Η εμπορική δραστηριότητα της οικογένειας Ρίγγα στην Παραμυθιά | Γράφει ο Δονάτος Μπόλοσης

.

Η οικογένεια Ρίγγα έλκει την καταγωγή της από το χωριό Πράμαντα του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων. Μέχρι και το 1821 η πολυάριθμη και πολύκλωνη οικογένεια κατοικούσε στο κέντρο του χωριού, κάτω από την σημερινή πλατεία, όπου ήταν χτισμένα τα αρχοντικά τους. Την άνοιξη του έτους αυτού, οι Έλληνες οπλαρχηγοί εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι τα περισσότερα τουρκικά και αλβανικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από τη περιοχή των Τζουμέρκων, εξαιτίας της ρήξης του Αλή Πασά με τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ και την επακόλουθη πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων, κήρυξαν την επανάσταση στην περιοχή. Οι σημαντικές επιτυχίες των επαναστατών στην ευρύτερη περιοχή και κυρίως η κατάληψη της γέφυρας της Πλάκας και των Καλαρρυτών, θορύβησε τον πολιορκητή του κάστρου των Ιωαννίνων Χουρσίτ Πασά, ο οποίος διέταξε να μεταβεί στα Τζουμέρκα ο Ισμαήλ Πασάς και να καταπνίξει την επανάσταση. Οι ισχυρές δυνάμεις του Ισμαήλ δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν από τους ολιγάριθμους επαναστάτες, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή των περισσοτέρων χωριών των Τζουμέρκων και την λαφυραγώγησή τους. Οι κάτοικοι των χωριών για να γλυτώσουν τα αντίποινα αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν, μεταξύ αυτών και η οικογένεια του Κωνσταντίνου Ρίγγα η οποία μετοίκησε στην Παραμυθιά.

Στην Παραμυθιά ο Κωνσταντίνος Ρίγγας σε συνεργασία με τους τέσσερις γιούς του Ιωάννη, Νικόλαο, Δημήτριο και Αθανάσιο δραστηριοποιήθηκε αρχικά στην κατασκευή μάλλινων καπών. Από τις οικονομικές δραστηριότητες της οικογένειας φαίνεται να αποκτάται σημαντική οικονομική επιφάνεια και κοινωνικό κύρος. Την δεκαετία του 1850, οι υιοί του Νικόλαου, Παναγιώτης και Γεώργιος, ιδρύουν ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «Παν. κ΄ Γ. Ν. Ρίγγας» η οποία εδρεύει στο εμπορικό τους κατάστημα στο κέντρο της Παραμυθιάς, όπου και μέχρι σήμερα πραγματοποιείται το σαββατιάτικο παζάρι. Οι δραστηριότητες της εταιρείας περιελάμβαναν κάθε πτυχή εμπορικής δραστηριότητας, από λιανικό εμπόριο αποικιακών και εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων, μέχρι εξαγωγικό χονδρικό εμπόριο τυροκομικών προϊόντων, δερμάτων, ελαιολάδου, παλαιοχαλκού και φυτικών βαφικών υλών. Τα δύο αδέρφια θα αποκτήσουν σημαντική αστική και αγροτική περιουσία και θα αποτελέσουν την πλέον ακμάζουσα εμπορική εταιρεία στην Θεσπρωτία. Η αναφορά στην οικογένεια Ρίγγα σε επιστολή του Μητροπολίτη Παραμυθίας Καλλίνικου προς τον Μητροπολίτη Εφέσου Ιωακείμ το 1902 είναι αποκαλυπτική: «υπάρχει μία και μόνη οικογένεια, ή του Ρίγγα, διακρινόμενη επί ευπορία και κοινωνική βαρύτητι, ήτις δια της επιρροής αυτής πολλάκις υπεστήριξε και συνέδραμε τους χωρικούς των πέριξ χωρίων, ουκ ολίγας δε ωφελείας παρέσχε εις την κοινό(τη)τα Παραμυθίας». Στις 15 Νοεμβρίου 1903 και αφού τα δύο αδέλφια, λόγω της συνταξιοδότησης του Νικόλαου, μοιράστηκαν τα κοινά περιουσιακά τους στοιχεία, έπαυσαν οι δραστηριότητες της εταιρείας «Παν. κ΄ Γ. Ρίγγας» και διαλύθηκε.

