τα τελευταία έξι χιλιόμετρα από το Τσαγγάρι μέχρι το χωριό, ασφαλτοστρώθηκαν μια δεκαετία αργότερα.
Το μονοπάτι του Σταυρού ξεκινούσε από την Φροσύνη, κατηφόριζε και περνούσε μέσα από το χείμαρρο που διασχίζει το χωριό, τον Κακόλακκο. Όταν φυσικά οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, γιατί γέφυρα δεν υπήρχε. Μια φθινοπωρινή μπόρα ήταν αρκετή για να «κλείσει ο λάκκος» και να γίνει αδιάβατος.
Στη συνέχεια το μονοπάτι ανηφόριζε με αρκετά μεγάλη κλίση μέχρι τη θέση Σταυρός στον αυχένα του όρους Γκορίλας, ο οποίος χωρίζει την κοιλάδα της Παραμυθιάς από τα Σουλιοτοχώρια.
Στο τελευταίο τμήμα της ανάβασης πριν την κορυφή, στις σάρες, το μονοπάτι διαγράφεται με μεγάλους ελιγμούς (οφιοειδώς), μια επιλογή που μάκραινε μεν την απόσταση, βοηθούσε δε τα φορτωμένα μουλάρια να ανέβουν με μεγαλύτερη ευκολία, μειώνοντας ταυτόχρονα και τον κίνδυνο ατυχήματος. Αμέσως μετά το διάσελο (θέση Σταυρός), κατηφόριζε από ένα επικίνδυνο στενό πέρασμα λαξευμένο στον βράχο, όπου το ατύχημα καραδοκούσε ανά πάσα στιγμή.
Στη συνέχεια, μετά το πάνω αλώνι, το μονοπάτι γινόταν πιο φαρδύ και ασφαλές, με αρκετά μεγάλη κατηφορική κλίση και κατέληγε στη θέση «Γαλατσίδα», περίπου μισό χιλιόμετρο δεξιά από τον αρχαιολογικό χώρο της Ελέας.
Εκείνα τα χρόνια από αυτό το αλώνι ξεκινούσε και ένα ακόμη μονοπατάκι που παράκαμπτε τις στροφές για τους πεζοπόρους και μείωνε την απόσταση, ενώ περνούσε και από μια μικρή στέρνα σε βράχο που με το λιγοστό νερό της, δρόσιζε τους οδοιπόρους. Όπως και από το κάτω αλώνι, στην γκορτσιά, άλλο ένα μικρό αλλά απότομο μονοπατάκι παράκαμπτε τις στροφές και οδηγούσε κατευθείαν στην «Γαλατσίδα».
Στη συνέχεια το μονοπάτι κατευθύνονταν στο Πάνω Καριώτι και από εκεί προσέγγιζε το κάτω άκρο του συνοικισμού «Σινιάτες» της Παραμυθιάς και με συνεχή κατηφόρα περνούσε μπροστά από το Διοικητήριο και κατέληγε στον χώρο της αγοράς.
Η απόσταση των δώδεκα χιλιομέτρων, με καλές καιρικές συνθήκες και χωρίς φόρτο, καλύπτονταν περίπου σε τέσσερις ώρες.
Ο Άγγλος καθηγητής Nίκολας Χάμοντ στο βιβλίο του Ήπειρος αναφέρει ότι διάσχισε την διαδρομή Παραμυθιά – Φροσύνη σε τρεισήμισι ώρες, και από την Φροσύνη μέχρι το Τσαγγάρι σε μιάμιση ώρα. Προφανώς ξεκούραστος, καλοταϊσμένος και φυσικά χωρίς φόρτο.
* Μυθοπλασία βασισμένη σε αφήγηση – ανάμνηση κατοίκου της Φροσύνης.
** Σκάπετα ονομαζόταν συνολικά τα χωριά Φροσύνη, Κουκλιοί, Τσαγγάρι και Αυλοτόπος. Βλ. και ρήμα σκαπετάω-ω
*** Στην φωτογραφία το «Στενό», μετά το διάσελο προς Παραμυθιά
Ο Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013)