Ο Αχέροντας είναι μύθος. Ο ερειπωμένος βυζαντινός ναός μας είναι αλήθεια… | Γράφει ο Ηλίας Φωτίου

Να ακούσουμε την ιστορία που ο αείμνηστος αρχαιολόγος Δημήτρης Πάλας άρχισε να μας διηγείται και δεν τελείωσε ποτέ.


Υπάρχουν μέρη που τα θυμόμαστε χωρίς να τα έχουμε ζήσει. Ο Αχέροντας είναι ένα τέτοιο μέρος. Μυθολογία, όνειρα, λόγια παλιά που τα επαναλαμβάνουμε σαν προσευχή.

Αλλά λίγα μέτρα από τον ποταμό, στο κέντρο της Γλυκής, υπάρχει κάτι που δεν είναι μύθος. Ένας ναός, αληθινός, πέτρινος, σιωπηλός. Κάποτε εκεί μέσα ακουγόταν ψαλμωδία, κάηκε λιβάνι, γονάτισαν άνθρωποι που πίστευαν πως το φως θα νικήσει το σκοτάδι. Τώρα ο ναός κοιμάται σκεπασμένος απο χορτάρια, σχεδόν ξεχασμένος, κι εμείς περνάμε δίπλα του χωρίς να ξέρουμε πως κάτω από τα πόδια μας κρύβεται ένα κομμάτι χρόνου που δεν γύρισε ποτέ πίσω.

Η ιστορία ξεκίνησε το 1954 όταν οι αρχαιολόγοι Δημ. Πάλλης και Δημ. Ευαγγελίδης ολοκλήρωσαν την ανασκαφή στον βυζαντινό ναό. Τα ευρήματα πολλά και διάφορα, κυρίως κιανόκρανα κίονες στυλοβάτες και υλικά δαπέδου. Ολα μεταφέρθηκαν στα Γιάννενα προς φύλαξη και αξιοποίηση. Εκεί στο βυζαντινό μουσείο αναπαυονται ως σήμερα. Εμείς μείναμε με την απουσία τους, σαν οικογένεια που έχασε τις παλιές φωτογραφίες.

Ο αρχαιολόγος Πάλας, όταν έσκαψε εκεί, είχε πει κάτι που ακούστηκε σαν υπόσχεση, ότι ο μεσοβυζαντινός ναός είναι χτισμένος πάνω σε άλλον, παλαιότερο, πιο μυστηριώδη. Κάτω από τα θεμέλια που είδαμε, υπάρχουν θεμέλια που δεν είδαμε ποτέ. Κάτω από τις προσευχές του 12ου αιώνα, ίσως κρύβονται προσευχές πιο αρχαίες, πιο ξεχασμένες. Αλλά οι ανασκαφές, λόγω έλειψη κονδυλίων, σταμάτησαν. Ο χώρος σκεπάστηκε πάλι, τα ευρήματα έφυγαν, κι η υπόσχεση έμεινε κρεμασμένη στον αέρα—σαν τα όνειρα που ξυπνάς και δεν προλαβαίνεις να τα θυμηθείς. Οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε ιδέα τι ακριβώς χάσαμε. Δεν πήγαμε ποτέ να δούμε τα ευρήματα στα Γιάννενα,μία ώρα μακριά, μα κάπως πάντα μακριά.

Υπάρχει κάτι θλιβερό στο να είσαι τόπος με ιστορία που δεν την ξέρεις. Η Γλυκή έχει τον Αχέροντα, και αυτό είναι αρκετό για να σε θυμούνται. Αλλά οι τόποι που μένουν στην καρδιά δεν είναι μόνο τοπίο, είναι μνήμη. Είναι το αίσθημα ότι εδώ, σε αυτό το σημείο της γης, κάποιος έζησε, πίστεψε, πόνεσε, ονειρεύτηκε. Η Δελφοί δεν είναι βουνό, είναι το μέρος όπου οι άνθρωποι ρωτούσαν το μέλλον τους. Η Μυστράς δεν είναι πέτρες, είναι η τελευταία αναπνοή του Βυζαντίου. Εμείς τι είμαστε; Το χωριό με τον ποταμό που οδηγεί στον Άδη; Ωραία ιστορία, αλλά δανεική. Ο ναός μας είναι δική μας ιστορία, κι όμως τον αφήσαμε να χαθεί, σαν γράμμα που δεν στείλαμε ποτέ. Φανταστείτε έναν τουρίστα που σταματά εδώ για λίγο, ρωτά «Τι άλλο υπάρχει εδώ;» και του λέμε «Ε, είχαμε έναν βυζαντινό ναό—αλλά τα ευρήματα είναι στα Γιάννενα». Τι να πει; «Α, κρίμα». Και φεύγει. Κι εμείς μένουμε με τη λέξη «κρίμα», που είναι η πιο θλιβερή λέξη της ελληνικής γλώσσας.