Ο Παναγιώτης, μοναδικός ιδιοκτήτης και διαχειριστής του κεντρικού καταστήματος που εδρεύει πλέον σε ένα μεγαλύτερο κατάστημα στην οδό Καραχάλιου στον αριθμό 14, συνέχισε της εμπορικές του δραστηριότητες μαζί με τρείς από τους υιούς του, τον Δημοσθένη, τον Λεωνίδα και τον Θεμιστοκλή. Η νέα εταιρεία που σχηματίστηκε ονομάστηκε «Παναγιώτης Ρίγγας και Υιοί» και αποτέλεσε μια επιχείρηση μοναδική στα χρονικά της περιοχής. Η εταιρεία, με έντονα οικογενειακό χαρακτήρα στην διοίκηση και την διαχείρισή της από τα αδέρφια – εταίρους της, κατάφερε να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο, αποκτώντας σπουδαία φήμη και πραγματοποιώντας μεγάλο όγκο οικονομικών συναλλαγών, προσφέροντας παράλληλα, τεράστιο πλούτο στην οικογένεια Ρίγγα. Κυρίως μέσω του λιμένα της Πάργας, όπου λειτουργούσε το υποκατάστημα της εταιρείας, η επιχείρηση εκμεταλλευόμενη τη θαλάσσια συγκοινωνία της Ανατολής (Levante) με τα λιμάνια της Ευρώπης, πραγματοποιούσε εισαγωγές αλεύρων, ζάχαρης, αποικιακών και βιομηχανικών προϊόντων, αλλά και εξαγωγές προϊόντων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα. Στα προς εξαγωγή προϊόντα περιλαμβάνονταν τα κεφαλοτύρια της εταιρείας που αποτελούσαν και το σημαντικότερο τομέα της δραστηριοποίησής της, οι ακατέργαστες φυσικές βαφικές ύλες, όπως το χρυσόξυλο και ο πρινόκοκκος, τα δέρματα άγριων και οικόσιτων ζώων και σε μικρότερη κλίμακα αλλά όχι ασήμαντη, το μαλλί, το ελαιόλαδο, οι βρώσιμες ελιές, ο παλαιοχαλκός, κ.α.. Ακόμη, χάρη στην ανεξάντλητη ρευστότητά της, παρείχε στην ευρύτερη περιοχή, ελλείψει τραπεζικών καταστημάτων, και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες συνεργαζόμενη με διάφορες τράπεζες, όπως πχ. την Τράπεζα Αθηνών ή Τραπεζίτες (Banquiers), όπως τους αδελφούς Λεβή στα Ιωάννινα.

Η εταιρεία «Παναγιώτης Ρίγγας και Υιοί» με μεγάλη δυναμική και απίστευτο για την εποχή και την περιοχή κύκλο εργασιών, απέκτησε σπουδαία φήμη και προσέφερε πλούτο στους εταίρους της. Όμως ο έντονα οικογενειακός της χαρακτήρας αποτέλεσε και την «αχίλλειο πτέρνα» της. Η αποχώρηση του Λεωνίδα στο τέλος του 1919, παρά το γεγονός ότι κράτησε την διαχείριση του υποκαταστήματος της Πάργας, άφησε τον έλεγχο της εταιρείας στα δύο του αδέλφια, τον Δημοσθένη και τον Θεμιστοκλή. Με τον συγκεντρωτισμό στην διαχείριση όλων των δραστηριοτήτων από τους δύο αδερφούς, καθώς οι υπόλοιποι εργαζόμενοι δεν είχαν πάρα το ρόλο του απλού εργάτη και του κατώτερου υπαλλήλου, ο θάνατος του Θεμιστοκλή στις 31-12-1934 αποτέλεσε καίριο πλήγμα και το τέλος της εταιρείας. Ο Δημοσθένης, μοναδικός πλέον διαχειριστής και ήδη 62 ετών το 1935, επέλεξε να συνεχίσει το εμπόριο ως φυσικό πρόσωπο, ρίχνοντας το βάρος στα τυροκομικά προϊόντα της εταιρείας, με τον κύκλο εργασιών να βαίνει συνεχώς μειούμενος.

Η εταιρεία «Παναγιώτης Ρίγγας και Υιοί», όπως και η πρόδρομη εταιρεία «Παναγιώτης και Γεώργιος Ν. Ρίγγας», αναπτύχτηκαν και μεγαλούργησαν επειδή κατάφεραν να ξεφύγουν από τα στενά όρια της τοπικής αγοράς της Παραμυθιάς. Με όραμα και στοχαστική ματιά στο μέλλον, κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την θαλάσσια συγκοινωνία της Ανατολής με τα μεγάλα εμπορικά λιμάνια της Ευρώπης πραγματοποιώντας εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων. Για το λόγο αυτό ίδρυσαν, όπως είδαμε παραπάνω, και το υποκατάστημα της Πάργας με κύριο σκοπό την παραλαβή και την αποστολή των εμπορευμάτων. Οι εταίροι της, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, γνώστες της ιταλικής και της γαλλικής γλώσσας, ταξίδευαν στα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια που συνδέονταν με την Ανατολή και πραγματοποιούσαν συναντήσεις με εμπόρους και μεσάζοντες, κλείνοντας εμπορικές συμφωνίες, ενώ παράλληλα εντόπιζαν τις ανάγκες των εκεί αγορών. Σε ευρωπαϊκά λιμάνια όπως η Τεργέστη, η Μασσαλία και το Castellammare di Stabia του ιταλικού νότου, είχαν μόνιμους συνεργάτες για την προώθηση των δικών τους προϊόντων αλλά και την εισαγωγή τυποποιημένων προϊόντων των ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Η εισαγωγή αλεύρων, ζάχαρης, αποικιακών και πρωτοποριακών βιομηχανικών προϊόντων που βελτίωναν κατά πολύ την καθημερινή ζωή στην σκληρή οθωμανική πραγματικότητα, αποτελούσαν πολύ σημαντική πηγή εσόδων για την εταιρεία, ενώ η παράλληλη εξαγωγή προϊόντων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα την έκανε γνωστή στο εξωτερικό, απέφερε μεγάλα κέρδη, αλλά και προσέφερε εργασία και εισοδήματα στους κατοίκους της περιοχής της Παραμυθιάς που αποτελούσαν, είτε προσωπικό της εταιρείας, είτε προμηθευτές της.

Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013).

In this article