Ίσως είναι αργά, ή ίσως όχι. Ίσως μπορούμε ακόμα να κάνουμε κάτι, αν θελήσουμε. Να οργανώσουμε μια εκδρομή στο Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων, όλοι μαζί, έστω για μία μέρα. Να δούμε τα νομίσματα που κράτησαν χέρια που έχουν γίνει σκόνη, τα κεραμίδια που σκέπασαν προσευχές που έχουν σιγήσει, τα τεμάχια τοιχογραφιών που κάποτε ήταν πρόσωπα αγίων. Να καταλάβουμε τι σημαίνει να έχεις ιστορία και να μην την βλέπεις, σαν να κοιτάζεις παλιά οικογενειακή φωτογραφία και να μην αναγνωρίζεις κανέναν. Και μετά, ίσως, να βρούμε το θάρρος να ζητήσουμε από τη δημοτική αρχή, όχι με θυμό, αλλά με αξιοπρέπεια να φέρει έστω μέρος των ευρημάτων πίσω. Όχι σε μουσείο, σε ένα μέρος απλό, ένα δωμάτιο με φως, μια βιτρίνα που να λέει: «Αυτά είναι δικά μας. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ πριν από εμάς. Και δεν τους ξεχάσαμε». Και μετά, ίσως, αν υπάρχει χρόνος, αν υπάρχει θέληση, αν υπάρχει λίγη τύχη, να ξαναρχίσουν οι ανασκαφές. Να δούμε τι κρύβεται κάτω από τον ναό που βρήκαμε. Να ακούσουμε την ιστορία που ο Πάλας άρχισε να μας διηγείται και δεν τελείωσε ποτέ.

Δεν ξέρω αν θα γίνει τίποτα από όλα αυτά. Ξέρω όμως ότι κάποια μέρα, ίσως χρόνια από τώρα, θα περάσει κάποιος από τη Γλυκή και θα ρωτήσει: «Τι είχατε εδώ;» Κι αν του πούμε «Ένα ποταμό από τη μυθολογία», θα χαμογελάσει και θα φύγει. Αλλά αν του πούμε «Ένα ναό που είναι ακόμα εδώ, κάτω από τα πόδια μας, και μέσα του κρύβεται άλλος ναός, κι όλα αυτά περιμένουν να ξυπνήσουν»—τότε ίσως σταματήσει. Ίσως καθίσει. Ίσως μείνει λίγο παραπάνω. Γιατί οι άνθρωποι δεν ταξιδεύουν για να δουν ποτάμια. Ταξιδεύουν για να νιώσουν ότι ο χρόνος είναι κάτι περισσότερο από τα χρόνια που πέρασαν. Και ο ναός μας,αυτός ο σιωπηλός, σκεπασμένος, ξεχασμένος ναός—είναι ακριβώς αυτό. Είναι χρόνος που δεν πέρασε. Είναι μνήμη που περιμένει. Και εμείς,αν θελήσουμε, μπορούμε να την ξυπνήσουμε.

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Γλυκής ξέρει τι έχει να κάνει. Η δημοτική αρχή ξέρει τι έχει να κάνει. Εμείς, όλοι μας, ξέρουμε τι έχουμε να κάνουμε. Μια εκδρομή στα Γιάννενα, ένα αίτημα με υπογραφές, μια πινακίδα δίπλα στον Αχέροντα που να λέει: «Εδώ υπάρχει ναός. Εδώ υπάρχει ιστορία. Εδώ υπάρχουμε εμείς». Δεν χρειάζεται πολλά. Χρειάζεται μόνο να μην ξεχάσουμε πως κάτω από τα πόδια μας κοιμάται κάτι που αξίζει να ξυπνήσει.

In this article